Η Μάνα η εξόριστη… (Το Τρίκερι)
Να, το κοριτσάκι στην παραλία, που καρτεράει. Να κι η Μάνα στη βάρκα, που τη φέρνει στο παιδί της. Η Μάνα η εξόριστη. Η θαλασσοδαρμένη. Η αναιμικιά. Η στερημένη. Η πέρδικα, που λαχταράει το περδικόπουλό της. Να, τέσσερα μάτια, που κοιτιώνται δακρυσμένα από μακριά. Που τρώνε το πέλαγο.
Το νησί Τρίκερι (νομός Μαγνησίας) υπήρξε τόπος εξορίας, από το 1947 έως το 1953, κατά κύριο λόγο γυναικών, μελών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΔΣΕ. Τον Σεπτέμβρη του 1949 κρατούνταν εκεί περίπου 5.000 γυναίκες μαζί με τα 235 παιδιά τους, ζώντας στριμωγμένοι σε τρύπιες σκηνές, χωρίς στρώματα, ρούχα, παπούτσια. Στερούνταν ακόμα και την τροφή, το νερό, το γιατρό, τα φάρμακα.
Το 1949 η Χωροφυλακή παρέδωσε το στρατόπεδο στο στρατό, ο οποίος ενίσχυσε τα τρομοκρατικά μέτρα και τα καψόνια. Αφαιρούσαν από τις εξόριστες ακόμα και τα χρήματα, τα δέματα και τα γράμματα που έστελναν οι οικογένειές τους.
Τον Γενάρη του 1950 το Τρίκερι υπάχθηκε στον «Οργανισμό Αναμόρφωσης Μακρονήσου». 1.200 γυναίκες μαζί μετά παιδιά τους μεταφέρθηκαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου όπου υπέστησαν ανείπωτα βασανιστήρια.
Τον Ιούλη του 1950, λόγω της διεθνούς κατακραυγής ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άρχισε η σταδιακή απόλυση εξόριστων γυναικών από το Τρίκερι και ολοκληρώθηκε τον Απρίλη του 1953. Οι τελευταίες 19 «αμετανόητες» εξόριστες μεταφέρθηκαν στον Άη Στράτη.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί χρονογράφημα του Νίκου Παπαπερικλή και εμπεριέχεται στο βιβλίο του «Αντίλαλοι της ζωής» (εκδ. Γιάννη Μουρλά, χ.χ.), μαζί με άλλα χρονογραφήματα του Νίκου Παπαπερικλή, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Η Αυγή», «Αλλαγή» και αλλού.
Το Τρίκερι
Οι άνθρωποι έχουν καρδιά. Φαντασία. Αισθήματα.
Μάτια που γελούν. Που δακρύζουν. Έχουν κάτι τις, που δεν υπάρχει μέσα στ’ άλλα πλάσματα της φύσης. Έχουν την ανθρωπιά. Κι αυτό κτίζει κόσμους. Κι αν λείπει αυτό γκρεμίζονται, είναι ψυχροί, παγωμένοι, νεκροί. Δεν έχει νόημα η ζωή του ανθρώπου. Δεν έχει θέρμη η μιλιά του. Δεν έχει παλμό και γλύκα, οι λόγοι και τα έργα του, χωρίς ανθρωπιά, είναι αντίλαλοι στο χάος. «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω» … «Κύμβαλον αλαλάζον», ο άνθρωπος.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τις δεκαεφτά γυναίκες που μείναν στο Τρίκερι. Μόνον η σκηνή της παιδούλας, που καρτερούσε τη Μάνα της χρόνια. Που θα ριχνόταν στο λαιμό της. Μόνον αυτή η σπαραχτική σκηνή, έφτανε στον αρμόδιο υπουργό, ν’ ανοίξει διάπλατα το στρατόπεδο. Ν’ απολύσει τις γυναίκες. Να σβήσει μια ντροπή στη χώρα μας. Το Τρίκερι…
Να, το κοριτσάκι στην παραλία, που καρτεράει. Να κι η Μάνα στη βάρκα, που τη φέρνει στο παιδί της. Η Μάνα η εξόριστη. Η θαλασσοδαρμένη. Η αναιμικιά. Η στερημένη. Η πέρδικα, που λαχταράει το περδικόπουλό της. Να, τέσσερα μάτια, που κοιτιώνται δακρυσμένα από μακριά. Που τρώνε το πέλαγο. Κι αράζει η βάρκα. Και ρίχνεται η Μάνα στην ακροθαλασσιά. Και χύνεται στην αγκάλη της η παιδούλα, η Ροδούλα…
– Μανούλα! Μανούλα μου!
– Κοπελίτσα μου… Λεμονίτσα μου!
