Η κόκκινη Πότα των νησιών της εξορίας «Αν γινόταν χούντα σήμερα στην Ελλάδα, πάλι εμένα θα έπιαναν πρώτη!»
«Και χίλιες φορές να έπρεπε να πεθάνω, θα πέθαινα για τους ξεβράκωτους. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα. Γι’ αυτούς πάλεψα και παλεύω. Δεν είμαι με την πλευρά των βρακωμένων».
Τη γνώρισα το 1998, στα γυρίσματα μιας εκπομπής μου στη Μακρόνησο. Είχα ακολουθήσει τότε μια μεγάλη συντροφιά παλιών εξόριστων που επέστρεφαν στο νησί των βασανιστηρίων τους. Το ταξίδι ήταν οργανωμένο από την «Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου», πενήντα ένα χρόνια από την ίδρυση και τη λειτουργία του στρατοπέδου.
Όλοι στο καράβι μού μιλούσαν για την Πότα Κακκαβά. Άρχισα να την ψάχνω. Όταν τη βρίσκω, με πιάνει από το μανίκι και επιλέγει να γίνουν οι συστάσεις μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο:
«Πρόσεχε καλά αυτό το χώμα που πατάς. Σεβάσου κάθε πέτρα, κάθε αγκάθι και κάθε λιθαράκι αυτής της γης. Έχουν επάνω τους το αίμα μας! Εδώ σταυρωθήκαμε! Εγώ είμαι η Πότα Κακκαβά».
Πρέπει να ήταν γύρω στα 65 τότε. Αγέρωχη, μαχητική, νευρώδης, αεικίνητη, πολυλογού και με χιούμορ.
Την ξαναβρήκα αυτές τις μέρες, ύστερα από 22 χρόνια. Αυτή η γυναίκα, που με τη στάση της έχει διεμβολίσει τον χρόνο, κατακτώντας μια θέση στην ιστορία των αγώνων αυτού του τόπου, είναι σήμερα στα 88 της, ακόμη πιο δυναμική από τότε. Με ισχυρή άποψη, πείσμα και τον ίδιο πάντα χαμογελαστό τσαμπουκά.
Στη Μακρόνησο κρατήθηκαν και βασανίστηκαν πάνω από 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί. Ανάμεσά τους και 300 παιδιά. Το 1950 πήγαν εκεί και γυναίκες. Η Πότα πρώτη και καλύτερη. Και στο ξύλο πρώτη. Έμπαινε πρώτη στη σειρά, να τρώει το περισσότερο και να προστατεύει όσο μπορούσε τις υπόλοιπες.
Η περιπέτειά της ξεκινάει στα Καλύβια της Καλαμάτας. Είναι 3 Φεβρουαρίου του 1948. Τρίτη, 3 το μεσημέρι. Είναι η πρώτη φορά που τη συλλαμβάνουν. Είναι μικρό κορίτσι και περνάει στρατοδικείο. Ο βασιλικός επίτροπος, όταν διαπιστώνει πόσο θαρραλέα και αγέρωχα τα αντιμετωπίζει όλα και όλους, λέει χαρακτηριστικά: «Αυτή δεν είναι κορίτσι, αυτή είναι ο ίδιος ο αρχηγός της Καμόρα».
Καταδικάζεται σε θάνατο. Ο φιλοβασιλικός πατέρας της κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό. Τρία παιδιά τού είχαν απομείνει από τα έξι που είχε, και τα τρία κομμουνιστές. Είπε, για να τη γλιτώσει και φυσικά εν αγνοία της, ότι η μικρή αποκηρύσσει τον κομμουνισμό! Καταφέρνει μ’ αυτόν τον τρόπο να μην την εκτελέσουν. Όταν, όμως, εκείνη το μαθαίνει, γίνεται θηρίο. Διευκρινίζει με τον γνωστό πληθωρικό της τρόπο ότι είναι αμετακίνητη στις ιδέες και στα πιστεύω της και άμα θέλουν ας την εκτελέσουν.
