Ιάπωνες των ΗΠΑ σε στρατόπεδα συγκέντρωσης-Ένα ντροπιαστικό κεφάλαιο στην ιστορία του Β’Παγκοσμίου πολέμου.

Παρότι δυο μυστικές έρευνες που είχαν διεξαχθεί με εντολή του ίδιου του προέδρου απέδειξαν ότι δεν προερχόταν κανένας κίνδυνος από τους Ιαπωνικής προέλευσης Αμερικανούς, τουλάχιστον 110.000 άνθρωποι, τα 2/3 των οποίων διέθεταν την αμερικανική υπηκοότητα, γνώρισαν τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα, με μοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο την εθνοτική του προέλευση.

Στις 7 Δεκέμβρη 1941 σημειώθηκε η επίθεση της ιαπωνικής πολεμικής αεροπορίας κατά της αμερικανικής βάσης του Περλ Χάρμπορ, που σήμανε την αφορμή για την κήρυξη πολέμου των ΗΠΑ στην Ιαπωνία μια μέρα αργότερα. Σύντομα όμως ο εχθρός έπαψε να βρίσκεται εκ των τειχών, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα άτομα ιαπωνικής καταγωγής επί αμερικανικού εδάφους, ανεξαρτήτως υπηκοότητας.  Πιο συγκεκριμένα, στις 19 Φλεβάρη 1942, ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ υπέγραψε το εκτελεστικό διάταγμα 9066, βάσει του οποίου ο αμερικανικός στρατός εξουσιοδοτούνταν να μετακινήσει όλους τους κατοίκους ιαπωνικής καταγωγής σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρότι δυο μυστικές έρευνες που είχαν διεξαχθεί με εντολή του ίδιου του προέδρου απέδειξαν ότι δεν προερχόταν κανένας κίνδυνος από τους Ιαπωνικής προέλευσης Αμερικανούς, τουλάχιστον 110.000 άνθρωποι, τα 2/3 των οποίων διέθεταν την αμερικανική υπηκοότητα, γνώρισαν τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα, με μοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο την εθνοτική του προέλευση.

Τα αίτια αυτής πολιτικής, που σημειωτέον δεν άγγιξε άτομα ιταλικής ή γερμανικής καταγωγής, σχετίζονται αφενός με τον υφέρποντα επί δεκαετίες ρατσισμό κατά του “κίτρινου κινδύνου”, αφετέρου με επιχειρηματικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στον τομέα της γεωργίας. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, ενδεικτική είναι η άποψη του στρατιωτικού διοικητή της Δυτικής Ακτής αντιστράτηγου Τζον ντε Βιτ: “Στον πόλεμο στον οποίο βρισκόμαστε τώρα οι φυλετικές συνάφειες δε διαρρηγνύονται λόγω μετανάστευσης”, έγραφε σε αναφορά του το 1941. “Η ιαπωνική φυλή είναι εχθρική φυλή και παρότι πολλοί Ιάπωνες δεύτερης και τρίτης γενιάς που γεννήθηκαν σε Αμερικανικό έδαφος με υπηκοότητα Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν “εξαμερικανιστεί”, τα φυλετικά δεσμά παραμένουν ανόθευτα”

