Η εξέγερση της Κρονστάνδης – “Τρίτη Επανάσταση” ή πρόβα αντεπανάστασης;
Εκατό χρόνια μετά την καταστολή της εξέγερσης που ξεκίνησε από ναύτες στο στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Κρονστάνδης, τα γεγονότα εξακολουθούν να αποτελούν μια ατελείωτη πηγή παραχαράξεων, διαστρεβλώσεων και προπαγάνδας κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας.
Η εξέγερση της Κρονστάνδης είναι ένας μύθος, κι όπως συμβαίνει συχνά με τους μύθους, σχηματίστηκε από κάποιον ιστορικό πυρήνα, ο οποίος ωστόσο έγινε εν πολλοίς αγνώριστος πίσω από ένα πλέγμα φαντασιακών αφηγήσεων, παραλλαγών και εργαλειοποιήσεων ανάλογα με τη χρονική συγκυρία, αλλά και τον εκάστοτε αφηγητή και τις σκοπιμότητές του. Εκατό χρόνια μετά την καταστολή της εξέγερσης που ξεκίνησε από ναύτες στο στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Κρονστάνδης, πάνω στο νησάκι Κότλιν έξω από το Λένινγκραντ (τότε Πέτρογκραντ), τα γεγονότα εξακολουθούν να αποτελούν μια ατελείωτη πηγή παραχαράξεων, διαστρεβλώσεων και προπαγάνδας κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας. Για τους αναρχικούς κι εν γένει “ελευθεριακούς” κύκλους διαφόρων αποχρώσεων, η εξέγερση χαιρετίζεται ως “τρίτη επανάσταση” (μετά από εκείνες του Φλεβάρη και του Οκτώβρη του 1917), ως ηρωική – πλην τραγική – απόπειρα αποτίναξης του αυταρχικού ζυγού των μπολσεβίκων κι εγκαθίδρυσης μιας πραγματικά ελεύθερης και ακηδεμόνευτης δημοκρατίας των σοβιέτ, απαλλαγμένων από το μπολσεβικικό κόμμα. Οι αστοί ιστορικοί πάλι, ασμένως υιοθετούν τουλάχιστον μία πτυχή της αναρχικής αφήγησης, αυτήν που αφορά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, που υποτίθεται πως αποδεικνύει τον εγγενώς στυγερό, κατασταλτικό και απάνθρωπο χαρακτήρα των κομμουνιστών του Λένιν και της διακυβέρνησής τους.
Για να πιάσει κανείς το μίτο της ιστορικής πραγματικότητας, πρέπει να ανατρέξει σε όσα προηγήθηκαν της εξέγερσης, δηλαδή τον εμφύλιο που άρχισε να μαίνεται λίγο μετά τη μεγάλη επανάσταση του Οχτώβρη. Το πρώτο εργατικό κράτος της ιστορίας κινδύνευσε σοβαρά να συνθλιβεί πριν ακόμα καλά – καλά δημιουργηθεί, κι εχθροί του δεν ήταν μόνο οι ορδές των λευκοφρουρών και στη συνέχεια και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους. Μετά τη διάλυση της συντακτικής συνέλευσης από τους μπολσεβίκους στις 19 Γενάρη 1918, στους εχθρούς της σοβιετικής εξουσίας άρχισαν να κατατάσσονται ανοιχτά πια σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικοί, ειδικότερα όσοι συσπειρώνονταν γύρω από το Νέστορ Μαχνό προσφεύγοντας ακόμα και στην ατομική τρομοκρατία, όπως δείχνει η απόπειρα της σοσιαλεπαναστάτριας Φάνι Καπλάν κατά του Λένιν, που τον άφησε βαριά τραυματία με δύο σφαίρες. Σύντομα, ο εμφύλιος θα μετατρεπόταν σε μια διεθνή σύγκρουση, με πάνω από 14 χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – να στέλνουν στρατό προς υποστήριξη των Λευκοφρουρών.
