Η θρυλική απόδραση 8 στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές Συγγρού στις 15 Απρίλη 1931 – Ο ρόλος του Θανάση Κλάρα και ο «κόκκινος δεκανέας»
«Θρασύταται μέθοδοι μεταφυτευόμενοι εις την Ελλάδα – Ένας μπολσεβίκος δεκανεύς εις συνωμοτικόν οργασμόν…» – Σαν σήμερα, στις 15 Απρίλη 1931, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη απόδραση κομμουνιστών στην Ελλάδα
Σαν σήμερα, στις 15 του Απρίλη 1931 πραγματοποιείται η πρώτη μεγάλη απόδραση κομμουνιστών στην Ελλάδα. Τα ξημερώματα δραπετεύουν από τις φυλακές Συγγρού τα στελέχη του ΚΚΕ Ανδρόνικος Χαϊτάς (Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ), Κώστας Ευτυχιάδης (μέλος του ΠΓ), Μήτσος Παπαρήγας (μέλος του ΠΓ), Βασίλης Ασίκης (μέλος της ΚΕ), Ορφέας Οικονομίδης, Λευτέρης Αποστόλου, Περικλής Καρασκόγιας και Μάρκος Μαρκοβίτης. Καθοριστική στην απόδραση ήταν η συμβολή του αρχιφύλακα δεκανέα Γρηγόρη Γρηγοριάδη, του επονομαζόμενου και «κόκκινου δεκανέα», που απέδρασε και ο ίδιος.
Συμμετοχή στην προετοιμασία και εκτέλεση της απόδρασης από τις φυλακές Συγγρού είχε και το στέλεχος του ΚΚΕ Θανάσης Κλάρας, ο θρυλικός αργότερα πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης, που όμως δεν περιλήφθηκε σε αυτούς που απόδρασαν μιας και η ποινή του ήταν μικρή και σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αποφυλακιζόταν.
Ο Κώστας Γκριτζώνας στο βιβλίο του «Κόκκινοι δραπέτες 1920-1940» (εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1985), μας δίνει τα παρακάτω στοιχεία για τους κομμουνιστές που δραπέτευσαν:
«Στις φυλακές Συγγρού στο πρώτο τρίμηνο του 1931, βρίσκονταν φυλακισμένοι 60 περίπου κομμουνιστές. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι παρακάτω 8 που απέδρασαν στις 14 προς 15 του Απρίλη της χρονιάς εκείνης: Χαϊτάς Ανδρόνικος, γραμματέας τότε του Κ.Κ.Ε., Ευτυχιάδης Κώστας και Παπαρρήγας Μήτσος μέλη του Π.Γ. της Κ.Ε. του κόμματος. Ασίκης Βασίλης μέλος της Κ.Ε., Αποστόλου Λευτέρης μέλος της γραμματείας του Γραφείου της Κ.Ο. Αθήνας, Οικονομίδης Ορφέας συντάκτης του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», Μαρκοβίτης Μάρκος φαντάρος από τους καταδικασθέντες σε θάνατο για τα γεγονότα του Καλπακιού, και Καρασκόγιας Περικλής, πρώην υπεύθυνος του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ».
Ο Χαϊτάς μαζί με τους Ευτυχιάδη και Αποστόλου είχαν καταδικαστεί τρεις φορές για τις αποκαλύψεις που έκανε ο «Ριζοσπάστης» σχετικά με την εξασκούμενη τρομοκρατία σε βάρος των εργατών στην Πολωνία και Γιουγκοσλαβία. Έτσι και οι τρεις αυτοί είχαν καταδικαστεί σε διάφορες ποινές και ταυτόχρονα ήταν και υπόδικοι για διάφορα άλλα αδικήματα, πολιτικής φύσης.
Ο Αποστόλου ήταν καταδικασμένος σε τρία χρόνια φυλακή και δυο εξορία για παράβαση του «ιδιώνυμου».
Οι Παπαρρήγας και Ασίκης ήταν στη φυλακή σαν υπόδικοι για παράβαση του «ιδιώνυμου» και περίμεναν τη δίκη τους.
Ο Οικονομίδης ήταν καταδικασμένος σε τριάμισι χρόνια φυλάκιση για «διάδοση ανησυχαστικών ειδήσεων» και επί «εσχάτη προδοσία» και εκκρεμούσαν σε βάρος του και άλλες κατηγορίες.
Ο Καρασκόγιας είχε καταδικαστεί σε 10 μηνών φυλάκιση για παράβαση του «ιδιώνυμου». Σε μια συγκέντρωση σήκωσε κόκκινη σημαία. Τον έπιασαν, τον έσπασαν στο ξύλο και τον δίκασαν με την παραπάνω ποινή.
