Η φωτεινή επιγραφή «ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ» στην Ακρόπολη το 1947 – Η παράτολμη επιχείρηση και ο αντίκτυπος • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
«Χτες το βράδυ επί μια και πλέον ώρα έλαμψε στην Ακρόπολη με φωτεινά μεγάλα γράμματα το σύνθημα «ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ». Το σύνθημα ήταν ευδιάκριτο από μεγάλη απόσταση και προ παντός προς την οδό Αιόλου, Πατησίων και τα κεντρικά σημεία της Αθήνας. Στο ίδιο σημείο την Ακρόπολης είχαν λάμψει και στην πρώτη κατοχή τα ελληνικά συνθήματα κατά των Γερμανοϊταλών καταχτητών…»
Την Παρασκευή 31 του Γενάρη 1947, στο Ριζοσπάστη, σε μια από τις τελευταίες ειδήσεις που προλαβαίνει το κλείσιμο του φύλλου, σημειώνονται τα εξής: «Χτες το βράδυ επί μια και πλέον ώρα έλαμψε στην Ακρόπολη με φωτεινά μεγάλα γράμματα το σύνθημα «ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ». Το σύνθημα ήταν ευδιάκριτο από μεγάλη απόσταση και προ παντός προς την οδό Αιόλου, Πατησίων και τα κεντρικά σημεία της Αθήνας. Στο ίδιο σημείο την Ακρόπολης είχαν λάμψει και στην πρώτη κατοχή τα ελληνικά συνθήματα κατά των Γερμανοϊταλών καταχτητών. Επί τόπου μετέβη ο διοικητής της Γεν. Ασφαλείας κ. Ρακιντζής «δια την διεξαγωγήν ανακρίσεων».
Σε μια περίοδο όπου ο ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα, η Αθήνα «φωτίζεται» από μια επιγραφή που εμφανίζεται στη βορινή μετόπη της Ακρόπολης και προκαλεί ταραχή στους Άγγλους ιμπεριαλιστές και την ντόπια κυβέρνηση των υποτακτικών τους. Η παράτολμη επιχείρηση είχε οργανωθεί από το ΚΚΕ και είχε αναπτερώσει το φρόνημα του λαού.
Η αστυνομία λυσσομανώντας προχωράει σε συλλήψεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες «και ο γιατρός Ι. Κουτσοδήμος που τον πήρανε μέσα από το ιατρείο του ενώ οι ασθενείς περίμεναν να εξεταστούν», όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη της επόμενης μέρας.
Σύμφωνα με τη Γενική Ασφάλεια, για την εγκατάσταση της φωτεινής επιγραφής χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες. Η επιγραφή είχε μήκος 13 μέτρα και ύψος 90 εκατοστά και οι άγνωστοι που την τοποθετήσαν ανέβηκαν στην Ακρόπολη από τη βόρεια πλευρά, από το σημείο που ανέβηκαν και Μανώλης Γλέζος – Λάκης Σάντας όταν κατέβασαν τη ναζιστική σημαία με τη σβάστικα στην κατοχή.
Την Τρίτη 4 του Φλεβάρη 1947, στην πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη, κάτω από τον τίτλο «Τη φωτεινή επιγραφή στην Ακρόπολη τοποθέτησε ο Μανώλης Γλέζος», αναδημοσιεύεται από την ΕΑΜική εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» η δήλωση του Γλέζου: «Αγαπητή Ελεύθερη Ελλάδα, Για να σταματήσει κάθε θόρυβος γύρω από το ζήτημα της φωτεινής επιγραφής στην Ακρόπολη «Να φύγουν οι Άγγλοι», δηλώνω ότι εγώ έστησα τη φωτεινή επιγραφή στην Ακρόπολη, συνεχίζοντας έτσι το έργο που άρχισα το Μάιο του 1941, όταν κατέβασα απ’ την Ακρόπολη τη χιτλερική σημαία. Δηλαδή συνεχίζοντας τον αγώνα του λαού μας ενάντια και στη δεύτερη κατοχή. Περιττό να δηλώσω ότι και για το δεύτερο αυτό έγκλημα, είμαι στη διάθεση της κυβερνήσεως και των καταδιωκτικών αρχών. Αθήνα 1-2-47».