Λίγο αργότερα, η Πότα παίρνει τον δρόμο για την εξορία. Πρώτα Χίος, μετά Τρίκερι, Μακρόνησος και πάλι Τρίκερι. Κάποια στιγμή, χρόνια μετά, «παραθερίζει» και στη Γυάρο. Συλλαμβάνεται την πρώτη μέρα της χούντας στην Καλαμάτα, μία γυναίκα ανάμεσα σε 750 άντρες . Εκεί, ο Ρίτσος, κάθε φορά που ανταμώνουν, τη χαιρετάει: «Γεια σου, Καλαματιανάκι!».
«Θυμάμαι, δυο μέρες πριν, σε μια συγκέντρωση στο Μαρούσι, που ο Λεωνίδας Κύρκος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, όταν χτυπιόμουν για να τον πείσω ότι ετοιμάζεται δικτατορία στην Ελλάδα, ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια πιθανότητα και ότι εμείς δεν θα επιτρέψουμε ποτέ κάτι τέτοιο».
Όλο αυτό το λέει σχεδόν μονολογώντας.
«Να σου πω κάτι;» μου λέει μετά, γελώντας. «Αν γινόταν χούντα σήμερα στην Ελλάδα, πάλι εμένα θα έπιαναν πρώτη!»
ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
— Από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της, πόσες φυλακές και τόποι εξορίας υπήρχαν; Θυμάσαι;
Φυσικά και θυμάμαι, ξεχνιούνται ποτέ αυτά; Είχαμε 49 φυλακές και 35 τόπους εξορίας. Όμως πρέπει να υπολογίσεις και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων που χρησιμοποίησε ο αστικός στρατός, αλλά και τα κρατητήρια της Χωροφυλακής και της Ασφάλεια, απ’ όπου περάσαμε και ανακριθήκαμε χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι.
— Υπήρξαν και 21 νοσοκομεία στα οποία κρατούνταν ασθενείς αγωνιστές;
Βέβαια, πρόσθεσε και 21 νοσοκομεία-φυλακές, όπως το «Σωτηρία» και το «Άγιος Παύλος».
— Πες μου έναν στίχο που καθρεφτίζει απολύτως τη Μακρόνησο;
Θα σου πω κάτι που έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που σκέφτομαι τα βράχια όπου τουφεκίστηκαν οι 300 αγωνιστές του Α’ Τάγματος. Είναι του Ρίτσου:
… τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά
ξεκολλημένα μαζί με το πετσί
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου
που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση
• • • • •
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΞΕΒΡΑΚΩΤΟΥΣ
Το ανήλικο πεισματάρικο κορίτσι από την Καλαμάτα, που βασανίστηκε όσο κανένα σ’ εκείνες τις ματωμένες πέτρες των ξερονησιών και στου Αβέρωφ, δεν σταμάτησε στιγμή να πιστεύει ότι είχε νόημα ο αγώνας για έναν δίκαιο κόσμο. «Και χίλιες φορές να έπρεπε να πεθάνω», λέει, «θα πέθαινα για τους ξεβράκωτους. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα. Γι’ αυτούς πάλεψα και παλεύω. Δεν είμαι με την πλευρά των βρακωμένων».
Μιλάει με πάθος, δυνατά και με μια απέχθεια στις τελείες, ασχέτως του αν εγώ τις προσθέτω στο κείμενο. Έζησε σε μια άγρια εποχή, που η χώρα ήταν μια απέραντη φυλακή.
Στη Μακρόνησο κρατήθηκαν και βασανίστηκαν πάνω από 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί. Ανάμεσά τους και 300 παιδιά. Ήταν η εποχή που έχει ανακοινωθεί ήδη το Σχέδιο Μάρσαλ και διακηρυσσόταν το Δόγμα Τρούμαν. Το 1950 πήγαν εκεί και γυναίκες. Η Πότα πρώτη και καλύτερη. Και στο ξύλο πρώτη. Έμπαινε πρώτη στη σειρά, να τρώει το περισσότερο και να προστατεύει όσο μπορούσε τις υπόλοιπες.
«Για εμάς τις γυναίκες», λέει, «η επιβίωση στη Μακρόνησο ήταν ακόμα πιο δύσκολη, αφού οι ξυλοδαρμοί ήταν καθημερινοί και άγριοι, άλλο αν εγώ προσπαθούσα να μην αποχωρίζομαι το χοντρό παλτό μου, για να πονάω λιγότερο από τις ροπαλιές και τον βούρδουλα».
«Δεν αρμόζουν οι αλυσίδες του κομμουνισμού στα χέρια σας, οι γυναίκες γεννηθήκατε για να αγαπάτε, όχι για να μισείτε» μας φώναζαν από τα μεγάφωνα, ανάμεσα σε εμβατήρια, όταν φτάσαμε στη Μακρόνησο. Κατάλαβες; Ξεφτίλιζαν ακόμα και την Αντιγόνη.
— Τι είδους τέρατα ήταν οι βασανιστές σας;
Οι αλφαμίτες ήταν πρώην δηλωσίες. Φοβισμένοι, και γι’ αυτό τόσο βίαιοι και λυσσασμένοι. Ένας, μάλιστα, ήταν απ’ τα μέρη μου. Ήμουν στην ίδια σκηνή με την ηθοποιό Αλέκα Παΐζη. Ήταν μπροστά όταν του έλεγα πως μια ζωή θα ‘ναι σκουλήκι που θα σέρνεται κι αυτός τότε μου ζητούσε να βγάλω το παλτό και με χτυπούσε με μανία παντού. Εγώ ούτε φώναζα, ούτε έπεφτα κάτω κι όταν μ’ έριχνε, ξανασηκωνόμουν. Του έλεγα πως κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή που θα βρεθούμε έξω και όταν τον πιάσω στα χέρια μου, θα ξηγηθούμε μια και καλή… Ήμουν 18 χρονώ τότε.
— Και; Έτυχε να τον ξαναδείς;
Ναι. Τον συνάντησα μετά από χρόνια, στην Καλαμάτα, αυτόν τον συγκεκριμένο αλφαμίτη, τον βασανιστή μου. Τον είδα ξαφνικά μπροστά μου (είχε μια αξίνα στην πλάτη) σ’ έναν γάμο που ήμουν κουμπάρα. Μόλις κατάλαβε ποια είμαι, πάγωσε!
— Κι εσύ τι έκανες;
Τι να κάνω; Τον κάλεσα στο τραπέζι μου για να τον κεράσω.
— Λες αλήθεια τώρα;
Ρώτα όλη την Καλαμάτα να σ’ το πει. Μάλιστα, όταν με είδε και με κατάλαβε, έσκυψε το κεφάλι από ντροπή κι έμεινε ακίνητος. Τότε τον απείλησα: «Κώστα Σταθόπουλε», του λέω, «σήκω κι έλα να πιεις μαζί μας, πριν πω στον πατέρα μου ότι εσύ είσαι αυτός που βάραγε το παιδί του και έρθει εδώ να σου σπάσει το κεφάλι».
— Ήρθε τελικά;
Αν ήρθε; Τσακίστηκε. Ήρθε και ήπιε στην υγειά μου. «Στην υγειά σου, Πότα, πάντα άξια» μου είπε κι εγώ του απάντησα: «Εγώ το ξέρω, κοίτα να το μάθεις κι εσύ».
• • • • •
ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΑΣΩΤΩΝ!
Μου θυμίζει αυτά που έλεγε ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν έδινε συγχαρητήρια στους επιτελείς των ταγμάτων στη Μακρόνησο, στους αρχιβασανιστές δηλαδή: «Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο. Στο ξερονήσι αυτό, υπέροχον σχολείον αναβαπτίσεως των ασώτων υιών του έθνους, εβλάστησεν σήμερον η Ελλάς ωραιοτέρα παρά ποτέ».