Ο Μαρκοβίτης είχε καταδικαστεί για τα γεγονότα του Καλπακιού σε θάνατο μαζί με τον Πανούση και πέντε άλλους κομμουνιστές φαντάρους που δικάστηκαν σε άλλες ποινές. Αυτοί οι πέντε ήταν: Μήτσος Βλαντάς, Κώστας Γαμβέτας, Αργύρης Αδαμόπουλος, Στράτος Τσακίρης και Κορδέλης. Ύστερα όμως από τις μεγάλες κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης της Ελλάδας, την πλατιά διεθνή καμπάνια που ξεσηκώθηκε και το έντονο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε με δημόσιες διαμαρτυρίες για τη σωτηρία τους από τους δικηγόρους και άλλες προσωπικότητες στο Λονδίνο, Βερολίνο και άλλες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, η ελληνική δικαιοσύνη υποχρεώθηκε να υποχωρήσει και να κάνει αναθεώρηση της δίκης με αποτέλεσμα το Αναθεωρητικό Στρατοδικείο να μετατρέψει τη θανατική ποινή των Μαρκοβίτη και Πανούση σε οχτώ χρόνια φυλακή και να μετριάσει τις ποινές των υπολοίπων σε 4 – 4 1/2 χρόνια φυλάκιση.
Έτσι όλοι αυτοί βρέθηκαν στις φυλακές Συγγρού. Κατοπινά όμως σ’ αυτές έμεινε μόνο ο Μαρκοβίτης και οι υπόλοιποι έξι της παρέας του μεταφέρθηκαν στις φυλακές ΑΣΟΥ στην Κεφαλονιά μαζί με άλλους κομμουνιστές. Κατάφεραν να κρατήσουν μόνο τον Μαρκοβίτη προκαλώντας του τεχνητό πυρετό. Για τους άλλους φαντάρους του Καλπακιού δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να τους κρατήσουν κι αυτούς στου Συγγρού και να ’παιρναν κι απ’ αυτούς όσους θα μπορούσαν. Έτσι λίγες μέρες πριν την απόδραση πήραν τους έξι άλλους και έμεινε μόνο ο «άρρωστος» Μαρκοβίτης για να μεταφερθεί όταν θα του έπεφτε ο «πυρετός». Έτσι μπόρεσε κι αυτός να αποδράσει.»
Το χρονικό δίνει ο Δημήτρης Γκιώνης στο βιβλίο του «Οι μεγάλες αποδράσεις» (εκδόσεις «Τετράδιο», Αθήνα 1976):
«Κάτι το σπάνιον εις τα χρονικά των φυλακών της χώρας… Κάτι που ενθυμίζει απιθάνους αφηγήσεις τρομακτικών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Κράμα πνεύματος και φανταστικής αφηγήσεως της αποδράσεως εκ του φρουρίου Υφ του Μοντεχρήστου και της αρπαγής της βασιλίσσης, απετέλεσαν το πλαίσιον εις το οποίον εμελετήθη το θρασύ πραξικόπημα. Πριόνισμα του καγγελόφραχτου παραθύρου, αρπαγή και φίμωσις του σκοπού στρατιώτου, στιλπνά περίστροφα μέσα εις την ψυχρή απριλιανή νύκτα…».
Με το γλαφυρό αυτό ύφος, που συναγωνίζεται τα μυθιστορήματα της παλιάς εποχής, χρωμάτιζε η «Ακρόπολις» της 16ης Απριλίου 1931 την πρώτη μεγάλη απόδραση κομμουνιστών στην Ελλάδα, που έδινε με τον εντυπωσιακό τίτλο: «Υπό την αρχηγίαν του περιβόητου Χαϊτά οκτώ κομμουνισταί διέρρηξαν τας φυλακάς Συγγρού και απέδρασαν».
(…) Ο τρόπος της απόδρασής τους είχε πολλά γνωρίσματα από τα κλασικά πρότυπα: λιμάρισαν τα κάγκελα του παραθυριού, έριξαν σκοινί, αρπάχτηκαν, κατέβηκαν κάτω και χάθηκαν.
Το πράγμα όμως δεν έγινε ούτε τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα.
Τον καιρό εκείνο στις φυλακές Συγγρού βρισκόντουσαν κλεισμένοι 32 υποδικοκατάδικοι κομμουνιστές (μαζί με τους ποινικούς ξεπερνούσαν τους 400) οι οποίοι κρατιόντουσαν ομαδικά στον μεγάλο θάλαμο που έβλεπε στο εξωτερικό προαύλιο. Ανάμεσά τους βρισκόταν, από τον προηγούμενο Νοέμβριο και ο Θανάσης Κλάρας, καταδικασμένος σε 6 μήνες φυλακή για παράβαση του «Ιδιωνύμου».
Οι κρατούμενοι δεν είχαν δώσει μέχρι την ημέρα εκείνη καμιά αφορμή, ώστε οι υπηρεσίες των φυλακών να τους σκορπίσουν σε διάφορα κελιά.
Εκεί, στο πλαίσιο των ατέλειωτων συζητήσεών τους πάνω στα ιδεολογικά τους προβλήματα, αποφασίστηκε η απόδραση.
Προσφερότερη μέθοδος, έπειτα από πολλές συζητήσεις, παρουσιαζόταν το «σάλτο».
Η συζήτηση δεν γινόταν με όλους, αλλά μόνο με εκείνους που ήταν απαραίτητο να το γνωρίζουν. Όσοι θα δραπέτευαν και 3-4 που θα βοηθούσαν, ανάμεσα στους οποίους και ο Κλάρας.
Το Κόμμα είχε ήδη ειδοποιηθεί, είχε εγκρίνει και είχε κινήσει τον μηχανισμό του για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Κριτήριο για το ποιοι θα δραπετεύανε ήταν η ποινή (2 χρόνια και πάνω με εξορία) και οι ανάγκες που είχε έξω η οργάνωση.