Με εξώδικη δήλωση στην Πάουερ (τότε εταιρεία ηλεκτρισμού) ο Γλέζος κάνει γνωστό στην εταιρεία ότι προτίθεται… να την αποζημιώσει για το ρεύμα που καταναλώθηκε για τη φωτεινή επιγραφή. Σημειώνει μεταξύ άλλων ο Γλέζος: «Οι χρησιμοποιηθέντες λαμπτήρες ήσαν περί τους 120 και η διάρκεια της παροχής περί τα 45 λεπτά της ώρας. Βάσει των στοιχείων τούτων παρακαλώ όπως καταμετρήσετε το καταναλωθέν ηλεκτρικό ρεύμα προς τον σκοπόν της παρ’ εμού αμέσου καταβολής του αντιτίμου»!
Γιατί «να φύγουν οι Άγγλοι»; Τι σήμαινε το συγκεκριμένο σύνθημα υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση με την οποία η ΚΕ του ΕΑΜ ανέλαβε την ευθύνη της συγκεκριμένης ενέργειας: «Η κεντρική Επιτροπή του Πολιτικού Συνασπισμού των Κομμάτων του ΕΑΜ έχοντας υπόψη το θόρυβο που δημιούργησαν γύρω στη φωτεινή επιγραφή «Να φύγουν οι Άγγλοι» η κυβέρνηση και ο αντιδραστικός τύπος, ανακοινώνει ότι το σύνθημα αυτό αποτελεί ένα από τα κυριότερα αιτήματα του ελληνικού λαού, που αγωνίζεται για την Ανεξαρτησία του και που εξέπεμψε πρώτος και διεκήρυξε ο Πολιτικός Συνασπισμός του ΕΑΜ. Κατά συνέπεια κάθε ευθύνη για τη φωτεινή επιγραφή ανήκει στον Πολιτικό Συνασπισμό του ΕΑΜ και την υπέχει ακέραιη η Κεντρική Επιτροπή. Αθήνα 2-2-47».
Όπως σημειώνεται στο Ριζοσπάστη, μετά τη δημοσίευση στην «Ελεύθερη Ελλάδα» της επιστολής του Γλέζου ότι ο ίδιος τοποθέτησε τη φωτεινή επιγραφή και της ανακοίνωσης της ΚΕ του ΕΑΜ ότι αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη του συνθήματος, «ο εισαγγελέας κ. Πλαστήρας μετά από κυβερνητική επέμβαση διέταξε ν’ αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι συλληφθέντες ως ένοχοι, που η Ασφάλεια παρουσίαζε ως δήθεν αυτουργούς για την τοποθέτηση του φωτεινού συνθήματος».
Την ομολογουμένως εντυπωσιακή ενέργεια της τοποθέτησης της φωτεινής επιγραφής με το σύνθημα «Να φύγουν οι Άγγλοι», ακολούθησε βρετανική ανακοίνωση με την οποία οι ιμπεριαλιστές υπόσχονταν μείωση των στρατευμάτων κατοχής κατά 50%.
«Θα παρακολουθήσουμε την εφαρμογή του μέτρου (…). Οπωσδήποτε όμως δεν θα σταματήσει ο αγώνας του ελληνικού λαού και δεν θα ειρηνεύσει ο τόπος ώσπου να φύγουν οι Άγγλοι από την Ελλάδα, όλες δηλαδή οι ένοπλες αγγλικές δυνάμεις, ως τον τελευταίο στρατιώτη» σημειώνεται στη στήλη «Από την άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 5 του Φλεβάρη 1947. «Εκείνο που ενδιαφέρει το λαό» τονίζει η στήλη, «δεν είναι οι αριθμοί αλλά η ύπαρξη της αγγλικής κατοχής και η αγγλική επέμβαση στα εσωτερικά μας, αυτή που επιτρέπει ή μάλλον προτρέπει τη χρεοκοπημένη πολιτική ηγεσία να ονειρεύεται κάτω από τη σκιά της βρετανικής ισχύος τη εξολόθρευση και καταστροφή της Ελλάδας».
Η καθόλου εύκολη και παράτολμη επιχείρηση της κατασκευής και τοποθέτησης της φωτεινής επιγραφής με το σύνθημα «Να φύγουν οι Άγγλοι» στην Ακρόπολη, δεν αποτέλεσε βέβαια υπόθεση ενός μόνο προσώπου. Η κίνηση του Γλέζου να αναλάβει την ευθύνη σε προσωπικό επίπεδο πιθανότατα έγινε για να αποπροσανατολιστούν οι διωκτικές αρχές και να στραφούν αλλού οι έρευνες της Ασφάλειας, για τους πραγματικούς υπεύθυνους και αυτουργούς της επιχείρησης.