Ιδιαίτερα κρίσιμος ήταν ο ρόλος των επιχειρηματικών συμφερόντων, όπως εκφραζόταν από γεωργικές εταιρείες με έδρα την Καλιφόρνια, που ήλπιζαν να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό των παραγωγικών οικογενειακών αγροκτημάτων της πολιτείας, πολλές από τις οποίες ανήκαν σε Ιαπωνο-Αμερικανούς, καθώς στη Δυτική Ακτή, το 45% εξ αυτών βάσει στοιχείων του 1940 ασχολούνταν με τη γεωργία. Ο Ώστιν Άνσον, επικεφαλής της εταιρείας Salinas Vegetable Grower-Shipper Association, ώρες μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ πήγε στην Ουάσινγκτον, εξυφαίνοντας ιστορίες περί ιαπωνο-αμερικανικού σαμποτάζ και πιέζοντας για την απομάκρυνση των πληθυσμών ιαπωνικής καταγωγής. Δεν είχε μάλιστα κανένα πρόβλημα, λίγους μήνες μετά να δηλώσει στην εφημερίδα Saturday Evening Post, τα πραγματικά του κίνητρα: “Μας κατηγορούν ότι θέλουμε να ξεφορτωθούμε τους Ιάπωνες για εγωϊστικούς λόγους. Ας είμαστε ειλικρινείς. Το θέλουμε. Το ερώτημα είναι αν θα ζήσει ο λευκός άνθρωπος στην Ακτή του Ειρηνικού ή οι σκούροι (brown) άνθρωποι. Ήρθαν στην κοιλάδα αυτή να δουλέψουν κι έμειναν να κυριαρχήσουν. Πουλούν λιγότερο από το λευκό στις αγορές…Βάζουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους να δουλεύουν ενώ ο λευκός αγρότης πρέπει να πληρώνει μεροκάματα για να έχει βοήθεια. Αν οι Ιάπωνες απομακρυνθούν αύριο, σε δυο βδομάδες δε θα μας λείπουν καθόλου, γιατί οι λευκοί αγρότες μπορούν να αναλάβουν να παράγουν ό,τι καλλιεργεί κι ο Ιάπωνας. Και δεν τους θέλουμε πίσω ούτε όταν ο πόλεμος τελειώσει”.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία των ιαπωνο-αμερικανών στον τομέα συνέβαινε παρότι υπήρχαν ήδη περιορισμοί στην ιδιοκτησία, την απόκτηση υπηκοότητας και τη μετανάστευση τα προηγούμενα χρόνια, εν μέρει λόγω παλαιότερων κινητοποιήσεων των λευκών γεωργικών επιχειρηματιών. H πολεμική εμπλοκή με τη Ιαπωνία ήταν η χρυσή ευκαιρία που έψαχναν για να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό. Οι συνέπειες των πράξεων τους έγιναν αισθητές όχι μόνο στις ζωές των συμπολιτών τους ιαπωνικής καταγωγής, αλλά και στον ανεφοδιασμό των ΗΠΑ με τρόφιμα και στην αγροτική της οικονομία γενικότερα. Βάσει των πολεμικών ποσοστώσεων που όριζε η Αμερικανική Κυβέρνηση, 40% της παραγωγής σειράς γεωργικών προϊόντων αναμενόταν να παραχθεί από Ιαπωνο-Αμερικανικά αγροκτήματα. Όσοι αγρότες δεν είχαν απομακρυνθεί δέχτηκαν απειλές ότι θα κατηγορούνταν για σαμποτάζ, αν παραμελούσαν τις καλλιέργειές τους. Οι συνακόλουθες ελλείψεις ήταν ακριβώς αυτό που ήθελαν οι ανταγωνιστές των Ιαπωνο-Αμερικανών, καθώς οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Ελλείψεις παρατηρήθηκαν επίσης σε αγροτικά χέρια, τα οποία κλήθηκαν να αναπληρώσουν σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιόπαιδες, όπως στη συγκομιδή σκόρδων στην κομητεία της Σάντα Κλάρα, ενώ σύντομα η πρακτική εξαπλώθηκε στην πολιτεία, με τη θέσπιση των “Διακοπών της Νίκης”, όπου οι θερινές διακοπές παρατείνονταν για να αναπληρώσουν οι μαθητές τα κενά των δεκάδων χιλιάδων Ιαπωνο-Αμερικανών αγροτών. Η κυβέρνηση ξεκίνησε επίσης την εκστρατεία “Κήποι της Νίκης”, καλώντας τις οικογένειες να καλλιεργούν τα δικά τους λαχανικά.

Ένας άγνωστος αριθμός ανθρώπων πέθανε λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα στρατόπεδα, ενώ άλλοι πέθαναν σε απόπειρες απόδρασης, κατά τη διάρκεια μεταγωγών, λόγω ατυχημάτων ή διενέξεων με φύλακες. Πολλά ήταν και τα κρούσματα ψυχολογικών τραυμάτων, κυρίως κατάθλιψης. Επιστρέφοντας είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα όσων εξαρχής είχαν μεθοδεύσει τον εκτοπισμό τους, κι έτσι υπήρξαν δεκάδες αναφορές για πυροβολισμούς, εμπρησμούς κι εκρήξεις σε σπίτια, επιχειρήσεις και χώρους λατρείς Ιαπωνο-Αμερικανών, καθώς και περιστατικά βανδαλισμών, ακόμα και αφόδευσης σε τάφους Ιαπώνων. Μία μόνο εκ των υποθέσεων εκδικάστηκε τελικά, όπου τέσσερις άνδερες κατηγορήθηκαν για τοποθέτηση εμπρηστικού μηχανισμού σε αγρόκτημα ιαπωνικής οικογένειας το Γενάρη του 1945. Παρά την ομολογία ενός εκ των δραστών, οι ένορκοι αποδέχτηκαν την υπερασπιστική γραμμή του συνηγόρου πως η επίθεση ήταν δικαιολογημένη ενέργεια για τη διατήρηση της Καλιφόρνια ως “χώρα του λευκού ανθρώπου”, αθωώνοντας όλους τους εμπλεκόμενους.

Οι οικονομικές επιπτώσεις για τις ίδιες της πληγείσες οικογένειες ήταν επίσης δραματικές, καθώς πολλοί επέστρεψαν μόνο με όσα είχαν καταφέρει να μεταφέρουν από τα σπίτια τους τη στιγμή της εκκένωσης, ενώ μόνο ένα τμήμα τους έλαβε πίσω την περιουσία του ή κάποια άλλη μορφή αποζημίωσης. Μεταξύ 1948 και 1965 οι πληγέντες διεκδίκησαν 148 εκατομμύρια δολλάρια αποζημίωση από την αμερικανική κυβέρνηση, εκ των οποίων τελικά έλαβαν μόνο 37 εκατομμύρια. Μόλις το 1988 υπήρξε επίσημη απολογία των αρχών για τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα μαζί με την προσφορά 20.000 στους επιζήσαντες.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: