H “Νύχτα αίματος του Βέρντεν”, 7.3. 1929. Ένα επεισόδιο ναζιστικής βίας και προπαγάνδας
Η “τυφλή” δικαιοσύνη της Βαϊμάρης, όχι απλά εξίσωσε ναζί και κομμουνιστές, αλλά τους απέδωσε σχεδόν αποκλειστικά ποινικές ευθύνες για το περιστατικό, συμβάλλοντας στην εδραίωση των ναζί σε ένα ως τότε προπύργιο του ΚΚΓ.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και ήδη το ακόμα μικρό τότε ναζιστικό κόμμα εφαρμόζει τη στατηγική της βίαιης άλωσης περιοχών και γειτονιών που θεωρούνταν προπύργια του εργατικού κινήματος και ειδικότερα του ΚΚ Γερμανίας. Στην περιοχή του Αννόβερου, ο αρχηγός των ταγμάτων εφόδου Καρλ Ντίνκλαγκε, είχε εξαγγείλει “Εβδομάδα προπαγάνδας”, για να εμπνεύσει τους άνδρες του και να εξαπλώσει τον έλεγχο του κόμματος στην ύπαιθρο της πόλης. Λόγω της αντίστασης που προέβαλαν οι κομμουνιστές, που ήταν αρκετά πολυάριθμοι, απαγορεύτηκε η συγκέντρωση των ταγμάτων. Το ναζιστικό κόμμα αγνόησε ωστόσο την απαγόρευση και μετέτρεψε τη συγκέντρωση σε δήθεν “κλειστή σύσκεψη μελών”.
Ολόκληρες μονάδες των Ταγμάτων Εφόδων κατέφτασαν σε δύο ταβέρνες στο χωριό Βέρντεν της περιοχής Νίτμαρσεν, που τότε ήταν προπύργιο των κομμουνιστών. Μετά το πέρας των συγκεντρώσεων 300 ναζί συγκρούστηκαν με 100 κομμουνιστές του χωριού που είχαν μαζευτεί σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Μετά από λεκτικές αντεγκλήσεις η βία κλιμακώθηκε και σημειώθηκαν ξυλοδαρμοί και μαχαιρώματα.
Δυο ναζί κι ένας κομμουνιστής, ο Γιοχάνες Στιρτσεμπέχερ, σκοτώθηκαν, ενώ 30 άτομα τραυματίστηκαν, οι επτά από αυτούς σοβαρά, μεταξύ των οποίων κι ο μετέπειτα βουλευτής του ΚΚΓ, Κρίστιαν Χόικ, που αργότερα δολοφονήθηκε από τους ναζί το 1934. Ο βαριά τραυματίας συνελήφθη από την αστυνομία και μεταφέρθηκε στις δικαστικές φυλακές της Χάιντε, ενώ από τους συλληφθέντες και μετέπειτα κατηγορουμένους η συντριπτική πλειονότητα ήταν κομμουνιστές. Μάλιστα, σε συνέχεια της λογικής των δύο άκρων, απαγορεύτηκαν σε όλη την επαρχία του Σλέσβιγκ-Χόλσταιν και μετέπειτα και στο Αμβούργο οι διαδηλώσεις ανεξαρτήτως προέλευσης. Στη δίκη που έγινε το 1930, δεκατρείς κομμουνιστές και μόνο ένα μέλος των Ταγμάτων Εφόδου καταδικάστηκαν, με τον Χόικ, που είχε ήδη προφυλακιστεί για έξι μήνες, να λαμβάνει τη βαρύτερη ποινή, δύο χρόνων και εννέα μηνών.
Σε αντίθεση με τη λιτή κηδεία του Στιρτσεμπέχερ, το ναζιστικό κόμμα αξιοποίησε το θάνατο των μελών του για να τους αναδείξει σε “μάρτυρες”. Ο ίδιος ο Χίτλερ κατέφτασε στην περιοχή για την κηδεία των δύο ναζί στα χωριά τους, με τη συμμετοχή χιλιάδων ναζί που κατέφτασαν από διάφορες κατευθύνσεις. Προσπαθώντας να δώσουν εθνική διάσταση στο γεγονός, οι ναζί τύπωσαν μες στο μήνα μπροσούρα σε 30.000 αντίτυπα, την οποία προλόγισε προσωπικά ο Χίτλερ. Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη περιοχή, η τακτική αυτή ήταν επιτυχημένη, και το Ντίτμαρσεν έγινε ένα από πρώτα προπύργια των ναζί, τέσσερα χρόνια πριν καταλάβουν την εξουσία το 1933.