Ο Μαρίνος Πετρούνιας που συμμετείχε στην παράτολμη αυτή επιχείρηση, την περιγράφει στο Ριζοσπάστη της 26 του Γενάρη 2001:
“Πολλές είναι οι πράξεις ηρωισμού, αυταπάρνησης και αντίστασης που πραγματοποίησαν αγωνιστές – κομμουνιστές όχι μόνο στην περίοδο της τριπλής κατοχής, αλλά και αργότερα, όταν την μπότα των Γερμανών ήρθε να αντικαταστήσει η μπότα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών. Πράξεις που στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τόνωναν το ηθικό του αδούλωτου λαού μας αλλά και βοηθούσαν να ενημερωθεί όλη η ανθρωπότητα για την τραγική κατάσταση που ζούσε ο ελληνικός λαός τότε, όταν «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Τότε, που η τρομοκρατία του κράτους και παρακράτους της Δεξιάς, υπό την καθοδήγηση των «προστατών» μας Άγγλων συμμάχων, επιδίωκαν να εξανδραποδίσουν τον ελληνικό λαό, να τον κάνουν υποζύγιό τους.
Είναι γνωστό ότι ο Ουίστον Τσόρτσιλ, στα Δεκεμβριανά, είχε διατάξει τα αγγλικά στρατεύματα να φέρονται σαν σε κατοχική χώρα. Και, ταυτόχρονα, επιδίδονταν στο σφαγιασμό του λαού για να μην μπορέσει να σηκώσει κεφάλι. Ο λαός, όμως δε λύγισε, είχε το στήριγμά του το ΚΚΕ – τους κομμουνιστές, αυτοί στάθηκαν ταμπούρι υπερηφάνειας κι έβαλαν τα στήθη τους μπροστά στους μακελάρηδες, να τους κόψουν τη φόρα του κατατρεγμού και του ολέθρου, να αντιμετωπίσουν με όποια θυσία τους, τους μεγάλους εγκληματίες.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές ύψωσαν επιβλητική τεράστια φωτεινή επιγραφή, στο παγκόσμιο σύμβολο της ανθρωπιάς και της προόδου, στην Ακρόπολη. Έτσι, κατάφεραν να στιγματιστεί στα πέρατα του κόσμου το μεγάλο έγκλημα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών, της απρόκλητης ωμής επέμβασής τους σε βάρος της Ελλάδας, ζητώντας, ταυτόχρονα, τη συμπαράσταση των άλλων λαών. Για την τοποθέτηση της επιγραφής είχε καταστρωθεί ειδικό επιτελικό σχέδιο και συγκεκριμένα: Πριν μια βδομάδα, τότε, το Φλεβάρη του 1947, πήγαμε δύο μέλη του κόμματος, όπως δείχνει η σχετική φωτογραφία, επάνω στην Ακρόπολη σε ώρα επισκεπτηρίου. Αφού διερευνήσαμε και αναγνωρίσαμε το χώρο καταλήξαμε στη θέση που έπρεπε να τοποθετηθεί η φωτεινή πινακίδα, ώστε να φαίνεται καλύτερα.
Η θέση αυτή ήταν στη βορινή μετόπη της Ακρόπολης- δεξιά του Ερεχθείου. Κρίναμε ότι ήταν το πιο κατάλληλο μέρος ώστε να φανεί από όλη, σχεδόν, την Αθήνα και ιδιαίτερα από το επίσημο κέντρο, τις πλατείες Συντάγματος και Ομόνοιας. Επισημάναμε από πού θα γινόταν η άνοδος και το μπάσιμο στο χώρο που είχαμε επιλέξει. Η όλη «επιχείρηση» θα γινότανε ιχνηλατώντας, να μη μας πάρει κανένας χαμπάρι. Και, όλα αυτά, έπρεπε να γίνουν με απόλυτη ακρίβεια. Αφού έγινε αυτή η προετοιμασία, αποχωρήσαμε από την Ακρόπολη απόλυτα ευχαριστημένοι, αφού είχαμε και τη φωτογραφία μας, ενθύμιο!
Η εξέλιξη της επιχείρησης
Αρχίζοντας αμέσως, συνεχίσαμε την προετοιμασία για την επιχείρηση. Επιλέξαμε τους πιο κατάλληλους αγωνιστές για τη συγκεκριμένη αποστολή. Βρήκαμε τους ειδικούς τεχνίτες αγωνιστές (μαραγκούς, ηλεκτρολόγους και τους χώρους που θα κάναμε την τεχνική κατασκευή κοντά στην Ακρόπολη, ώστε να μας εξυπηρετήσει και στη μεταφορά της) και σε μερικές μέρες είμαστε έτοιμοι να δράσουμε.