Το κλειδί της επιτυχίας ήταν ο δεκανέας Γρηγόρης Γρηγοριάδης από τη Χαλκίδα, μυστικό μέλος της νεολαίας του ΚΚΕ, ο οποίος βρέθηκε αποσπασμένος, σαν δεκανέας «αλλαγής» στις φυλακές Συγγρού. Λίγες μέρες μετά την ένταξή του εκεί εξαφανιζόταν μαζί με τους 7 κομμουνιστές.
Πρέπει με την ευκαιρία να διευκρινιστεί, ότι την εποχή εκείνη, ενώ την εσωτερική φρούρηση των φυλακών είχε η Σωφρονιστική υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, η εξωτερική φρούρηση είχε ανατεθεί στο στρατό και πολλές φορές στελνόντουσαν για φρουροί νεοσύλλεκτοι ή άλλοι φαντάροι χωρίς πείρα και γνώσεις από φυλακές.
Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν ο δεκανέας ήρθε μυημένος για την απόδραση. Ούτε αν η απόσπασή του προωθήθηκε από παράγοντες που επηρέαζε το Κόμμα. Η ταχύτητα ωστόσο που έδρασε ενισχύει την άποψη ότι είχε μυηθεί.
Η λίμα
Από τις πρώτες κιόλας ώρες που έφτασε ο Γρηγοριάδης έπιασε επαφή με τον πυρήνα των δραπετών. Φρουρός δεκανέας ήταν, δεν είχε πολλές δυσκολίες. Μετά 2-3 ημέρες τους προμήθεψε μια μικρή ισχυρή λίμα.
Το παράθυρο που έβλεπε στο προαύλιο είχε 4 κάγκελα. Τα δυο πρώτα τα έκοψαν την άλλη μέρα, την ώρα που οι περισσότεροι φυλακισμένοι σουλατσάριζαν στο προαύλιο.
Ένας (κατά πάσα πιθανότητα ο Παπαρήγας, που ήταν μηχανουργός) έκοβε και οι άλλοι, σκορπισμένοι κατάλληλα, επέβλεπαν. Η λίμα ήταν πραγματικά θαυματουργή. Κοφτερή, λεπτή και αθόρυβη.
Δεν έκοψαν τελείως τα κάγκελα. Άφησαν λίγο, ίσα που να στηρίζονται στη θέση τους.
Την άλλη μέρα έκοψαν και τ’ άλλα δυο. Ένα μέρος του δρόμου προς την ελευθερία είχε ανοίξει. ‘Εκείνοι είχαν από δω και πέρα να προετοιμάζονται και να περιμένουν. Τα υπόλοιπα έπεφταν στο ρόλο του Γρηγοριάδη και των συντρόφων τους απ’ εδώ.
Στο βαρύ έργο του Γρηγοριάδη ήταν η απομάκρυνση δυο φρουρών. Εκείνου που σουλατσάριζε στη σκοπιά που βρισκόταν στο ύψος της φυλακής και του άλλου που φύλαγε στη σκοπιά του προαυλίου.
Γράφτηκε μετά την απόδραση ότι ο Γρηγοριάδης είχε αποπειραθεί να ναρκώσει τους φρουρούς με γλυκίσματα «ποτισμένα με ειδική σκόνη» που τους πρόσφερε. Εκείνοι όμως, «κατά περίεργον σύμπτωσιν —όπως έγραψε εφημερίδα— απεποιήθησαν τα γλυκίσματα πλην δυο, οι όποιοι τα έθιξαν ελαφρά». Το πράγμα, από την ίδια την περιγραφή του, δεν φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ορίστηκε σα νύχτα φυγής η 13η Απριλίου. Τα πράγματα όμως ήρθαν ανάποδα. Οι φρουροί δεν ήταν του χεριού του Γρηγοριάδη. Αποφασίστηκε ν’ αναβληθεί για την επόμενη.
Αναπάντεχος μπελάς του δεκανέα ήταν τα τηλεφωνικά σύρματα της φυλακής που έκοψαν οι απ’ έξω, για να εξασφαλίσουν καλύτερα την διαφυγή και δεν είχαν καιρό να τα ξανασυνδέσουν. Μαζί με τους αρμόδιους της φυλακής, ο Γρηγοριάδης βάλθηκε με χτυποκάρδι ν’ αναζητάει πού οφειλόταν η τηλεφωνική διακοπή. Όταν ανακαλύφτηκαν τα κομμένα σύρματα, υποστήριξε κι αυτός μαζί με τους άλλους την άποψη ότι θα κόπηκαν από τον αέρα, και το απρόβλεπτο αυτό επεισόδιο πέρασε χωρίς συνέπειες.
Η νύχτα της φυγής
Τα πράγματα μελετήθηκαν καλύτερα για τη νύχτα που ερχόταν. Για τους μέσα δεν υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Ετοιμάστηκαν, λούφαξαν και περίμεναν το σύνθημα.
Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Γρηγοριάδης, καθώς άλλαζε τον φρουρό του πύργου, του υπόδειξε να μην κάνει βόλτες στο υπερώο, όπως επιβαλλόταν για την καλύτερη εποπτεία του χώρου, αλλά να καθίσει στο βάθος της σκάλας «για να μην πουντιάσει», πράγμα που ο άλλος το δέχτηκε με ευγνωμοσύνη.
Απόμενε ο σκοπός του προαυλίου που συνέβη, όχι εντελώς τυχαία, να είναι εκείνο το βράδυ ένας αγαθός φαντάρος.
— Έχω τρομερό πονοκέφαλο, του λέει ο Γρηγοριάδης. Πετάξου στου Χαροκόπου να μου πάρεις μια ασπιρίνη.
Ο φαντάρος αρνήθηκε στην αρχή.
— Κυρ – δεκανέα, αν έρθει η έφοδος θα βρω τον μπελά μου.
— Θα μείνω εγώ στη θέση σου, τον καθησύχασε ο Γρηγοριάδης παίρνοντάς του το όπλο και δίνοντάς του χρήματα να πάρει ασπιρίνη και τσιγάρα.
Ο φαντάρος πείστηκε και αναχώρησε. Μόλις πέρασε την πύλη, ο Γρηγοριάδης άρχισε να σιγοτραγουδάει. Ήταν το σύνθημα.
Αμέσως οι άλλοι τράβηξαν τα κάγκελα από το παράθυρο και έριξαν το σκοινί που είχαν φτιάξει από κουβέρτες, που τις είχαν κόψει σε στέρεες λουρίδες.
Οι περισσότεροι κρατούμενοι κοιμόντουσαν βαριά και δεν πήραν χαμπάρι τι έγινε, ενώ οι μυημένοι βοήθαγαν τους συντρόφους τους που έφευγαν, φροντίζοντας παράλληλα να καθησυχάσουν εκείνους που ή ήταν ξύπνιοι ή ξύπνησαν και ζητούσαν να πληροφορηθούν τι γινόταν…
Οι πιο κρίσιμες στιγμές της απόδρασης δίνονται με γλαφυρότητα από τον Κώστα Γκριτζώνα στο βιβλίο του «Κόκκινοι δραπέτες»:
«Η προετοιμασία μέσα από τη φυλακή είχε ολοκληρωθεί. Τα εξωτερικά εμπόδια, οι σκοποί, είχαν εξουδετερωθεί. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Η ώρα για την απόδραση είχε φτάσει. Η αγωνία των κομμουνιστών που θα δραπέτευαν έφτασε στο αποκορύφωμά της. Αναμενόταν το σύνθημα της εξόδου από τους έξω… Και επιτέλους φάνηκε το πράσινο φως… Και ταυτόχρονα ακούστηκε το σιγοσφύριγμα του επαναστατικού τραγουδιού της «Βαρσοβιάνκα» που σφύριζε ο δεκανέας, και που ήταν το σύνθημα για ν’ αρχίσει το κατέβασμα των δραπετών από το παράθυρο της φυλακής. Την ίδια στιγμή, ο Θ. Κλάρας μαζί με τους Ευτυχιάδη, Μαρκοβίτη και Καρασκόγια, πιάσα-νε όλοι μαζί τα πριονισμένα σίδερα του κάγκελου και το λύγισαν έτσι που να γίνει το άνοιγμα στο παράθυρο απ’ όπου θα περνούσαν οι δραπέτες. Στο γύρισμα του λυγισμένου σίδερου έδεσαν γρήγορα-γρήγορα το σχοινί από το οποίο θα πιάνονταν για να ριχτούν στο κενό από ύψος 8 μέτρων περίπου.
Με τη σειρά που είχε καθοριστεί, άρχισαν να κατεβαίνουν. Ο Κλάρας, μπροστά στο παράθυρο, κρατώντας με το ένα του χέρι το σχοινί βοηθούσε με το άλλο τους συντρόφους του να περνούν από το άνοιγμα του παράθυρου και να κατεβαίνουν, ένας-ένας αρχίζοντας με το Χαϊτά.
