Η ιστορία των καμπαρέ: Τα πρώτα καμπαρέ – Ο μαύρος γάτος
”Ο μαύρος γάτος” υπήρξε το πρώτο σύγχρονο καμπαρέ στην ιστορία. Με έναν ιδιοκτήτη που συναγωνιζόταν σε εκκεντρικότητα τους θαμώνες του.
Τα πρώτα Καμπαρέ που εμφανίστηκαν στην Γαλλία δεν ήταν τίποτα άλλο από απλές ταβέρνες φαγητού, με μια διαφορά: Στα τραπέζια, απαραίτητα, υπήρχε τραπεζομάντηλο και το κρασί σου έπρεπε να το συνοδεύεις πάντα με γεύμα.
Πρόγονοι των σημερινών εστιατορίων, άνοιξαν για πρώτη φορά τις πόρτες τους τον 16ο αιώνα και για αυτό πολλοί μπερδεύουν τα καμπαρέ με τις gogguettes, οι οποίες διοργανωνόταν τόσο σε σπίτια, όσο και σε ταβέρνες με ή χωρίς τραπεζομάντηλο.
Τα πρώτα καμπαρέ δεν είχαν συγκεκριμένο πρόγραμμα, οποιοσδήποτε μπορούσε να παρουσιάσει ό,τι διασκεδαστικό νούμερο επιθυμούσε. Συνήθως μεθυσμένοι πελάτες αναλάμβαναν το ρόλο του τραγουδιστή με συνοδεία οργάνων ή a capella και από εκεί τα καμπαρέ απέκτησαν και το όνομα ‘’Καφέ μετά μουσικής’’.
Απέκτησαν ένα εκλεπτυσμένο κοινό, όπως συγγραφείς και καλλιτέχνες να τα προτιμούν όπως ο Μολιέρος, Λα Φοντέν, ο Ρακίνας, Μπουαλό και Σαπέλ, οι οποίοι προτιμούσαν το καμπαρέ ‘’Μαύρο Πρόβατο ‘’ στη σημερινή πολύπαθη συνοικία του Παρισιού Σαιντ – Ντενίς.
Τα υπόγεια καφέ
Τα café caveau (κατά λέξει τα ‘’σπηλαιο-καφέ’’, αλλά δεν ακούγονται καθόλου ωραία στα ελληνικά) ήταν υπόγεια καφέ τα οποία εμφανίζονται στο Παρίσι κατά την διάρκεια της Πρώτης Αυτοκρατορίας και στα πρώτα χρόνια της Παλινόρθωσης. Ήταν χώροι όπου γυναίκες εξασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα και δεν εννοώ την πολιτική..
Από αυτό το είδος, τα Καμπαρέ του 19ου αιώνα κληρονομούν τα ημίγυμνα κορίτσια, τα μπουρλέσκ νούμερα και τα “σύγχρονα” καμπαρέ την έννοια του στριπτιτζάδικου.
Διάσημο καφέ το οποίο άφησε εποχή, ήταν το “καφέ των τυφλών”, όπου όλη η ορχήστρα απαρτιζόταν από τυφλούς μουσικούς. Άνοιξε τις πόρτες του το 1814 και βρισκόταν στα υπόγεια του Βασιλικού Παλατιού (ναι, το επιβλητικό παλάτι που βρίσκεται απέναντι από το Λούβρο).
Άνοιγε μόνο για 5 ώρες την ημέρα και φιλοξενούσε κορίτσια τα οποία περίμεναν υπομονετικά πελάτες. Σερβίριζε ποτά και καφέ, ενώ το 1858 μαριονετίστες παρουσίαζαν και κουκλοθέατρο στο ενδιάμεσο της μουσικής.
Άλλο γνωστό καφέ της εποχής, το οποίο λειτουργούσε σαν οίκος ανοχής το 1772, ήταν το “Καφέ των Πρεσβευτών”, το οποίο χτίστηκε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πρεσβευτών οι οποίοι διέμεναν στα ξενοδοχεία γύρω από το παλάτι, όταν επισκεπτόταν το Παρίσι.
