Η στρατηγική του ΚΚΕ στη δικτατορία 1967 – 1974
Ο αδιαμφισβήτητος ηρωικός ρόλος του Κόμματος στην πάλη κατά της στρατιωτικής δικτατορίας δεν πρέπει να βάλει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι το ΚΚΕ ακολουθούσε από πριν λαθεμένη στρατηγική, η οποία εκδηλώθηκε αναπόφευκτα και στη δικτατορία, στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών, στη γραμμή συσπείρωσης, καθώς και στο τι έπρεπε να επιδιώξει ο λαός για την ανατροπή της χούντας και μετά απ’ αυτήν.
Από την πρώτη στιγμή επιβολής της χούντας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967, το ΚΚΕ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή κατά της δικτατορίας, παρά την προβληματική οργανωτική του κατάσταση, εν μέσω διάλυσης των κομματικών του οργανώσεων από το 1958, αλλά και μια σειρά λανθασμένες εκτιμήσεις στη στρατηγική του, αποκόπτοντας την πάλη κατά της χούντας από την ανάγκη συγκέντρωσης δυνάμεων με στόχο μια επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας συνολικά. Η στρατηγική του κόμματος στη διάρκεια της επταετίας αναλύεται εκτενώς σε άρθρο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, από το οποίο μεταγράφουμε ένα μικρό απόσπασμα από τα συμπεράσματα του κεφαλαίου, με την προτροπή ο αναγνώστης να προμηθευτεί ολόκληρη την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκδοση “Δικτατορία 1967-1974″. Κείμενα και ντοκουμέντα” από τη Σύγχρονη Εποχή για περαιτέρω μελέτη.
Ο αδιαμφισβήτητος ηρωικός ρόλος του Κόμματος στην πάλη κατά της στρατιωτικής δικτατορίας δεν πρέπει να βάλει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι το ΚΚΕ ακολουθούσε από πριν λαθεμένη στρατηγική, η οποία εκδηλώθηκε αναπόφευκτα και στη δικτατορία, στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών, στη γραμμή συσπείρωσης, καθώς και στο τι έπρεπε να επιδιώξει ο λαός για την ανατροπή της χούντας και μετά απ’ αυτήν.
[…]
Η δικτατορία παρέχει νέα πείρα για τον ουτοπικό χαρακτήρα της εκτίμησης του Κόμματος που προέκυπτε και από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ότι ο δρόμος πάλης για την αστική δημοκρατία αποτελεί το πρόσφορο πεδίο συγκέντρωσης δυνάμεων και άνοιγμα του δρόμου στην επαναστατική διαδικασία. Το βασικό πρόβλημα ήταν η απόσπαση της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα στη συνείδηση αγωνιζόμενων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων να βαραίνει ως αυτοσκοποός η πάλη για την “πιο καθαρή” αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Στη δικτατορία οι προβληματισμοί στρέφονταν κυρίως στην ανάδειξη του “κομματικού οργανωτικού προβλήματος”, χωρίς σημαντικά βήματα στη διόρθωση της στρατηγικής, δηλαδή στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας, κριτικής τοποθέτησης στις επιλογές που είχαν γίνει μετά από την ήττα του ΔΣΕ, ιδιαίτεα από την 6η Ολομέλεια του 1956. Τα παραπάνω επέδρασαν αρνητικά στην προετοιμασία του Κόμματος – όσο εξαρτιόταν από το ίδιο – άρα και του κινήματος, να προβάλλει, τον Απρίλη του 1967, κάποια μορφής αντίσταση, με βάση έστω ένα πολύ γενικά επεξεργασμένοο σχέδιο δράσης, με υποδομή κατάλληλου μηχανισμού.
Άμεση προϋπόθεση για την οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης του ΚΚΕ αποτελούσε η συγκρότηση κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Η πάνω από 10 χρόνια απώλεια της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας του Κόμματος, οπωσδήποτε, έπαιξε ρόλο ώστε ή αντίσταση κατά της δικτατορίας να καθυστερήσει. Ωστόσο, πριν περάσει ένας χρόνος από την επιβολή της δικτατορίας, κατάφερε να λύσει, έστω στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα, δηλαδή ν’ απαλλαγεί από τοβ άρος των διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών – λικβινταριστών, ν’ ανασυγκροτήσει τις Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, να ιδρύσει την ΚΝΕ, να επιχειρήσει την κατάκτηση και ισχυροποίηση ορισμένων μαρξιστικών – λενινιστικών χαρακτηριστικών.