Δεν έλειψαν ωστόσο και τα ξαφνιάσματα, που δυνάμωναν την αγωνία, ιδιαίτερα εκείνων που ετοιμάζονταν να ριχτούν από το παράθυρο. Όταν έφτασε η σειρά του Ασίκη άναψε το κόκκινο φως. Αυτό σήμαινε ότι κάτι παρουσιάστηκε. Ο Κλάρας τους σταματάει… Νεκρική σιγή… Περιμένουν με τρομερή αγωνία… Σε λίγο και πάλι το πράσινο φως… Συνέβηκε να περνάει εκείνη τη στιγμή έξω από τη φυλακή μια παρέα ξενύχτηδων μεθυσμένων και δόθηκε το συνθηματικό να σταματήσει το κατέβασμα, μέχρι που να περάσουν οι εύθυμοι Αθηναίοι… Συνεχίστηκε το κατέβασμα. Μα και πάλι μια μικροαναποδιά στον Ασίκη… Πριν φτάσει να πατήσει στη γη, το σχοινί κόπηκε, αλλά ευτυχώς δε χτύπησε γιατί το ύψος από το σημείο απ’ το οποίο κόπηκε το σχοινί, ήταν περίπου δυο μέτρα. Παρουσιάστηκε μια στιγμιαία ανωμαλία και σύγχυση… Ο Κλάρας όμως έτρεξε γρήγορα στο κρεβάτι του Αποστόλου, άρπαξε μια κουβέρτα, την κρέμασε κάτω και σ’ αυτή ο δεκανέας έδεσε πάλι το σχοινί και το τράβηξαν οι άλλοι από πάνω. Έτσι συνέχισαν να κατεβαίνουν… Όταν όμως κατέβαινε ο Ορφέας Οικονομίδης, το σχοινί ξανακόπηκε, αυτή τη φορά πολύ ψηλότερα από προηγούμενα… Ο Ορφέας βρέθηκε στο κενό και θα χτυπούσε άσχημα, αν για το τυχερό του, όπως κουνούσε τα χέρια του, προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί, δεν πιανόταν από τα τηλεφωνικά σύρματα που περνούσαν κάτω από το παράθυρο. Έτσι έπεσε μαλακά στο έδαφος. Αυτό όμως το περιστατικό είχε σαν αποτέλεσμα να κοπούν από το βάρος του τα σύρματα, γεγονός που δημιούργησε στις αρχές την εντύπωση ότι επίτηδες οι οργανωτές της απόδρασης έκοψαν σε κείνο το σημείο τα σύρματα, για να εμποδίσουν την τηλεφωνική επικοινωνία. Έτσι έγραψαν και οι εφημερίδες την επομένη της απόδρασης…
Κατέβηκαν και οι οχτώ δραπέτες χωρίς άλλο επεισόδιο. Αυτοί που τους περίμεναν κάτω, τους πήραν για να τους οδηγήσουν στα σπίτια που είχαν προετοιμαστεί για κρυψώνες των δραπετών κομμουνιστών. Μαζί τους έφυγε και ο δεκανέας Γρηγοριάδης, που κατοπινά έμεινε γνωστός σαν «κόκκινος δεκανέας», με το ψευδώνυμο Τράντας, και που είναι δηλωτικό του τρανταγμού που προξένησε στην κοινή γνώμη και στις αρχές του κράτους, η απόδραση εκείνη, από τις φυλακές του Συγγρού, από τις οποίες η δραπέτευση κρατούμενου θεωρούνταν αδύνατη.
Η δουλειά αυτή έγινε με τόση μυστικότητα, τέτοια τάξη και ησυχία, που οι συγκροτούμενοι δεν αντιλήφθηκαν τίποτα. Μόνο ο Μανωλέας που άκουσε κάποιο μικρό θόρυβο ξύπνησε, αλλά ο Κλάρας που δεν είχε καιρό να του δώσει εξηγήσεις, για να μην καθυστερήσει, του είπε με τόνο επιτακτικό: «κοιμήσου και σώπαινε!» Επίσης ένας νεολαίος αντιλήφθηκε ότι φεύγουν κι από την τρομάρα του άρχισε να τρέμει σαν ψάρι. Τον καθησύχασαν κι αυτόν».
Η συνέχεια από το βιβλίο «Οι μεγάλες αποδράσεις» του Δημήτρη Γκιώνη:
«…Με οδηγό τον Γρηγοριάδη, πέρασαν το προαύλιο της φυλακής, την έξοδο και πήραν δρόμο μέσα στη νύχτα.
Οι σύντροφοι που έμειναν στη φυλακή τράβηξαν το σκοινί, έβαλαν τα κάγκελα στη θέση τους, ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και περίμεναν τη συνέχεια.
Οι απ’ έξω
Η πρώτη δουλειά της ομάδας που είχε αναλάβει να βοηθήσει απ’ έξω ήταν να κόψει, όπως και το προηγούμενο βράδυ, τα τηλέφωνα. Η δεύτερη να παρακολουθήσει τον φαντάρο που έστειλε ο Γρηγοριάδης για ασπιρίνη και τσιγάρα.
Εκείνος βρήκε ένα μαγαζάκι στου Χαροκόπου, έκανε τα ψώνια του και επέστρεφε. Μολονότι περπατούσε με την ησυχία του, ο χρόνος της απουσίας του ήταν πολύ μικρότερος από τον χρόνο που χρειαζόντουσαν οι δραπέτες για να φύγουν. Γι’ αυτό αποφάσισαν να επέμβουν και να τον καθυστερήσουν.
Μόλις ο φαντάρος περνούσε την γέφυρα του σιδηροδρόμου, είδε ξαφνικά τρεις άγνωστους να ξεπετάγονται μπροστά του.
Ο ίδιος υποστήριξε αργότερα ότι τον απείλησαν με περίστροφο. Μάλλον δεν χρειαζόταν, αφού και άοπλος ήταν και οπωσδήποτε εύκολος αντίπαλος.
— Έλα μαζί μας και μη βγάλεις τσιμουδιά, του είπαν.
— Τι τρέχει; έκανε εκείνος τρομαγμένος.
— Μη φοβάσαι, δεν έχεις να πάθεις τίποτα, θα κάνουμε μόνο έναν μικρό περίπατο κι ύστερα θα είσαι λεύτερος.
Τούς ακολούθησε χωρίς αντίσταση. Σ’ ένα ερημικό σημείο στα κάτω Πετράλωνα βρισκόταν ένα εργοστάσιο. Μπήκαν στο προαύλιό του και περίμεναν. Όταν πέρασε μισή περίπου ώρα τον άφησαν ελεύθερο.