Το “Καφέ των Πρεσβευτών” μέσα στα χρόνια άρχισε να αλλάζει. Μικρά θεατρικά έργα με ρομαντικό περιεχόμενο προστέθηκαν, οπερέτες και μπαλέτο με ημίγυμνα ή εντελώς γυμνά κορίτσια, ενώ αργότερα έως το 1928 όπου κλείνει τις πόρτες του και γκρεμίζεται, μεταμορφώνεται στο πιο σικάτο καφέ-θέατρο της πόλης με πολύ γνωστούς καλλιτέχνες να περνούν τις πόρτες του, είτε ως θαμώνες είτε ως καλλιτέχνες.
Το πρώτο σύγχρονο καμπαρέ
Το πρώτο σύγχρονο καμπαρέ ονομαζόταν “Μαύρος Γάτος” και βρισκόταν στο Boulevard de Rochechouart αριθμό 84 στην Μονμάρτη..Η ειρωνεία είναι ότι ο δρόμος φέρει όνομα ηγουμένης…
Ο ιδιοκτήτης του ήταν ο Rodolphe Salis ένας μέτριος ζωγράφος, γιος παραγωγού κρασιών ο οποίος ονειρευόταν για το γιο του να πάρει την θέση του. Ο Salis είχε άλλες βλέψεις. Σκέφτηκε ένα χώρο όπου οι αστοί θα μπορούσαν να πίνουν το ποτό τους σαν “αριστοκράτες” και να μιλούν για λογοτεχνία και ποίηση …ενώ πάνω σε μια σκηνή θεάτρου θα διαδραματιζόταν μια ποικιλία από θεάματα από τραγούδι, χορός, ακροβατικά και μικροί μονόλογοι, ο ίδιος εκτός από ιδιοκτήτης θα ήταν εξίσου και ο παρουσιαστής (κονφερασιέ) των θεαμάτων.
Τελικά, το όνειρό του απείχε από την πραγματικότητα. Το 1881 ο Μαύρος Γάτος “Le Chat Noir” ανοίγει τις πόρτες του και μέσα σε δύο μικρά στενά δωματιάκια σερβίρεται πάμφθηνο κρασί, ενώ η κιτς διακόσμηση μόνο σαν παρωδία των αριστοκρατικών σαλονιών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Η διακόσμηση ήταν σε στυλ Ροκοκό, συνδυασμένο με έντονη κακογουστιά. Κεραμικές γάτες σε διαφορετικά μεγέθη διασκορπισμένες παντού, ζωντανές γάτες περιφέρονταν ανενόχλητες ανάμεσα στα τραπέζια, ένα επιβλητικό τζάκι, βαλσαμωμένα ζώα, βαριά έπιπλα, πολύχρωμα αγάλματα και τοιχογραφίες με έντονα τα χρώματα του χρυσού και του ροζ. Οι σερβιτόροι ήταν ντυμένοι σαν ακαδημαϊκοί και σέρβιραν με τήβεννο τα ποτά των πελατών.
Ο πρώτος… πορτιέρης στην ιστορία των πορτιέρηδων ήταν ντυμένος σαν Ελβετός Φρουρός, όπως οι φρουροί που φυλούσαν τον Πάπα, με ύψιστη αποστολή να τρώνε πόρτα ..στρατιωτικοί και παπάδες.
Αυτή η ακραία διακόσμηση των καμπαρέ θα γίνει το σήμα κατατεθέν τους τις επόμενες δεκαετίες. Στην αρχή, αυτό το οποίο ήταν η κακογουστιά του πρώτου ιδιοκτήτη, στη συνέχεια ήταν ένα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού σε μια κοινωνία που το πρωί εμφανιζόταν καθωσπρέπει, κρύβοντας όλες τις ενστικτώδεις επιθυμίες της.
Το πρώτο δωμάτιο ήταν για τους κοινούς πελάτες ενώ το δεύτερο ονομαζόταν “Ινστιτούτο” και φιλοξενούσε τους διανοούμενους και καλλιτέχνες.