– Γιατί Μανούλα, τόσο άργησες;
– Άργησα χρυσό μου… Πόνεσα πολύ…
– Α! δε θα φύγεις πια… Δε θα φύγεις…
Πού να φύγει, δαχτυλάκια μου παγωμένα, έτσι που τη σφίξατε στο λαιμό της, στο στήθος της. Πού να φύγει, ματάκια μου, που τρέχετε βρύσες, βρυσούλες το δάκρυ… Πού να φύγει, που σε φιλάει στα χεράκια, στις φουχτίτσες, στ’ αφτάκια σου, στις μικρές πατούσες των ποδαριών σου, στο λαιμάκι σου, που λέπτυνε σα μίσχος λουλουδιού… Και δε χορταίνει φιλιά.
– Κι αν θα φύγει, Λεμονίτσα μου, κι αν θα την ξεριζώσουν απ’ τα χεράκια σου, θα ’ναι πάλι για να μην αρνηθεί τον εαυτό της. Για να μη σε κάνει αύριο σα μεγαλώσεις, Λεμονίτσα μου, να χαμηλώνεις το κεφάλι.
Λυγμός και χάδι. Δάκρυ και φιλί. Σπαραγμός και χαρά. Πόσες νύχτες στ’ ανεμόδαρτο νησί δεν το βλέπει στον ύπνο της. Ν’ απλώνει τα χεράκια του. Να θέλει να τ’ αγκαλιάσει και να μη μπορεί. Να τη χωρίζει ένα πέλαγο φουρτουνιασμένο. Και να το νανουρίζει μέσα στο μούγγρισμα του βοριά, που κάνει τα σχοινιά του τσαντιριού της να σφυράνε, να ουρλιάζουν σα λυσσασμένα σκυλιά…
Φύσα αγεράκι δροσερό
μες στων δέντρων τα φύλλα,
πάρε τα ρόδια απ’ τη ροδιά
κι απ’ τη μηλιά τα μήλα
και φερτά στο παιδάκι μου…Και να ξυπνάει έρημη μέσα στο σκοτεινό τσαντίρι. Και να μουσκεύει το μαξιλάρι της στο δάκρυ… Ε! Κύριε, κύριε! Αυτή τη γυναίκα κρατάς. Ή μήπως φοβάσαι – λέω – σαν ανταμώσει με τη Λεμονίτσα της, «από κοινού συμφέροντος ορμώμενες, ανατρέψουν το καθεστώς»; Μα εκείνο είναι βρέφος. Κι εκείνη μικρομάνα. Και τα ποδαράκια της Λεμονίτσας λεπτύνανε πολύ. Και τα ματάκια της μεγάλωσαν τρομαχτικά. Καλά, κύριε υπουργέ, εσύ δεν χουχούλισες τη φουχτίτσα του παιδιού σου, καμιά φορά; Δεν του ’κανες στην κούνια του «τζααα»; Πόσο βαραίνει αυτό το έρημο το Τρίκερι! Πόσο ρίχνει τους δεσμοφύλακές του! Να ’χουνε μέσα σε σύρμα αγκαθωτό, γυναίκες. Να φυλάνε με το όπλο «προτείνατε» κοπελίτσες. Να φοβούνται – Θε και Κύριε! – γριούλες. Να τις ζητούνε μετάνοια, μεγαλοσαρακοστιάτικα. Και κείνες να σταυροκοπιούνται με απορία:
– …Παιδάκι μου, εσύ είσαι χωροφύλακας. Δεν είσαι παπάς… Και να ’ναι όλες οι γυναίκες… αριθμός 17! Άρρωστες. Φτωχές. Απροστάτευτες. Έ…Όχι!
Ο Νίκος Παπαπερικλής γεννήθηκε το 1908, στην Προποντίδα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δουλεύοντας σαν εργάτης έβγαλε το Γυμνάσιο και σπούδασε Νομικά. Το 1928 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και δημοσιογραφεί στο Ριζοσπάστη, και το 1930 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Κατά τη δικτατορία του Μεταξά, το 1936, εξορίζεται στον Αη Στράτη, στην Ακροναυπλία και έπειτα στο στρατόπεδο Λάρισας. Ξανά διωγμοί και εξορίες, στον εμφύλιο, στη Γυάρο και τη Μακρόνησο.
Τη δεκαετία του 1950 δημοσιογραφεί στις εφημερίδες «Αυγή» και «Προοδευτική Αλλαγή» και ξαναεξορίζεται στον Αη Στράτη. Στα χρόνια της χούντας δούλεψε στο ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας». Μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι το θάνατό του, στις 22 του Γενάρη 1988), υπέγραφε το χρονογράφημα του Ριζοσπάστη, ως «Νίκος Φιλικός». Στο ενεργητικό του είχε αρκετά πεζογραφικά βιβλία.
Εκτός από το ψευδώνυμο «Φιλικός», με το οποίο υπέγραφε το χρονογράφημα στο μεταπολιτευτικό Ριζοσπάστη, υπέγραφε κείμενά του και με διάφορα ψευδώνυμα: «Νίκος Γλαύκος» στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, «Ειρηνικός» στην προδικτατορική «Αυγή» και «Ορέστης» στη «Φωνή της Αλήθειας» στη διάρκεια της χούντας.
*Εικόνα: Μικρό τετράδιο με αποξηραμένο φυτό και δελτάριο, 1951 – Πηγή εικόνας: “Οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)