— Πήγαινε κατευθείαν στη φυλακή και μην κοιτάξεις πίσω σου!
Έκανε όπως του είπαν, πανευτυχής που γλίτωνε απ’ αυτή την περιπέτεια, που δεν μπορούσε να εξηγήσει τον σκοπό της.
Στα όπλα!
Μόλις έφτασε στη φυλακή βρήκε τη φρουρά αναστατωμένη. Ο αξιωματικός εφόδου είχε βρει λίγο πριν την σκοπιά του προαυλίου κενή και κάλεσε στα όπλα. Η επιστροφή του φαντάρου και τα λεγόμενά του, σε συνδυασμό με την διακοπή του τηλεφώνου, ενίσχυσε τις υποψίες ότι κάποιοι κρατούμενοι αποπειράθηκαν ή κατάφεραν να δραπετεύσουν. Ώσπου να το εξακριβώσουν όμως πέρασε αρκετή ώρα —πολύ περισσότερη ίσως από όση χρειαζόντουσαν οι 7 δραπέτες με τον δεκανέα για να εξαφανιστούν.
Ακολούθησε εξοντωτική ανάκριση των κρατουμένων κομμουνιστών, η οποία δεν απόδωσε τίποτα. Οι 25 που απόμειναν αρνιόντουσαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία. Αναγκαστικά ο εντοπισμός των ευθυνών περιορίστηκε την άλλη μέρα στον διοικητή των φυλακών Μαρκόπουλο και στους φρουρούς. Στο μεταξύ ολόκληρη η δύναμη της Ειδικής Ασφαλείας είχε εξαπολυθεί σε μια απελπισμένη καταδίωξη των δραπετών.
Οι εφημερίδες
Οι εφημερίδες έδωσαν μεγάλη έκταση στην απόδραση, την οποία περιέγραφαν με ρεπορτάζ σαν και κείνο με το οποίο άρχισα την αφήγηση αυτής της απόδρασης.
Πολύ μελάνι καταναλώθηκε για να εξηγηθεί η περίπτωση του άψογου για την υπηρεσία του μέχρι τότε δεκανέα Γρηγοριάδη. Διεξοδικότερη απ’ όλες η «Ακρόπολις», αφού απόκλεισε την περίπτωση της χρηματοδότησής του κατάληγε: «Μόνον η βεβαίωσις ότι ηκολούθη την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν δικαιολογεί το πραξικόπημα αυτό της παραφροσύνης».
Ο «Ριζοσπάστης», χωρίς να κρύβει την ικανοποίησή του για την επιτυχία του εγχειρήματος, έδωσε το γεγονός στο φύλλο της 16ης Απριλίου με τον ολοσέλιδο τίτλο: «Σύντροφοί μας του Συγγρού ξέφυγαν από το κλουβί της κεφαλαιοκρατίας, βρίσκονται τώρα στους κόλπους της εργατιάς και θα παλέψουν μαζί της κατά τού φασισμού».
Δεν έλειψαν και οι «δημοσιογραφικές επιτυχίες», του είδους των αφηγήσεων από πρώτο χέρι. Στο φύλλο της 8ης Απριλίου, η «Βραδυνή», παρουσίασε «μία καταπληκτική —όπως την χαρακτήρισε— δημοσιογραφική επιτυχία», με τίτλο «Πώς εδραπετεύσαμε από του Συγγρού». Επικαλούμενη το δημοσιογραφικό απόρρητο, η εφημερίδα, δημοσίευσε σε δύο συνέχειες μία ανώνυμη περιγραφή της απόδρασης —αυθεντική, κατά τούς ισχυρισμούς της αφήγηση ενός από τους δραπέτες— γαρνιρισμένη με το δημοσιογραφικό στυλ της εποχής, από το οποίο άλλωστε έβγαινε και η θέση της απέναντι στους κομμουνιστές.
Αξίζει να δώσω ένα δείγμα γραφής από την εισαγωγή και το φινάλε αυτής της «συνέντευξης». Η εισαγωγή: «Τον είδα σ’ ένα απόμερο μικρό καφενεδάκι της πρωτευούσης. Βρισκόμαστε αντίκρυ ο ένας στον άλλον! Στυγνός, κακοντυμένος αλλά καθαρός, έχει δύο μάτια που λάμπουν σαν ύαινας και μαρτυρούν μεγάλη αποφασιστικότητα. Παρά την προσδοκία μου τον βρήκα «άνθρωπο» με τα χαρακτηριστικά που έχομεν όλοι μας. Μύτη, μάτια, αυτιά, ποδάρια κλπ.».
Και το φινάλε: «Η δουλειά μας είναι στην Αθήνα, όλοι είμεθα μέλη της Κομματικής Οργάνωσης Αθηνών και έχομεν υποχρέωσιν να μείνωμεν και να εργασθώμεν εδώ.
