Η ίδρυση του Ναζιστικού Κόμματος: Τα 25 σημεία και ο “αντικαπιταλισμός” του πρώτου προγράμματος
Τις περισσότερες συζητήσεις προκάλεσε κι εξακολουθεί να προκαλεί το οικονομικό πρόγραμμα όπως ορίζεται στα 25 σημεία,Μεγάλα τμήματα της αστικής ιστοριογραφίας, στη Γερμανία και διεθνώς αρέσκονται στο να το υπογραμμίζουν τον “αντικαπιταλιστικό” ή ακόμα και “σοσιαλιστικό” χαρακτήρα αυτών των πρώιμων μέτρων.
Στις 24 Φλεβάρη ο Αδόλφος Χίτλερ εξήγγειλε το πρόγραμμα του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Προγράμματος στη μπυραρία Χοφμπρόιχαους του Μονάχου ενώπιων 2.000 ακροατών. Στην ιστορία των ναζί η ημερομηνία αυτή θεωρείται η ληξιαρχικής πράξη γέννησης του κόμματος, καθώς συμπίπτει με τη μετονομασία του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP) σε NSDAP. To εν λόγω μόρφωμα είχε ιδρυθεί το 1919 από τον Άντον Ντρέξλερ, ενώ ο Χίτλερ έγινε μέλος του το 1920, για να ανέλθει πολύ γρήγορα στην ηγεσία του σχηματισμού. Συγγραφείς του προγράμματος θεωρούνται ο ίδιος ο Ντρέξλερ, που κατά δήλωση του δανείστηκε πολλά σημεία από ένα άλλο ακροδεξιό κόμμα της εποχής, το DSP, o οικονομολόγος Γκότφριντ Φέντερ και ο μέντορας του Χίτλερ, Ντίτριχ Έκαρτ. Φαίνεται πως σημαντική επιρροή στην κατάρτιση του κειμένου είχε το βιβλίο του Χάινριχ Κλας από το 1912, με τίτλο “Αν ήμουν αυτοκράτορας”. Ο ρόλος του ίδιου του Χίτλερ στη σύνταξη του προγράμματος αμφισβητείται, καθώς έχει υποστηριχθεί πως είχε στην καλύτερη περίπτωση περιθωριακή συμμετοχή, ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος από το περιεχόμενο. Όπως και να έχει το υπερασπίστηκε και προέκρινε την αναβολή οποιασδήποτε αλλαγής για τα επόμενα έξι χρόνια, ενώ και το 1926 επανέλαβε τα 25 σημεία που ορίστηκαν “ως μη αναστρέψιμα”.
Η κοσμοθεωρία του ναζισμού δεν είχε κάποια ουσιαστική πρωτοτυπία, σε σχέση με τις ρατσιστικές, εθνικιστικές και αντισημιτικές αντιλήψεις που διακινούνταν από πλειάδα συγγραφέων και πολιτικών οργανώσεων στο γερμανόφωνο χώρο με αυξανόμενη ένταση το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, εποχή περάσματος στον ιμπεριαλισμό, ειδικότερα για την άρτι ενοποιηθείσα Γερμανία του Μπίσμαρκ και του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ μετέπειτα. Οι ναζί, τόσο με το κείμενο αυτό, όσο και με το έργο ο “Αγών μου”, που συνέγραψε αργότερα στη φυλακή ο Χίτλερ, έκαναν ένα συμπίλημα των πιο ακραίων εκφάνσεών αυτών των ιδεών, τις οποίες και υλοποίησαν στη συνέχεια με “βιομηχανική” αποτελεσματικότητα. Σαφώς, παρά τις διακηρύξεις του Χίτλερ περί “μη αναστρεψιμότητας”, η στρογγυλοποίηση κάποιων θέσεων του οικονομικού ιδίως προγράμματος του κόμματος αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της αργής μα σταθερής ανάδειξης του ναζιστικού κόμματος σε προτιμώμενο κόμμα της γερμανικής αστικής τάξης. Είναι αξιοπρόσεκτο ωστόσο ότι αυτό το ιδρυτικό κείμενο περιέχει σε επιγραμματική μορφή όντως απαράλλακτους τους βασικούς άξονες της ναζιστικής πολιτικής σε δυο κρίσιμα ζητήματα: την εξωτερική πολιτική και το Εβραϊκό ζήτημα. Ο παγγερμανισμός, η συνένωση δηλαδή όλων όσων θεωρούνταν Γερμανών ανεξαρτήτως χώρας κατοικίας και η ακύρωσης της συνθήκης των Βερσαλλιών αποτελούν πυλώνες του προγράμματος που επαναλαμβάνεται σε αρκετά από τα 25 σημεία του κειμένου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό, που διακηρύσσεται στη θέση περί απόδοσης ιθαγένειας μόνο σε άτομα γερμανικής καταγωγής, με ρητό αποκλεισμό των Εβραίων από αυτή. Προβλεπόταν ακόμα άμεση παύση των μεταναστεύσεων στη χώρα και η απέλαση όλων των μη Γερμανών που είχαν εγκατασταθεί μετά το 1914 στο Ράιχ, ενώ για όλους τους υπόλοιπους προβλεπόταν ειδικό καθεστώς για αλλοδαπούς, υπό την αίρεση πως “αν δεν ήταν δυνατόν το κράτος να θρέψει όλον τον πληθυσμό” θα εκδιώκονταν όλοι από τη χώρα. Προβλεπόταν επίσης ο έλεγχος του τύπου και της λογοτεχνίας (απ’όπου προβλεπόταν η εκδίωξη των Εβραίων, που ως γνωστόν υπερεκπροσωπούνταν στα δημοσιογραφικά και συγγραφικά επαγγέλματα), η αναμόρφωση του σχολικού προγράμματος σε εθνικιστική