Το μαγαζί, τα πρώτα χρόνια, είχε μέτρια απήχηση στο γαλλικό κοινό μέχρι που έγινε στέκι μιας παρέας νέων συγγραφέων και καλλιτεχνών με το όνομα “Υδροπαθείς”, δηλαδή “εκείνοι που τους αρρωσταίνει το νερό” .. Αυτή ήταν μια καλή δικαιολογία να πίνουν μόνο κρασί. Ωστόσο η επιλογή του ονόματος έκρυβε και ένα πιο … επικίνδυνο υπονοούμενο.. Αυτό της Λερναίας Ύδρας ‘’ Η Λερναία Ύδρας της Αναρχίας, της Επανάστασης και των Αστικών Συμβάσεων’’ .
Αρχηγός των “Υδροπαθών” ήταν ο Emile Goudeau, δημοσιογράφος, ποιητής και γερός πότης με iδιαίτερη αδυναμία στην “Πράσινη Νεράιδα” που στόλιζε το μπουκάλι του αψεντίου το οποίο κατανάλωνε σαν νερό.
Κύριες συζητήσεις στο κύκλο των Υδροπαθών ήταν η λογοτεχνία και η ποίηση. Έτος ίδρυσης το 1878, ενώ αρχίζει να σβήνει σιγά- σιγά κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ανάμεσα στους Υδροπαθείς μέσα στα χρόνια συναντάμε γνωστά ονόματα της εποχής με γνωστότερο, στο ευρύ σημερινό κοινό, της ηθοποιού Sarah Bernardt.
Οι δραστηριότητες των Υδροπαθών ήταν αρκετά δημοφιλείς και όλα τα έντυπα της εποχής δε δίσταζαν στις στήλες να περιγράφουν με λεπτομέρειες τι διαδραματίστηκε το βράδυ στο καμπαρέ του Μαύρου Γάτου από αυτή την παρέα. Για λίγο χρονικό διάστημα, οι Υδροπαθείς βγάζουν ένα μικρό έντυπο, κάθε Παρασκευή, το οποίο φιλοξενούσε το πρόγραμμα του: Μικρές ιστορίες της νύχτας, ποιήματα και στίχους τραγουδιών που ακούστηκαν τα περασμένα βράδια και μικρά λογοτεχνικά κείμενα της παρέας των Υδροπαθών.
Ήταν τόση μεγάλη η προσέλευση κόσμου που τα δύο μικρά δωματιάκια του παλιού καμπαρέ δεν τον χωρούσαν. Το μπαρ μεταφέρθηκε σε ένα τριώροφο κτίριο στην 12 Rue Victor–Massé το 1885. Από εκείνη την στιγμή εμφανίζονται στο Μαύρο Γάτο αρκετοί καλλιτέχνες να παρουσιάσουν τα έργα τους. Από ποιητές μέχρι χορευτές.
Η πρόσοψη του κτιρίου χαρακτηρίζεται από την ακραία της διακόσμηση. Φαναράκια νέο-μεσαιωνικού τύπου, σκαλίσματα στους τοίχους, ένας τεράστιο άγαλμα μαύρου γάτου που πίσω του ανατέλλει ένας πελώριος ήλιος, ενώ ένας ακόμη μαύρος γάτος κρέμεται από ένα τεράστιο ασημένιο φεγγάρι στην ταμπέλα του καμπαρέ.
Ο Salis σαν ιδιοκτήτης ήταν αρκετά σφιχτοχέρης. Σκαρφιζόταν διάφορα τεχνάσματα ώστε να μην πληρώνει τους καλλιτέχνες, ενώ πολλές φορές ζητούσε να πληρώσουν οι ίδιοι “την φιλοξενία” τους στη σκηνή του καμπαρέ του. Ενός καμπαρέ που είχε γίνει τόσο γνωστό, που πολλοί ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν για να προβληθούν.