Σε όλη την εφταετία αναπτύχθηκε συζήτηση και προβληματισμός στην ΚΕ και τις Κομματικές Οργανώσεις για την απόφαση διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων. Ως βασική αιτία αναδεικνυόταν – για πολλά χρόνια – η ιδεολογική πίεση που δεχεόταν το Κόμμα μετά από την ήττα του στον Εμφύλιο πόλεμο και λόγο της παρανομίας. Αυτός ο υπαρκτός, σοβαρός παράγοντας, δεν μπορεί να θεωρείται ως πρωταρχικός, αφού το ΚΚ κρίνεται από την αντοχή του στις ιδεολογικές και κάθε άλλης μορφής πιέσεις […]. Το 9ο συνέδριο έδωσε ιδιαίτερο βάρος στο υπαρκτό πρόβλημα της ανεπάρκειεας της καθοδήγησης, στην κακή επιλογή ανάδειξης στελεχών, με κυρίαρχη λογική “σωστό πρόγραμμα – κακή καθοδήγηση”.
Ένα από τα χρήσιμα συμπεράσματα των χρόνων της δικτατορίας, αφορά στο συνδυασμό της παράνομης δουλειάς με τη νόμιμη, δηλαδή το καθήκον να δημιουργούνται δυνατότητες μαζικής πάλης των εργαζομένων, ν’ αξιοποιείται η παραμικρή χαραμάδα που τυχόν εμφανίζεται σε συνθήκες απαγόρευσης, διώξεων, κάθε μορφής εκτροπής, σε συνθήκες πολέμου. Η υποχρεωτικότητα της προφύλαξης της παράνομης δουλειάς, της περιφρούρησης των κομματικών δυνάμεων δε σημαίνει περιορισμό της δράσης σ’ενα πολύ στενό κύκλο, συνωμοτικό στιλ δράσης ως αυτοσκοπό για την ατομική προφύλαξη. […]
Σημαντικό επίσης συμπέρασμα αφορά στην αξία της κομματικής συλλογικότητας, που δεν πρέπει ν’ αναιρείται ή να καταργείται στις συνθήκες κάθε μορφής απαγορεύσεων. Αναμφισβήτητα, η συλλογικότητα σε όλη την κλίμακα του κόμματος δε διασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο σε συνθήκες παρανομίας, όπως σε συνθήκες νόμιμης ύπαρξης του ΚΚ. Απαιτείται συνεχής ένταση της προσπάθειας αναζήτησης μορφών και τρόπων περιφρούρησης της συλλογικότητας, των συνωμοτικών κανόνων, της ανάπτυξης της ατομικής πρωτοβουλίας, καθώς ο κομμουνιστής, η κομμουνίστρια, όπου και αν βρεθεί, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, πρέπει να δρα με βάση την ευθύν του απέναντι στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των μαγνητοφωνημένων Ολομελειών της ΚΕ, κατά τη διάρκεια της εφταετίας δεν τηρήθηκε η συλλογικότητα, πράγμα που δεν οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις συνθήκες παρανομίας, στο γεγονός πως το καθοδηγητικό κέντρο ήταν έξω από την Ελλάδα, μ’ ένα τμήμα του μόνο να δρα μέσα. Μ’ ευθύνη πριν απ’ όλα του ΠΓ παραβιάστηκε η αρχή της συλλογικότητας όσον αφορά στην ενημέρωση των μελών της ΚΕ, που αποτελεί το ανώτερο καθοδηγητικό όργανο, πρόβλημα που προϋπήρχε της δικτατορίας και διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της.
Το πιο ακραίο παράδειγμα παραβίασης της συλλογικότητας […] αποτέλεσε η επιλογή να μη γίνει γνωστή στο σύνολο των μελών του Κόμματος, άρα να συζητηθεί παντού στις Κομματικές Οργανώσεις και να κριθεί, η απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1958. Οι κομματικές οργανώσεις, ιδιαίτερα των σοσιαλιστικών χωρών που υπήρχε μεγάλος όγκος κομματικών δυνάμεων, είχαν άγνοια της συγκεκριμένης απόφασης, αφού δεν ενημερώθηκαν ή όπου έγινε ενημέρωση, αυτή έγινε πολύ καθυστερημένα. Σε Κομματικές Οργανώσεις μέσα στην Ελλάδα που έγινε συζήτσηη, σε αρκετές περιπτώσεις με καθυστέρηση, αλλού υπήρξε συμφωνία, αλλού εκφράστηκε διαφωνία. Η επιμονή να διαλθούν Κομματικές Οργανώσεις που παρέμεναν μετά από το 1958 οδήγησε σε ορισμένες αντιδράσεις, που, όμως, δεν μπορούσαν ν’αλλάξουν τα δεδομένα της 8ης Ολομέλειας.
Δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί το ενδεχόμενο, αν υπήρχε άμεση ενημέρωση για τις παραπάνω αποφάσεις, ένα μεγάλο μέρος των μελών του Κόμματος και των στελεχών να έκφραζαν σε κάποια έκταση την αντίδρασή τους, τουλάχιστον στο θέμα της οργανωτικής αυτοτέλειας του ΚΚΕ, άρα υπήρξχε και πιθανότητα ανατροπής τους. Επίσης, αν γινόταν υπεύθυνη κομματική ενημέρωση, τουλάχιστον από το 1965, στα μέλη και στα στελέχη του Κόμματος για τις απόψεις της οπορτουνιστικής ομάδας, καθώς και η πιο έγκαιρη λήψη μέτρων, μπορεί να προχωρούσε πιο γρήγορα η ανασυγκρότηση των Κομματικών Οργανώσεων και η οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης.
Ένα από τα προβλήματα της συλλογικότητας ήταν οι πολού αραιές συνεδριάσεις της ΚΕ. Έγιναν μόνο 8 ολομέλειες σε 7 χρόνια και το 9ο συνέδριο. Υπήρχαν βέβαια αντικειμενικοί παράγοντες που επέδρασαν, όπως η δυσκολία συμμετοχής μελών από την Ελλάδα, η δυσκολία ν’ αποστέλλεται έγκαιρα παράνομο ενημερωτικό υλικό (μέσα από την Ελλάδα) με συμπεράσματα, γνώμες και παρατηρήσεις. Απαιτείται περισσότερη διερεύνηση προκειμένου ν ‘απαντηθεί αν όλ’ αυτά έγιναν δύσκολα ή ανυπέρβλητα από αντικειμενικούς και μόνο λόγους.
[…]
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας γινόταν συζήτηση στις Ολομέλειες της ΚΕ, αν ήταν δυνατό να μεταφερθεί το καθοδηγητικό κέντρο, δηλαδή η ΚΕ, το ΠΓ, μέσα στην Ελλάδα, με διατήρηση, βεβαίως, ενός πυρήνα στελεχών στο εξωτερικό, καθώς γινόταν – και σωστά – η εκτίμηση ότι το κέντρο βάρους του αγώνα ήταν μέσα στην Ελλάδα. Αν και υπήρξε ως γενική επιδίωξη, τελικά δε μεθοδεύτηκε η πραγματοποίησή της. Θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικές δυνατότητες και προετοιμασία ώστε να εξασφαλιστεί η μεταφορά στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό, οπωσδήποτε, απαιτεί περισσότερη διερεύνηση και συλλογική εκτίμηση.
Η παραβίαση της συλλογικότητας οδήγησε στο συγκεντρωτισμό στις αποφάσεις και στις επιλογές, στη μείωση του κύρους της ΚΕ, που μόνο ως ένα βαθμό αποκταστάθηκε μετά τη 12η Ολομέλεια, περισσότερο μετά από τη 17η με την αντικατάσταση του Α’ γραμματέα της ΚΕ.
Μετά από τη 12η Ολομέλεια το ΠΓ, εκτός από την υποχρεωτική συμπλήρωση της ΚΕ με νέα μέλη, έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην πράξη κατά τις συνεδριάσεις της ΚΕ να μετέχουν στελέχη από την Ελλάδα, αλλά και προσκαλεσμένοι από τις κομματικές οργανώσεις των μεταναστών, από τις σοσιαλιστικές χώρες, μέλη των βοηθητικών επιτροπών δίπλα στην ΚΕ. Όλες οι ολομέλειες της ΚΕ από την 13η ως τη 18η ήταν διευρυμένες. Αυτή η επιλογή συνέβαλε στη βελτίωση της καθοδήγησης στην πορεία, στην ανάδειξη έστω σε κάποιο βαθμό κριτικής στάσης σε ορισμένα ζητήματα και χειρισμούς που αφορούσαν την αντιδικτατορική πάλη. Η λειτουργία της ΚΕ βελτιώθηκε σημαντικά μετά από τη 17η Ολομέλεια και την ανάδειξη του Χ. Φλωράκη σε Α’ γραμματέα της ΚΕ.
Η συνέχιση της μελέτης της ιστορίας του Κόμματος, στη βάση και της παραπέρα αξιοποίησης του ιστορικού Αρχείου του, θα οδηγήσει σε πιο στέρεα, ασφαλή και ολοκληρωμένα με συλλογικές διαδικασίες συμπεράσματα και θα προσθέσει νέα πολύτιμη πείρα.