Την απόκρουση αυτής της θανάσιμης απειλής ανέλαβε με πολύ μεγάλες θυσίες ο Κόκκινος Στρατός, υπό την ηγεσία του Πολεμικού Επιτρόπου Λέοντα Τρότσκι. Οι θυσίες δεν αφορούσαν μόνο τις μάχες στα πολεμικά μέτωπα, αλλά και τις μεγάλες στερήσεις στις οποίες καλούνταν να υποβληθεί το σύνολο του πληθυσμού, σε μια χώρα που ήταν ήδη ρημαγμένη από τις συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα πλαίσια του “πολεμικού κομμουνισμού”, όπως έμεινε στην ιστορία η δέσμη μέτρων που αποσκοπούσε στην επιβίωση της επανάστασης σε συνθήκες εμφυλίου και ιμπεριαλιστικής επέμβασης, ήταν αναγκαία η επιβολή δελτίου τροφίμων, ιδιαίτερα στο ψωμί, που βρισκόταν σχεδόν πάντα σε έλλειψη.
Στις αρχές του 1921, η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, μετά από τρία χρόνια ανελέητων πολεμικών αναμετρήσεων, με την κακή σοδειά εκείνης της χρονιάς να επιτείνει την ήδη έντονη επισιτιστική κρίση. Ο ίδιος ο Λένιν στη διάρκεια κομματικού αχτίφ στις 24 Φλεβάρη στη Μόσχα, σκιαγράφησε με μελανά χρώματα την οικονομική κατάσταση της χώρας, καθώς εκτός από την έλλειψη τροφίμων υπήρχε και σοβαρή έλλειψη σε καύσιμα. Ένα μεγάλο μέρος αυτής ασφυξίας οφειλόταν και στη στοχευμένη πολιτική εμπορικού αποκλεισμού που εφάρμοζαν οι ιμπεριαλιστικές χώρες, ευελπιστώντας πως έτσι θα γονάτιζαν τον Κόκκινο Στρατό ή θα προκαλούσαν αντισοβιετική εξέγερση μέσα στο λαό που υπέφερε από τις κακουχίες της πολεμικής προσπάθειας.
Μάλιστα, τα προσκείμενα στους Λευκούς μέσα, άρχισαν την ίδια περίοδο, υποβοηθούμενα από μια θορυβώδη καμπάνια του γαλλικού αστικού τύπου, να διαδίδουν αυτό που σήμερα θα λέγαμε ψευδείς ειδήσεις σχετικά με “ταραχές” στο Λένινγκραντ, παρότι ήταν μια από τις συγκριτικά πιο ήρεμες περιοχές της επικράτειας. Ακόμα και η ίδια η εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης είχε προαναγγελθεί μέσω τηλεγραφήματος που δημοσιεύθηκε στους New York Times στις 9 Φλεβάρη 1921, σχεδόν ένα μήνα πριν το ξέσπασμά της. Tελικά, η συγκεκριμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης έδωσε κάποιους καρπούς στη Μόσχα και το Λένινγκραντ, όπου στα τέλη του Φλεβάρη σημειώθηκαν κάποιες διαδηλώσεις και απεργίες, με πρωταγωνιστικό το ρόλο των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων. Οι σταθμευμένοι στην Κρονστάνδη ναύτες του στόλου της Βαλτικής εκδήλωσαν τη συμπάθειά τους προς τους απεργούς, στέλνοντας στις 26 Φλεβάρη αντιπροσωπεία στο Λένινγκραντ. Μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας στις 28 Φλεβάρη, πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη στα πολεμικά πλοία “Πετροπαβλόφσκ” και “Σεβαστόπολ”, που οδήγησε σε ένα ψήφισμα 15 θέσεων. Το βασικό αίτημα, που συνέβαλε όσο κανένα άλλο στη δημιουργία της ελευθεριακής μυθολογίας γύρω από την εξέγερση της Κονστάνδης ήταν το αίτημα για “ελεύθερες εκλογές” στα σοβιέτ, με “ελεύθερη δράση” και άρση της λογοκρισίας κατά των αναρχικών, και όλων των άλλων μη μπολσεβίκικων “αριστερών” κομμάτων.