Η Πότα μου υπενθυμίζει με δυνατή φωνή: «Κοίτα να μην ξεχνάς ποτέ ότι η αστική τάξη, μέχρι τις αρχές του 1947, είχε μαντρώσει σχεδόν 6.000 κρατούμενους στα νησιά της εξορίας και άλλες εντεκάμισι χιλιάδες σε φυλακές και στρατόπεδα, που περίμεναν την εκτόπισή τους. Ξέρεις τι άλλα έλεγαν σ’ εμάς τις γυναίκες από τα μεγάφωνα με τις αγριοφωνάρες τους; Ούρλιαζαν: «Δύο χιλιάδες βρωμογύναια δεν θ’ αλλάξετε την ιστορία της Ελλάδας. Πετάξτε από τα χέρια σας τις βαριές αλυσίδες του κομμουνισμού. Αλλιώς εδώ θα πεθάνετε όλες».
Έπαιρναν παιδιά από τις μάνες, που τις θεωρούσαν ανάξιες να τα μεγαλώσουν, για να τις εκβιάσουν να υπογράψουν.
— Οι θυσίες και οι αγώνες σας θεωρείς πως δικαιώθηκαν;
Εμείς, όταν αποφασίσαμε τους αγώνες μας, δεν περιμέναμε προσωπική δικαίωση. Εμείς αγωνιζόμασταν για τις ιδέες μας και για το κοινό καλό. Είμαστε παγκόσμιοι άνθρωποι. Αυτό δηλώνω εγώ, είμαι παγκόσμιος άνθρωπος. Για το γενικό καλό νοιαζόμαστε εμείς. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, σκύψαμε με τη θέλησή μας για να πατήσετε πάνω μας εσείς και να προχωρήσετε. Με τον εαυτό μας, μέσα μας, είμαστε δικαιωμένοι, έχουμε κάνει το καθήκον μας.
Ξέρεις γιατί έγινε τότε όλο αυτό; Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, σε συνεργασία με το ελληνικό αστικό κράτος, προσπάθησαν να εξουδετερώσουν το λαϊκό κίνημα, να μην υπάρχουν μέσα στον στρατό δυνάμεις που θα δημιουργούσαν εξεγέρσεις. Ήθελαν, πάνω απ’ όλα, να μην έχει ο Δημοκρατικός Στρατός πολύτιμες εφεδρείες και να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες υπογραφές δηλώσεων αποκήρυξης του ΚΚΕ και της ιδεολογίας του, ώστε να επηρεαστεί αρνητικά ο κόσμος.
— Τι θυμάσαι από το περιβόητο Κόκκινο Τάγμα;
Αυτό ήταν το Α’ Τάγμα, που το έλεγαν και «Κόκκινο», και εκεί κρατούνταν οι πιο επικίνδυνοι οπλίτες, στο Β’ Τάγμα ήταν οι «συμπαθούντες» και στο Γ’ οι «ύποπτοι».
Ειδικά στο πρώτο, η βία και τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια ήταν μια φριχτή καθημερινότητα, που πάει να πει ξύλο με σύρματα, με καδρόνια και ξύλα μπαμπού. Έκαναν φάλαγγα, ψυχρολουσίες, υποχρέωναν τους κρατούμενους να είναι ακίνητοι επί ώρες στον ήλιο και στο κρύο, τους έκαιγαν με πυρωμένα σίδερα και τσιγάρα, τους κρατούσαν ακόμη και μέρες όρθιους, τους έβαζαν να κουβαλάνε τεράστιους βράχους, και όλα αυτά για να τους κάνουν να αποκηρύξουν τις ιδέες τους. Υπήρχαν φορές που δεν έδιναν φαγητό για 12 μέρες.
