Η παρέλαση των ηττημένων – Όταν ο Στάλιν ταπείνωνε 60.000 Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου στη Μόσχα
Ήταν τα επινίκια μετά την επιτυχή κατάληξη της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν, που επέφερε στη Βέρμαχτ το βαρύτερο πλήγμα στη στρατιωτική ιστορία της Γερμανίας.
Κάθε 9 Μάη η ανθρωπότητα γιορτάζει τη συντριβή του φασιστικού τέρατος, χάρη στην πάλη των λαών σε όλες τις χώρες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την αποκρουστική του όψη, αλλά και με την καθοριστική συμβολή του Κόκκινου Στρατού και των Σοβιετικών πολιτών γενικότερα.
Σχεδόν ένα χρόνο πριν την οριστική νίκη, ήδη τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν κρίνει τον πόλεμο στην επικράτεια της ΕΣΣΔ, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στο ναζιστικό στρατόπεδο. Πιο συγκεκριμένα, στις 22 Ιούνη, ο Κόκκινος Στρατός είχε ξεκινήσει την επιχείρηση Μπαγκρατιόν, προς τιμήν του ομώνυμου ήρωα του πολέμου κατά του Ναπολέοντα το 1812. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου της Βέρμαχτ είχε καταρρεύσει, χάνοντας ως τις 10 Ιούλη 260.000 άνδρες, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έπεσαν στη διάρκεια της σοβιετικής αντεπίθεσης που ακολούθησε. Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση Μπαγκρατιόν αποτελεί τη βαρύτερη ήττα σε ολόκληρη τη γερμανική στρατιωτική ιστορία
Αποκομμένοι από τον ανεφοδιασμό και διατεταγμένοι από το Χίτλερ να κρατήσουν τις θέσεις τους, υποτίθεται ως κυματοθραύστης των εχθρικών στρατευμάτων, οι Γερμανοί στρατιώτες βρέθηκαν στο έλεος του ασταμάτητου Κόκκινου Στρατού.
Τα υπολείμματα 13 μεραρχιών στράφηκαν προς τον ποταμό Μπερεσίνα, απ’όπου 122 πριν είχε περάσει και ο Ναπολέοντας, που σε εκείνη τη φάση είχε κατορθώσει να διασχίσει με μικρές απώλειες τις λιγοστές γέφυρες με τις δυνάμεις του. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο για τα ναζιστικά στρατεύματα, που σφυροκοπούνταν από τη σοβιετική αεροπορία, την ώρα που η Λουφτβάφε είχε προ πολλού εξουδετερωθεί. Αλλά και στην ξηρά κατέφταναν νέες σοβιετικές δυνάμεις διαρκώς, εγκλωβίζοντας τους Γερμανούς στρατιώτες, αλλά και ντόπιους συνεργάτες τους, που έβρισκαν επιτόπου την τύχη που τους άξιζε.
Παρόλαυτα, ήταν κυρίως χάρη στη βοήθεια ουκρανικής καταγωγής δοσιλόγων στην Ανατολική Πολωνία, που περίπου 15.000 Γερμανοί στρατιώτες κατόρθωσαν τελικά να υποχωρήσουν σώοι προς δυσμάς.
Παρά το θρίαμβο του Κόκκινου Στρατού, η στρατιωτική ηγεσία δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένη, θεωρώντας «εκπληκτικά αργή και ανοργάνωτη την εξουδετέρωση των εγκλωβισμένων αντίπαλων στρατευμάτων», λόγω της «άβουλης και αναποφάσιστης δραστηριότητας ορισμένων διοικητών», όπως σημείωνε ο στρατηγός Ζαχάροφ.
Αυτό όμως δε μείωνε σε τίποτε την τεράστια σοβιετική επιτυχία, χάρη στην οποία απελευθερώθηκαν μεγάλες εκτάσεις, που είχαν υποφέρει πολύ κάτω από το ναζιστικό ζυγό, όπως η Λευκορωσία και το μεγαλύτερο μέρος των βαλτικών σοβιετικών δημοκρατιών.
Μετά τη μάχη, ο Στάλιν έδωσε εντολή για τη διεξαγωγή της «Παρέλασης των ηττημένων» στη Μόσχα, διατάσσοντας τη μεταφορά του μέγιστου δυνατού αριθμού αιχμαλώτων στη σοβιετική πρωτεύουσα. Με τον τρόπο αυτό, ο ηγέτης της ΕΣΣΔ επεδίωκε να στείλει μήνυμα με πολλούς αποδέκτες: Αφενός στους δυτικούς συμμάχους του, που μετά την απόβαση στη Νορμανδία έμεναν πολύ πίσω από τους στρατιωτικούς στόχους στους οποίους είχαν δεσμευτεί έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας ήδη εξάλλου κωλυσιεργήσει επίτηδες στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη. Αφετέρου στους συμμάχους της Γερμανίας, Φινλανδία, Ουγγαρία και Ρουμανία, προειδοποιώντας για την τύχη που περίμενε του στρατιώτες τους σε περίπτωση που ενέμεναν στη συμμαχία με το Χίτλερ.
Ως ημερομηνία της πομπής ορίστηκε η 17η Ιούλη 1944. Χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες, περίπου 60.000 Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου διέσχισαν τους δρόμους της Μόσχας, περπατώντας με δυσκολία λόγω των κακουχιών. Παρά τη σχετικά μικρή απόσταση που είχαν να διανύσουν ως το Κρεμλίνο, δεν έκαναν λιγότερο από 90 λεπτά. Τους συνόδευαν στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού με ξιφολόγχες, αλλά και έφιπποι κοζάκοι. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, με υψωμένες γροθιές τους χλεύαζε και τους αποδοκίμαζε και ορισμένοι πετούσαν αντικείμενα, ωστόσο από το στρατό αποτράπηκαν πολλές απόπειρες λιντσαρίσματος των αιχμαλώτων. Μετά το τέλος της πορείας, οι Γερμανοί στρατηγοί κρατήθηκαν σε φυλακές της Μόσχας, ενώ οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι βρέθηκαν σε διάφορα σοβιετικά στρατόπεδα.
Η συντριβή της Ομάδας Στρατιάς Κέντρου είχε μία ακόμα παράπλευρη συνέπεια. Ήταν η αφορμή για να πάρουν την απόφαση συντηρητικοί, αλλά αντιχιτλερικοί αξιωματικοί υπό τον Χένινγκ φον Τρέσκοφ να εκτελέσουν το Χίτλερ στις 20 Ιούλη 1944, απόπειρα που προσπάθησε ανεπιτυχώς να πραγματοποιήσει ο Κλάους Σενκ φον Στάουφενμπεργκ. Νωρίτερα, ο Τρέσκοφ τον είχε παρακινήσει στην πράξη λέγοντάς του: «Η δολοφονία πρέπει να γίνει, ό,τι κι αν κοστίσει. Αν δεν πετύχει, πάλι πρέπει κάτι να γίνει στο Βερολίνο. Γιατί πλέον το θέμα δεν είναι ο πρακτικός στόχος, αλλά ότι το γερμανικό αντιστασιακό κίνημα ενώπιον του κόσμου και της ιστορίας τόλμησε την αποφασιστική ζαριά. Όλα τ’ άλλα μπροστά σε αυτό είναι αδιάφορα».