Ήταν μέτριου ύψους, κοκκινοτρίχης, με γκρίζα μάτια και ένα τριγωνικό γένι. Φωνακλάς, υπερβολικά ευγενής, δηκτικός με τους γύρω του όταν χρειαζόταν, φρόντιζε να χαιρετά δια χειραψίας όποιον περνούσε το κατώφλι του καμπαρέ και να κερδίζει τις εντυπώσεις. Με τις συμπάθειες που είχε κατάφερνε να διακωμωδεί όλους τους θαμώνες του καμπαρέ χωρίς να παρεξηγείτε κανείς τους.
Ο κονφερασιέ σαν ρόλος χρωστά πολλά στον ιδιοκτήτη του Μαύρου γάτου. Η επιτηδευμένη ειρωνική ευγένεια του παρουσιαστή πάνω στην σκηνή, καθώς τα νούμερα εναλλάσσονταν, ήταν κάτι που το συναντάμε αργότερα σε όλα τα Καμπαρέ.
Οι πελάτες που αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν το καμπαρέ νωρίς, καθυβρίζονταν από τον ιδιοκτήτη που θα έχαναν το θέαμα, ενώ όσοι έμπαιναν αργότερα απομονωνόταν στα πίσω τραπέζια. Ο Salis αγαπούσε να πειράζει τη πελατεία του. Συχνά ρωτούσε κάποιον που έμπαινε “Επιτέλους κατάφερες να το σκάσεις από την φυλακή;” ή “Αυτή είναι η γυναίκα σού ή η άλλη που μας ήρθες χθες;” ή όταν διέκρινε κάποιον διάσημο της εποχής στα κάτω τραπέζια “Αυτός εκεί μοιάζει με τον τάδε πολύ.. Ω, γαμώτο!”, πρόταση που φαίνεται να μην διστάζει να την πει για τον Βασιλιά Εδουάρδο τον 7ο, πρίγκιπα της Ουαλίας.
Πάνω στην σκηνή του Μαύρου Γάτου πέρασαν εκτός από τραγουδιστές και περίπου 45 θεατρικά έργα σκιών. Ο Henri Rivière, Γάλλος σχεδιαστής με μια ομάδα άνω των 20 ατόμων, ήταν υπεύθυνος για την σχεδίαση και δημιουργία των φιγούρων. Για ένα και μόνο έργο θα χρειαστεί να φτιάξει πάνω από 50 φιγούρες, γεγονός το οποίο δείχνει ότι το καμπαρέ σαν χώρος ξεφεύγει από τα πλαίσια των κοινών εστιατορίων και κέντρων διασκέδασης και γίνεται χώρος όπου οι τέχνες ανθούν με ένα ιδιαίτερο και “αναρχικό” τρόπο. Δεν υπάρχουν όρια και formalité.
Νέοι λογοτέχνες σκαρφίζονται ποιήματα και τραγούδια κατά της εξουσίας, τα μικρά σκετσάκια σατιρίζουν τα ήθη της εποχής και καλλιτέχνες βρίσκουν καταφύγιο ώστε να εξασκήσουν την τέχνη τους ελεύθερα χωρίς φόβο λογοκρισίας.
Καινοτομία της εποχής ήταν η εισαγωγή ενός πιάνου όταν οι υπόλοιποι χώροι διασκέδασης δεν είχαν παρά λαϊκά όργανα ή και καθόλου.
Την δεκαετία του 1890, ο Salis δημιουργεί την εταιρεία διασκεδαστικών θεαμάτων “Μαύρο Γάτος” και ουσιαστικά εκμεταλλεύεται την φήμη του ώστε να κλείνει ακροβάτες, θιάσους και τραγουδιστές να περιοδεύουν ανά την Γαλλία εισπράττοντας ο ίδιος το χρήμα και οι υπόλοιποι την δόξα.
Σε αυτές τις περιοδείες εμφανίζεται για πρώτη φορά η γνωστή αφίσα με το μαύρο γάτο σχεδιασμένη από τον Theophile–Alexandre Steinlen.
Το 1897, ο Salis πεθαίνει από φυματίωση και αργότερα το καμπαρέ κλείνει ενώ το χιουμοριστικό ομώνυμο έντυπο παραμένει ζωντανό με την συμβολή των Υδροπαθών μέχρι το 1899.