Επί της ουσίας δηλαδή ο στόχος ήταν η εγκαθίδρυση “σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους”, ενώ πιο ξεκάθαρη ήταν η ταξική στόχευση του αιτήματος για “ελευθερία δράσης” των μικροϊδιοκτητών αγροτών στη γη τους και τα κοπάδια τους, ουσιαστικά δηλαδή η επαναφορά των εμπορευματικών συναλλαγών στην ύπαιθρο. Ο Λένιν κατέδειξε όμως πως το συγκεκριμένο αίτημα καθιστούσε σαφές “το μικροαστικό στοιχείο” της κινητοποίησης. Καθώς η χώρα παρέμενε σε μεγάλο ποσοστό αγροτική, οι δυνάμεις εντός κι εκτός χώρας που στόχευαν στην επαναφορά του καπιταλισμού είχαν κάθε λόγο να οξύνουν το χάσμα μεταξύ εργατών και αγροτών για ίδιον όφελος. Μπορεί σύντομα οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του 10ου συνεδρίου του Κόμματος των Μπολσεβίκων να αποφάσιζαν την εγκαθίδρυση της ΝΕΠ, δηλαδή μιας κεντρικά ελεγχόμενης προσωρινής μετάβασης σε μηχανισμούς της αγοράς εντός της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αυτό όμως δε δικαιώνει καθόλου τα αιτήματα των εξεγερμένων, που οδηγούσαν – ανεξάρτητα από τις προθέσεις μέρους τουλάχιστον των εμπλεκομένων – με μαθηματική ακρίβεια σε μια αμετάκλητη κι ανεξέλεγκτη καπιταλιστική παλινόρθωση.
Την 1 Μάρτη 1921 πραγματοποιήθηκε στην Κρονστάνδη μια μεγάλη συγκέντρωση ναυτών και στρατιωτών, με πλακάτ όπως “Τρίτη Επανάσταση των εργατών”, “Ενάντια στην αντεπανάσταση αριστερά και δεξιά” και “Όλη η εξουσία στα σοβιέτ – Καμία εξουσία στο κόμμα”. Στη συγκέντρωση μίλησε, κατόπιν εντολής του ίδιου του Λένιν, και ο Μιχαήλ Καλίνιν επικεφαλής της Ρωσικής Σοβιετικής Συνομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή η μετέπειτα ΕΣΣΔ. Ο Καλίνιν μίλησε σε κατευναστικό τόνο, υπερασπίζοντας τις θέσεις των μπολσεβίκων μπροστά στο ολοφάνερα εχθρικό πλήθος που τον αντιμετώπιζε με αποδοκιμασίες. Η παρουσία του Καλίνιν δεν έδειχνε μόνο τη σημασία που απέδιδε η σοβιετική εξουσία στην εξέγερση, αλλά και το γεγονός πως προσπάθησε να εξαντλήσει τα συμβιβαστικά μέσα πριν την εφαρμογή σκληρότερων μέτρων. Αντιθέτως, οι εξεγερμένοι, παρότι άφησαν τον Καλίνιν να φύγει ανεμπόδιστα, σύντομα συνέλαβαν τον επίτροπο του Στόλου, τον επικεφαλής του Σοβιέτ της Κρονστάνδης και 600 ακόμα μπολσεβίκους, διαλύοντας πρακτικά όλον τον μηχανισμό του κόμματος στην πόλη.
Η κατάληψη της Κρονστάνδης σήμαινε ένα σημαντικό στρατηγικό πλήγμα για τους μπολσεβίκους, καθώς αποτελούσε διάδρομο προς τη Bαλτική και θα μπορούσε, εφόσον έπεφτε στα χέρια των εχθρών της επανάστασης, να γίνει πύλη εισόδου των ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων, που θα αποχτούσαν ένα προγεφύρωμα για εύκολη πρόσβαση προς τη Μόσχα. Για την κατάπνιξη της εξέγερσης, οι μπολσεβίκοι δεν είχαν πολύ χρόνο, καθώς σύντομα, όπως ξεκινούσε η άνοιξη, οι πάγοι θα έλιωναν, ανοίγοντας το δρόμο για το Λένινγκραντ, αλλά και δυσκολεύοντας την επανακατάληψη του φρουρίου του Κότλιν, καθώς οι εξεγερμένοι έλεγχαν σοβαρό μέρος του στόλου. Για το λόγο αυτό, οι μπολσεβίκοι έθεσαν τελεσίγραφο, το οποίο απορρίφθηκε από την αντίπαλη πλευρά, όπως και οι προτάσεις για διμερή διάλογο. Τότε και μόνο τότε, ήταν που δόθηκε η εντολή στις 7 Μάρτη 1921, να καταληφθεί το Κότλιν. Κατά την πρώτη επίθεση των 17.600 στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού υπό το Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, οι εξεγερμένοι είχαν να αντιπαραθέσουν περίπου 25.000 άνδρες. Στις 10 Μάρτη, 300 σύνεδροι του 10ου Συνεδρίου του κόμματος των μπολσεβίκων δήλωσαν εθελοντές στη δεύτερη επίθεση, που έγινε με 50.000 άντρες από τον Κόκκινο Στρατό, υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς η αντίπαλη πλευρά διέθετε ισχυρό οπλισμό και κανόνια.
Tις επόμενες μέρες, ξεκίνησε μια ολοένα και πιο επιθετική προπαγανδιστική εκστρατεία από δυτικές εφημερίδες, ιδιαίτερα βρετανικές και γαλλικές, περί δήθεν εξεγέρσεων σε Μόσχα και Πέτρογκραντ ή ακόμα και “διαφυγής” των ηγετικών στελεχών του μπολσεβίκικου κόμματος στην Κριμαία ή το Οράνιενμπουργκ (μετέπειτα Λομονόσοφ). Ο Λένιν μάλιστα, έκανε ειδική αναφορά σε αυτό τον καταιγισμό ψεμάτων στη διάρκεια του δέκατου συνεδρίου, μιλώντας για “όργιο ψευδών” που “όμοιό του δεν είχε ξαναϋπάρξει σε αυτή τη μορφή”. Επιπλέον, ο ίδιος πρόσθετε πως: “Γίναμε μάρτυρες του περάσματος της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους σε μια αόριστη συμμαχία ποικιλόχρωμων στοιχείων υποθετικά λίγο δεξιά ίσως ακόμη και λίγο “αριστερά” από τους Μπολσεβίκους, τόσο αόριστο είναι το σύνολο των πολιτικών ομαδοποίησεων που έχουν επιχειρήσει να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους στην Κρονστάνδη. Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι συγχρόνως ο Λευκοφρουρός Στρατηγός όπως όλοι ξέρετε , έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Αυτό έχει αποδειχθεί πλήρως. Δύο βδομάδες πριν τα γεγονότα της Κρονστάνδης, ο Παριζιάνικος Τύπος είχε ήδη μεταδώσει τα νέα ότι υπήρχε μια εξέγερση στην Κρονστάνδη.”
Στις 15 Μάρτη ξεκίνησε η τελειωτική επίθεση για την κατάληψη του οχυρού, η οποία κράτησε τρεις μέρες και ολοκληρώθηκε με επιτυχία για τους μπολσεβίκους, υποβοηθούμενη από το γεγονός πως οι εξεγερμένοι ξέμεναν από τρόφιμα και πολεμοφόδια. Ο φόρος αίματος που κλήθηκαν να πληρώσουν και οι δύο πλευρές ήταν πολύ βαρύς. Σε ό,τι αφορά τους ηττημένους, είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός, με κάποιες αναρχικές πηγές να μιλούν για 6.000 νεκρούς και 2.500 τραυματίες, ενώ από την πλευρά του Κόκκινου Στρατού οι απώλειες εκτιμώνται σε 10.000 άνδρες, πολλοί από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους στα παγωμένα νερά της Βαλτικής.
Mετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν πως οι εξεγερμένοι ναύτες της Κρονστάνδης ήταν οι ίδιοι που είχαν συμβάλει και στην επικράτηση της Οχτωβριανής λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Για το λόγο αυτό, στην αναρχική ειδικότερα θεώρηση των γεγονότων, οι ναύτες αντιμετωπίζονται ως επαναστάτες που θέλησαν να υπερασπιστούν τα “δικά τους” σοβιέτ από την αυταρχική εξουσία των μπολσεβίκων. Πόσο μεγάλη ταύτιση υπήρχε όμως μεταξύ των ναυτών του 1917 και εκείνων της εξέγερσης του 1921; Ήταν “προδομένοι” επαναστάτες, όργανα του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης ή κάτι άλλο; Με το άνοιγμα των αρχείων μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, κάποια ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι ναύτες του Πέτρογκραντ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την επικράτηση της Οχτωβριανής και θεωρούνταν “Στολίδι και περηφάνεια της επανάστασης” μεταξύ των μπολσεβίκων. Στη διάρκεια του εμφυλίου οι περισσότεροι επαναστάτες ναύτες εστάλησαν στο μέτωπο να πολεμήσουν υπέρ των κατακτήσεων που οι ίδιοι είχαν πετύχει με τον αγώνα και τις θυσίες τους. Ήδη στο διάστημα 1919-1920, το Κομισαριάτο Πολέμου ζητούσε επιτακτικά ενισχύσεις από την Κρονστάνδη. Η απάντηση που λάμβανε ήταν πως δεν υπήρχαν πια εφεδρείες σε ναύτες, καθώς όλοι βρίσκονταν ήδη σε διάφορα πολεμικά μέτωπα δίνοντας τη μάχη κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι αναλάμβαναν θέσεις ευθύνες στα τοπικά σοβιέτ. Προκύπτει λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα πως, σε μεγάλο βαθμό, είναι φύσει αδύνατον οι εξεγερμένοι του 1921 να ήταν τα ίδια πρόσωπα που είχαν συμμετάσχει στην Οχτωβριανή. Όσο για την κοινωνική σύνθεση των εξεγερμένων, αυτή ήταν ετερογενής, αφού ανάμεσά τους μπορούσε να βρει κανείς μικροαστικά στοιχεία της πόλης ή κουλάκους, αλλά και δυσαρεστημένους από τον πολεμικό κομμουνισμό και τους μπολσεβίκους εργάτες.