Ξεκινήσαμε απογευματάκι. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Είχαμε πάρει αρκετούς αγωνιστές, άντρες και κοπέλες, ο καθένας στη θέση του. Μαζί μας είχαμε και τους τεχνικούς για ό,τι χρειαζότανε. Η επιγραφή ήταν μεγάλη και βαριά, είχε μεγάλο μάκρος. Το κάθε γράμμα της είχε ένα μέτρο ύψος και, περίπου, 120 λαμπτήρες. Ηθελε μεγάλη προσοχή στη μεταφορά της. Μάλιστα, όταν ο δρόμος που κάναμε ήταν ανηφορικός και πολλές φορές είχε μεγάλο ανέβασμα, περνούσαμε μέσα από δέντρα μέχρι να φτάσουμε την άσφαλτο στους πρόποδες της Ακρόπολης κάτω από το Ερέχθειο. Μπροστά πήγαινε ο σ. Στάθης. Οταν φτάσαμε στην άσφαλτο σταθήκαμε και γίναμε όλοι ζευγάρια. Είχα την ευθύνη της περιφρούρησης της συνοδείας. Ημουνα «ζευγάρι» με τη σ. Γιούλα και ελέγχαμε την κάθε κίνηση που μπορούσε να παρουσιαστεί. Είμαστε αρκετά ζευγάρια πάνω στο δρόμο σκόρπια, ενώ προχωρούσαμε ανεβάζοντας την επιγραφή στην Ακρόπολη από το πέρασμα που είχαμε υπόψη μας.
Οι τεχνικοί ακολουθούσαν την επιγραφή. Τα ζευγάρια στο δρόμο είχαν σκορπίσει και το καθένα, σε απόσταση από το άλλο στις παρυφές του δρόμου, είχε πιάσει το πόστο του. Το δικό μας ζευγάρι είχε πιάσει θέση στην άκρη δεξιά προς την είσοδο της Ακρόπολης. Περνούσε η ώρα και η δουλιά ώσπου, κάποια στιγμή, σε απόσταση είδα να προβάλει κάποιος αστυφύλακας. Τότε, κάθισα ήσυχα πάνω σε μια πέτρα και πήρα στα γόνατά μου τη συντρόφισσα που κάναμε το ζευγάρι σαν κοπέλα μου. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα… ζευγαράκια και το περιστατικό πέρασε, έληξε χωρίς να συμβεί τίποτα.
Σε λίγο η επιγραφή είχε μπει στη θέση της. Ο σ. ηλεκτρολόγος έκανε τη σύνδεση με ηλεκτροφόρο σύρμα μιας κολόνας του ηλεκτρικού και, στη συνέχεια, τον παρατήρησα να περνάει το καλώδιο που έρχονταν από την επιγραφή σ’ ένα πεύκο και να βάζει διακόπτη στο καλώδιο. Στο σημείο αυτό, άρχισαν να αποχωρούν οι δυνάμεις μας, να κατεβαίνουν χωρίς θόρυβο στην πόλη. Μόλις αποχώρησαν όλοι, έτρεξα έστριψα το διακόπτη και είδαμε την επιγραφή να ανάβει. Τότε, αυθόρμητα, φώναξα: Άναψε, άναψε και θυμήθηκα, από το γυμνάσιο, την Κύρου ανάβαση του Ξενοφώντα, όταν φώναξε με αγωνία: Θάλαττα – θάλαττα! Δεν κράτησε όμως πολύ, έσβησε το σύνθημα… Τότε έτρεξε ο ένας ηλεκτρολόγος, κάτι έφτιαξε και άναψε σταθερά.
Έφυγα με το Στάθη και περπατώντας βιαστικά φτάσαμε στο Σύνταγμα. Πήγαμε προς τη Μ. Βρετάνια και σταθήκαμε πάνω στα σκαλιά της εισόδου του ξενοδοχείου, ξεχειλίζοντας από χαρά, καθώς βλέπαμε την όμορφη επιγραφή μας να λάμπει και καμαρώναμε.
Τη φωτεινή επιγραφή -όπως μου είπε- την είχε δει και ο σ. Ν. Κυριακίδης, βαδίζοντας την οδό Αιόλου.
Αναμμένη η επιγραφή έμεινε αρκετή ώρα, γιατί όπως μάθαμε εκ των υστέρων οι αξιωματικοί της Αστυνομίας δεν πλησιάσανε αμέσως να τη σβήσουν, φοβούμενοι ότι την είχαμε παγιδευμένη με ηλεκτρικό.
Η καθοδήγηση μας είχε δώσει ηθικούς επαίνους για την επιτυχία μας. Και, μετά από μερικές μέρες, γιορτάσαμε με την καθοδήγηση και με ένα μικρό τσιμπούσι.”
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.