κατεύθυνση και με σημαντική έμφαση στη φυσική αγωγή (όπως πράγματι συνέβη στο Γ’Ράιχ), ενώ διακηρύσσονταν και διάφορα δημοκοπικά συνθήματα για προστασία της οικογένειας, της μητρότητας, οικονομικής στήριξης σε φτωχούς αριστούχους γερμανικής προέλευσης και κατάργηση της νεανικής εργασίας. Περίοπτη θέση στο πρόγραμμα καταλάμβαναν επίσης τα συνθήματα περί “αξιοκρατίας” , “καταπολέμησης της διαφθοράς”, τιμωρίας σε θάνατο των τοκογλύφων “ανεξαρτήτως δόγματος ή φυλής” και όσων είχαν αποκομίσει οικονομικά οφέλη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Σημαντική είναι επίσης η επίκληση ενός “θετικού χριστιανισμού”, χωρίς διάκριση των βασικών δογμάτων της χώρας (προτεσταντισμός-καθολικισμός), ενάντια στην “εβραϊκή-υλιστική” σκέψη, σημείο όπου λανθάνει το ιδεολόγημα του εβραιομπολσεβικισμού, που αργότερα ανέπτυξε ο βασικός θεωρητικός των ναζί, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Το σημείο αυτό αποτελεί και έναν πρώτο οιωνό της συμβιβαστικής πολιτικής που πλην εξαιρέσεων θα ακολουθούσαν οι ναζί στην εκκλησιαστική τους πολιτική, παρά τον λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά αντιχριστιανικό προσανατολισμό βασικών του εκπροσώπων.
Τις περισσότερες συζητήσεις προκάλεσε κι εξακολουθεί να προκαλεί το οικονομικό πρόγραμμα όπως ορίζεται στα 25 σημεία, όπου προβλέπονταν μεταξύ άλλων γεωργική μεταρρύθμιση, με απαλλοτρίωση κτημάτων χωρίς αποζημίωση για το κοινό καλό και κατάργηση του τόκου επί της γης, εθνικοποίηση των μεγάλων τραστ, συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη μεγάλνω επιχειρήσεων καθώς και κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, που θα διατίθενταν προς ενοικίαση σε μικροεπιχειρηματίες σε προσιτές τιμές, με παράλληλη προνομιακή τους μεταχείριση σε προμήθειες του κράτους και των δήμων. Μεγάλα τμήματα της αστικής ιστοριογραφίας, στη Γερμανία και διεθνώς αρέσκονται στο να το υπογραμμίζουν τον “αντικαπιταλιστικό” ή ακόμα και “σοσιαλιστικό” χαρακτήρα αυτών των πρώιμων μέτρων. Ακόμα και αν παραβλέψει κανείς ότι ουδέποτε εφαρμόστηκαν τέτοια μέτρα από τους ναζί, με εξαίρεση όσα αφορούσαν τις εβραϊκές περιουσίες, δε χρειάζεται πολλή εμβρίθεια για να αντιληφθεί κανείς τον καθαρά μικροαστικό χαρακτήρα αυτών των μέτρων, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν έθιγε την ουσία της ατομικής ιδιοκτησίας, ούτε προφανώς ευαγγελίζονταν κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό στην οικονομία. Απλά τόσο η κοινωνική θέση της πλειονότητας του αρχικού πυρήνα των ναζί, όσο και του ακροατηρίου από το οποίο ήλπιζαν να αποσπάσουν αριθμητικά τη μεγαλύτερη υποστήριξη, ήταν μικροαστική και αυτό υπαγόρευε τη συγκεκριμένη οικονομική προπαγάνδα. Εξάλλου, ο Χίτλερ, που όπως έχει σημειωθεί εύστοχα από τον Κουρτ Γκοσβάιλερ θα ήταν φανατικά υπέρ της γερμανικής αστικής τάξης ακόμα κι αν δεν έπαιρνε ποτέ δεκάρα από αυτή, έκανε το παν για να διευκρινήσει τα όρια της “αντικαπιταλιστικής” ρητορικής του προγράμματος, ιδιαίτερα από τις εκλογές του 1928 κι έπειτα, όταν διευκρίνιζε ότι το ναζιστικό κόμμα ήταν “αυτονόητα υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας”, ενώ και η αγροτική μεταρρύθμιση αφορούσε κατά κύριο λόγω Εβραίους ιδιοκτήτες και επιχειρήσεις. Τα υπολείμματα “σοσιαλιζόντων” συνθημάτων παραμερίστηκαν βίαια το 1934 με τη φυσική εξόντωσης της εσωκομματικής αντιπολίτευσης της πτέρυγας του Γκρέγκορ Στράσερ κατά τη λεγόμενη “Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών”. Μάλιστα, πάλι κατά την ανάλυση του Γκοσβάιλερ, η εν λόγω πτέρυγα δεν εξέφραζε απλώς τους δυσαρεστημένους από τη ματαίωση των μέτρων υπέρ των μικρών ιδιοκτητών μετά την ανάληψη της εξουσίας , αλλά επί της ουσίας ήταν πολιτική έκφραση μιας ενδοαστικής διαμάχης στους κόλπους του ναζιστικό κόμματος, με την πτέρυγα Στράσερ να συμπυκνώνει τα αιτήματα της χημικής βιομηχανίας, με προεξάρχουσα τη διαβόητη IG-Farben, έναντι της μερίδας των τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας, με επικεφαλής τους Fritz Thyssen και Hjalmar Schacht.