— Ποιο ήταν το πιο μελανό σημείο αυτού του «μεγάλου σχολείου της Εθνικής Αναμορφώσεως», όπως το έλεγε ο στρατηγός Βεντήρης;
Ποιο άλλο; Η ομαδική σφαγή το 1948, στο πρώτο τάγμα, περισσότερων από 300 φαντάρων. Τότε μιλούσαν από το ΓΕΣ και τις εφημερίδες τους τάχα για «στάση» αυτών των παιδιών. Τα κουφάρια τους τα πέταξαν στη θάλασσα μέσα σε συρμάτινα δίχτυα. Μαρτυρίες αναφέρουν πως ήταν 350 οι νεκροί και πολλοί οι ομαδικοί τάφοι στο Λαύριο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ούτε τη χαράδρα των βασανιστηρίων, ούτε το ξεροπήγαδο όπου έβαζαν φωτιά και έκαιγαν τα βιβλία, ούτε τον καταυλισμό για τους ανθρώπους που είχαν χάσει τα λογικά τους από τα βασανιστήρια.
— Είναι αλήθεια ότι την πρώτη μέρα της Μεταπολίτευσης, και πριν νομιμοποιηθεί το ΚΚΕ, άνοιξες τα πρώτα γραφεία του κόμματος στην Καλαμάτα;
Βέβαια και είναι αλήθεια. Έβαλα και μια μεγάλη κόκκινη σημαία να ανεμίζει, να τα βλέπουν όλοι.
— Από τότε δραστηριοποιείσαι στις οικοδομικές επιχειρήσεις της οικογένειάς σου;
Ναι. Δεν σταμάτησα να εργάζομαι.
— Πρωτοστατείς ακόμη στον αγώνα για τη δικαίωση των σφαγιασθέντων στην Καλαμάτα από τους ναζί…
Είναι καθήκον μου. Για να ξέρεις, μετά την Κατοχή, τη δεκαετία του ’50, αν είχαν σκοτώσει μέλη της οικογένειάς σου Γερμανοί και ταγματασφαλίτες, και τα θύματα και εσύ ήσασταν… προδότες. Οι ζωντανοί, δε, ήταν κομμένοι από παντού. Έκοβαν συντάξεις, μας έπαιρναν τα βιβλιάρια και κανείς από την οικογένεια του σκοτωμένου «προδότη» δεν έβρισκε δουλειά. Όσο για τα θύματα της Κατοχής, τους σφαγιασθέντες της Καλαμάτας, επίσημα έλεγαν πως είναι 30-40. Εμείς τους βρήκαμε εκεί όπου τους είχαν παραχώσει και αποδείξαμε πως είναι πάνω από 500. Για την ακρίβεια, 534.
— Μετάνιωσες που δεν έκανες οικογένεια;
Ούτε στιγμή. Έβλεπα τη μάνα μου πώς σπάραζε για τα παιδιά της, έβλεπα τις συγκρατούμενές μου πώς ούρλιαζαν όταν τους έπαιρναν τα δικά τους, ζούσα τον πόνο των μανάδων μπροστά στα σκοτωμένα παλικάρια τους κι έτσι το αποφάσισα από νωρίς, «εγώ μάνα δεν θα γίνω ποτέ!».
— Τι είναι αυτό που σε νοιάζει τώρα;
Η Ιστορία ήταν για μας κακιά μητριά κι εμείς τα ξενοπαίδια της. Γράφτηκε όπως βόλευε κάποιους. Πρέπει να ψάξετε και να μάθετε όλη την αλήθεια. Ο καπιταλισμός αγριεύει κάθε μέρα και πιο πολύ, καταργεί δικαιώματα που κερδίσαμε με αίμα, ισοπεδώνει λαούς. Μόνο από τα νέα παιδιά περιμένω φως. Μόνο αν καταλάβουν καλά τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει γύρω μας, αν αποφασίσουν να κινητοποιηθούν, μπορεί κάτι ν’ αλλάξει. Μέχρι τότε εγώ θα είμαι συνέχεια εδώ. Μάχιμη!
• • • • •
Δεν έχω ιδέα τι επίλογος της ταιριάζει. Σκέφτομαι μόνο πως θα ήθελα να είμαι μια κομμουνίστρια σαν κι αυτήν.
Σεμίνα Διγενή – Πηγή: Lifo.gr