Μέσα σε αυτό το έδαφος δυσαρέσκειας, έβρισκαν εύφορο έδαφος ιδίως οι αναρχικές ιδέες του Μαχνό, όπου η κριτική προς το κράτος εξισωνόταν με την πάλη κατά των μπολσεβίκων, μια θέση που στις πρακτικές τις συνέπειές της σήμαινε ακόμα και εκτέλεση κομμουνιστών. Οι φόβοι και η αγωνία των κατοίκων της Κρονστάνδης για το μέλλον αξιοποιήθηκαν από κύκλους που επιδίωκαν να τελειώνουν οριστικά με την επανάσταση, που συνέπηξαν μια καιροσκοπική συμμαχία με τους “ριζοσπαστικούς” πολέμιους της κεντρικής κυβέρνησης, υπό το αίτημα για “σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους”. Μπορεί αρχικά η εξέγερση να στηρίχθηκε σε ετερόκλητες δυνάμεις, ήδη όμως από τις 2 Μαρτίου δυνάμεις των Λευκών είχαν πρακτικά λάβει τον στρατιωτικό έλεγχο από πλευράς των εξεγερμένων, με τον πρώην στρατηγό του τσαρικού στρατού Α.Ν. Κοσλόφσκι κι άλλους ομοϊδεάτες του στρατιωτικούς να αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του οχυρού έναντι του Κόκκινου Στρατού. Είναι λογικό πως αυτός ο συνασπισμός “αριστερών” και τσαρικών δυνάμεων, εκλήφθηκε ως υπαρξιακή απειλή από τη νεαρή σοβιετική εξουσία, η οποία αντέδρασε ανάλογα, έχοντας νωρίτερα, όπως είδαμε, εξαντλήσει κάθε δίοδο συνεννόησης με τους εξεγερμένους. Η βία λοιπόν στην οποία κατέφυγαν τελικά οι μπολσεβίκοι για την κατάπνιξη της εξέγερσης, δεν ήταν αποτέλεσμα λενινιστικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας ενός καθεστώτος που αρεσκόταν στην εξόντωση των αντιπάλων του, αλλά αναγκαστική επιλογή επιβίωσης.
Όσο για το αν η επιτυχία της εξέγερσης οδηγούσε σε μια ελευθεριακή κοινωνία απαλλαγμένη από ιεραρχικές καταπιέσεις και κρατικούς – κομματικούς καταναγκασμούς, αρκεί να παρακολουθήσει κανείς την πορεία των διεθνών χρηματιστηρίων τις ημέρες τις εξέγερσης. Όποτε ο τύπος έκανε λόγο για “ταραχές” και για διαφαινόμενη ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας, οι μετοχές ανέβαιναν, προφανώς όχι από χαρά για την επικείμενη εγκαθίδρυση μιας αναρχικής ουτοπίας στη Ρωσία, αλλά με την προσδοκία της αποκατάστασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. “Σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους” θα σήμαινε εντέλει “καπιταλισμό χωρίς σοβιέτ”. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και ο κάθε άλλο παρά αρνητικός προς τους αναρχικούς συγγραφέας Βίκτορ Σερζ, έγραφε στην αυτοβιογραφία του “Αναμνήσεις ενός επαναστάτη”, πως τυχόν επικράτηση των εξεγερμένων στην Κροστάνδη θα οδηγούσε σε “αντιπρολεταριακή δικτατορία” και “μακελειό σε βάρος των κομμουνιστών”. Aκόμα πιο χαρακτηριστικό είναι πως την αποκατάσταση των εξεγερμένων ανέλαβε το 1994 ο Μπόρις Γιέλτσιν, το πολιτικό ποιόν του οποίου δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Με διάταγμά του στις 10 Γενάρη 1994, ο τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αποφάσιζε να καταργήσει την απόφαση των σοβιετικών που έβγαζε εκτός νόμου τους συμμετέχοντες στα γεγονότα της Κροστάνδης, να αναγνωριστεί ως παράνομη η καταστολή που υπέστησαν και να στηθεί μνημείο “για τα θύματα των γεγονότων της Κροστάνδης την άνοιξη του 1921”.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η ίδια η Οχτωβριανή Επανάσταση είχε επικρατήσει σχεδόν αναίμακτα, και μόνο η αντίδραση των εχθρών της, εντός και εκτός της χώρας, οδήγησε αρχικά στον εμφύλιο, μετά στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τελικά στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης. Την αναγκαιότητα της καταφυγής στη βία για την υπεράσπιση της επανάστασης είχε διαβλέψει ήδη από το 1873 ο Φρίντριχ Ένγκελς, γράφοντας, με αφορμή την ήττα της Παρισινής Κομμούνας λίγα χρόνια πριν, πως “Η νικηφόρα πλευρά πρέπει, αν δε θέλει να έχει πολεμήσει μάταια, να δώσει διάρκεια στην κυριαρχία της μέσω του τρόμου που προκαλούν τα όπλα της στους αντιδραστικούς”.