— Δεν φοβάσθαι ότι θα σας ξαναπιάσουν;
— Η απόδρασίς μας δεν είχε σκοπό να μας αποδώση την ελευθερίαν αυτήν καθ’ εαυτήν. Αποδράσαμεν δια να ελευθερωθώμεν και να εργασθώμεν. Αν μας ξαναπιάσουν είνε άλλος λόγος, θα προσπαθήσωμεν πάλι να δραπετεύσωμεν…
Εκύτταξα τον συνομιλητήν μου δυνατά στα μάτια. Η αποφασιστικότης του εν συνδυασμώ με την αδιαφορίαν δια το άτομόν του (κοινώς λεγόμενον τομάρι) ήτο ζωγραφισμένη μέσα…».
Ο «Ριζοσπάστης» χαρακτήρισε φανταστική τη συνέντευξη αυτή της «Βραδυνής» και πλαστό το γράμμα ενός δραπέτη που δημοσίευσε μια άλλη. Σε αντιπερισπασμό δημοσίευσε μια διακήρυξη των δραπετών, στην οποία διατράνωναν την απόφασή τους να συνεχίσουν «πιο αποφασιστικά και θαρραλέα τον επαναστατικό αγώνα κάτω από τις γραμμές του κόμματος της προλεταριακής επανάστασης, του Κομμουνιστικού Κόμματος και της ηρωικής Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών».
Μια ζωή διωγμούς
Παρά το ανελέητο κυνηγητό της Ειδικής δεν πιάστηκε κανένας από τους δραπέτες. Οι περισσότεροι έμειναν και δούλεψαν για το Κόμμα για να ξαναπιαστούν στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν. Μερικοί έφυγαν κατά καιρούς στο εξωτερικό.
Στους τελευταίους αυτούς ανήκει και ο «κόκκινος δεκανέας» ο Γρηγόρης Γρηγοριάδης, ο όποιος ζει ακόμα (1976) στη Σοβιετική Ένωση. Η περίπτωσή του είναι από τις πιο βαριές —λιποταξία σε ώρα υπηρεσίας, συνεργασία σε ομαδική απόδραση κλπ.— και κανένα από τα μέτρα που έχουν παρθεί κατά καιρούς για την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων δεν τον καλύπτει.
Για τα μετά την απόδραση σημειώνει ο Κώστας Γκριτζώνας στο βιβλίο του «Κόκκινοι δραπέτες»:
«Πριν εξιστορήσουμε τι απέγιναν οι οχτώ κομμουνιστές με το δεκανέα, που δραπέτευσαν από τις φυλακές του Συγγρού, παραθέτω ένα γράμμα τους, που έγραψαν μέσα στη φυλακή και το έστειλαν στο Κ.Κ.Ε. και στην Ο.Κ.Ν.Ε. Το πήρα από τον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» της 20/4-1931:
«Αγαπητοί σύντροφοι,
Με το γράμμα μας αυτό εμείς οι 8 αγωνιστές του κομμουνιστικού κόμματος και της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών, μαζί με τον κόκκινο δεκανέα σύντροφο Γρηγοριάδη που μας βοήθησε να βγούμε από τα σιδερένια κάγκελα της φυλακής, ερχόμαστε να σας απευθύνουμε τον πιο επαναστατικό χαιρετισμό. Διαβιβάστε σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη και φτωχή αγροτική νεολαία, στους φαντάρους και ναύτες, ότι έξω από τη φυλακή, παρά και ενάντια στο νόμο των εκμεταλλευτών θα συνεχίσουμε πιο θαρραλέα και αποφασιστικά τον επαναστατικό αγώνα κάτω από τις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος και της ηρωικής Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών.
Η τάξη των εκμεταλλευομένων κάτω από τη φωτεινή καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος θα νικήσει την τάξη των εκμεταλλευτών, γιατί έχει και τη δύναμη και τη θέληση. Θα νικήσει όπως νίκησαν οι Ρώσοι εργάτες και αγρότες στον κόκκινο Οκτώβρη του 1917. Θα νικήσει γιατί ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος από την ιστορία να πεθάνει.
Για μια τέτοια νίκη πήραμε την απόφαση να δραπετεύσουμε από τη φυλακή και να βρεθούμε ανάμεσά σας, ‘στην καθημερινή αδιάκοπη επαναστατική πάλη που θα οδηγήσει στο θρίαμβο. Είμαστε πεπεισμένοι πως με την πράξη μας αυτή εξυπηρετούμε το επαναστατικό και απελευθερωτικό αγώνα της προλεταριακής μας τάξης.
Στην πράξη μας αυτή πρέπει να δείτε τη μεγάλη και ανεξάντλητη δύναμη του κομμουνιστικού μας κόμματος και της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών, στα οποία συγκεντρώνουμε -και πρέπει να συγκεντρώσετε και σεις- την ακλόνητη εμπιστοσύνη.
Σας καλούμε να δυναμώσετε την πάλη κατά του φασισμού και των φασιστικών κατέργων: Καλπάκι, Ιτζεδίν, για τις οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις, για την απελευθέρωση όλων των αγωνιστών που σαπίζουν στις φυλακές και τα ξερονήσια.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς
Ανδρόνικος Χαϊτάς, Κώστας Ευτυχιάδης, Μάρκος Μαρκοβίτης, Βασίλης Ασίκης, Δημ. Παπαρρήγας, Λευτέρης Αποστόλου, Ορφέας Οικονομίδης, Περικλής Καρασκόγιας και ο κόκκινος δεκανέας Γρηγόρης Γρηγοριάδης».
Οι δραπέτες έμειναν κρυμμένοι στους κρυψώνες τους περίπου 20 μέρες μετά την απόδρασή τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Λευτέρης Αποστόλου ήταν κρυμμένος σ’ ένα δωμάτιο πολύ μικρό που το έλεγαν «περιστερώνα», όπου ανέβαινε από μια παλιά ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα. Ήταν το δωμάτιο που έμενε ένας από κείνους που πήραν μέρος απέξω στην οργάνωση της απόδρασης.
Οι Οικονομίδης και Καρασκόγιας συνοδευόμενοι από τον Σταυρόπουλο, κατέβηκαν στη Νέα Ελβετία όπου και ταχτοποιήθηκαν για μερικές μέρες· από εκεί, σύμφωνα με τη γραπτή αφήγηση του Ορφέα, μετακινήθηκαν στο σπίτι του Αγησίλαου Βλάχου, μέλους της κομ. νεολαίας, που ήταν γιος στρατηγού, για μια μόνο βραδιά, από εκεί ξημεροβράδιασαν μερικά εικοσιτετράωρα στην πευκόφυτη περιοχή του Καρέα, μέχρις ότου συνδέθηκαν με τον Τάκη Φίτσιο, που τους ταχτοποίησε σ’ ένα σπίτι -υπόγειο- στην Πλάκα, όπου και έμειναν ως τη μέρα που τους φυγάδευσαν στο εξωτερικό.
Τον δεκανέα, ο Τσαγκαράκης τον έκρυψε αλλού. Το ίδιο έγινε και με τους υπόλοιπους δραπέτες. Κανένας από τους εννιά αυτούς αγωνιστές δεν πιάστηκε, παρά την επικήρυξή τους και παρά τα πολλά μέτρα και τις δραστήριες ενέργειες της κυβέρνησης και των οργάνων δίωξης που κινητοποιήθηκαν αμέσως και επί πολλές μέρες.
Μετά την απόδραση, την επαφή ανάμεσα στους δραπέτες και το κόμμα, την είχε ο Τσαγκαράκης. Ο ίδιος πήρε επαφή και με τον σοβιετικό καπετάνιο του ατμόπλοιου που θα τους μετέφερε στη Σοβιετική Ένωση και κανόνισαν όλες τις λεπτομέρειες της μεταφοράς τους.
Επειδή, ιδιαίτερα στα σοβιετικά καράβια, γινόταν πολύ αυστηρός έλεγχος, κανόνισαν έτσι, ώστε το καράβι από το λιμάνι του Πειραιά να έφευγε χωρίς να πάρει τους δραπέτες.
Σύμφωνα με το σχέδιο οι δραπέτες θα πήγαιναν, όπως και έγινε, στη θέση «ΕΝΤΕ» στο Παλιό Φάληρο. Από κει τους πήρε βάρκα και τους πήγε στ’ ανοιχτά της θάλασσας απ’ όπου, όπως είχε συμφωνηθεί, θα περνούσε το καράβι και θα τους έπαιρνε. Προχώρησαν μέσα στη νύχτα. Είχαν συνεννοηθεί να κάνουν συνθηματικά με το νυχτερινό φανάρι στο πλοίο, όπως και κάνανε. Όταν πλησίασαν στο καράβι, τους έριξαν σχοινένια σκάλα απ’ την οποία οι δραπέτες, ένας-ένας, ανέβηκαν στο κατάστρωμα του πλοίου. Ο Τσαγκαράκης δεν ακολούθησε. Οι δραπέτες, μέχρι την Κωνσταντινούπολη ήταν κρυμμένοι στ’ αμπάρια και μόνο αφού πέρασαν την Πόλη ανέβηκαν στο κατάστρωμα.
Σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση σημειώνω με μεγάλη επιφύλαξη μια πληροφορία που μου έδωσε ένας από τους οχτώ δραπέτες:
Η Ασφάλεια είχε αναθέσει την ευθύνη της ανακάλυψης των δραπετών στον αστυνομικό Λαμπρινόπουλο, πολύ γνωστό, ιδιαίτερα στους παλιούς κομμουνιστές, σαν ένα από τους πιο μεγάλους και αμείλικτους διώκτες τους. Αυτός κατάφερε να έρθει σ’ επαφή με τον Τσαγκαράκη και να δεχτεί να διευκολύνει τη φυγή τους στη Ρωσία.
Ήταν, όπως είπαμε, αξιωματικός της αστυνομίας για τη δίωξη των κομμουνιστών, όμως λέχθηκε ότι ο ίδιος απ’ όσα διάβασε και από τις επαφές που λόγω της δουλειάς του είχε με τους κομμουνιστές, επηρεάστηκε και διαφοροποιήθηκε σε βαθμό που να δείχνει εύνοια προς τους κομμουνιστές. Πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί η πραγματικότητα. Ίσως άλλοι, να ξέρουν περισσότερα για το ζήτημα αυτό. Πάντως ο Τσαγκαράκης θεωρήθηκε ύποπτος από το Κ.Κ.Ε. και την Κ.Δ. με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να απομακρυνθεί από το κόμμα, εξαιτίας αυτής της επαφής του με τον Λαμπρινόπουλο».