Ιωάννης Ράλλης – Ο χρήσιμος δοσίλογος των αστών
Από παλιό τζάκι, ήταν ο μόνος κατοχικός πρωθυπουργός που διέθετε κάποιο πολιτικό έρεισμα, λόγος εξάλλου που επιλέχθηκε από τους κατακτητές μετά την παταγώδη αποτυχία των προκατόχων του να άρουν την εξάπλωση του αντιστασιακού κινήματος, όπου κυριαρχούσε το ΕΑΜ
Μπορεί το όνομα του Τσολάκογλου να έγινε συνώνυμο του δοσιλόγου, ο σημαντικότερος ωστόσο μεταξύ των τριών πρωθυπουργών της κατοχής ήταν χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης Ράλλης. Από παλιό τζάκι, ήταν ο μόνος που διέθετε κάποιο πολιτικό έρεισμα, λόγος εξάλλου που επιλέχθηκε από τους κατακτητές μετά την παταγώδη αποτυχία των προκατόχων του να άρουν την εξάπλωση του αντιστασιακού κινήματος, όπου κυριαρχούσε το ΕΑΜ. Η πιο πολιτική από τις τρεις δοσιλογικές κυβερνήσεις, συγκροτήθηκε εξαρχής με άξονα τον αντικομμουνισμό, συσπειρώνοντας τόσο την εγχώρια αστική τάξη, όσο και τα υπόλοιπα στρώματα που φοβούνταν τη δυναμική το ΕΑΜ, με το βλέμμα στραμμένο στη μεταπολεμική κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο πως και η εξόριστη κυβέρνηση, παρότι κατήγγειλε δια στόματος βασιλιά Γεωργίου Β’ την κυβέρνηση Ράλλη ως προδοτική, αποδεδειγμένα στην πορεία αξιοποίησε και ενσωμάτωσε τα μέλη του βασικού δημιουργήματος του Ράλλη, των Ταγμάτων Ασφαλείας, στον αγώνα της να διασφαλίσει τη διαίωνιση της αστικής εξουσίας την επαύριο της απελευθέρωσης. Χαρακτηριστικές σε αυτή την κατεύθυνση ήταν εξάλλου οι καταθέσεις σημαντικών αστών πολιτικών στη δίκη των δοσιλόγων υπέρ του Ράλλη. Όπως ομολόγησε με κυνική ειλικρίνεια ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και μελλοντικός εμφυλιακός πρωθυπουργός Δημήτρης Μάξιμος στη δίκη το 1945: “Δι’όλους εμάς, που εζήσαμεν εδώ, τα τάγματα υπήρξαν χρησιμώτατα”. Πιο αποκαλυπτικός ακόμα, ο Γεώργιος Στράτος, μετέπειτα υπουργός στρατιωτικών στον Εμφύλιο “Όλος ο πολιτικός κόσμος διεμαρτυρήθη και προς την κυβέρνησιν Τσουδερού και προς την κυβέρνησιν Παπανδρέου διότι κατεδίκασαν τα τάγματα, ενώ η ζωή μας εκινδύνευεν εδώ”. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο “Νέστωρ” της μεταπολίτευσης Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατέθεσε πως τα “τάγματα ασφαλείας έγιναν συνεπεία των εγκλημάτων του ΕΛΑΣ”.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1878, ήταν γιος του Δημητρίου Ράλλη, σημαίνοντος πολιτικού που υπήρξε επανειλημμένα πρωθυπουργός της χώρας στο διάστημα 1897-1921. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, τη Γαλλία και τη Γερμανία κι εργάστηκε ως δικηγόρος. Αναμείχθηκε στην οργάνωση του αντάρτικου που προωθούσε τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, ως συνιδρυτής του Μυστικού Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου το 1904. Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε το 1906, όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής, κάτι που θα πετύχαινε σχεδόν χωρίς διακοπή ως το 1936. Υπηρέτησε ως υπουργός ναυτικών στη βραχύβια κυβέρνηση του πατέρα του το 1920. Ως στέλεχος των Λαϊκών του Παναγή Τσαλδάρη, πέρασε από το Υπουργείο Εξωτερικών, Εσωτερικών κι αεροπορίας, ήρθε όμως σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό και παραιτήθηκε. Το 1936 κατόρθωσε να επανεκλεγεί και να τεθεί επικεφαλής ομάδας “ανεξάρτητων” βουλευτών. Κατά “παράδοξο” τρόπο, ήταν πολέμιος της μεταξικής δικτατορίας, παρότι είχε συμπορευτεί μαζί του παλαιότερα στο ζήτημα της μοναρχικής παλινόρθωσης, διαδραματίζοντας ρόλο στο Κίνημα της Κρήτης στα Χανιά το 1938.
Ανέλαβε πρωθυπουργός της κατοχικής “Ελληνικής Πολιτείας” τον Απρίλη του 1943, κρατώντας επίσης τα χαρτοφυλάκια Γεωργίας, Επισιτισμού και Άμυνας. Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων έδωσε το στίγμα του στο διάγγελμά του, καλώντας σε συστράτευση με τον Άξονα για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου: Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν…ότι διεξάγων ο Άξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν, φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχει τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργεί εις αυτόν ο ελληνικός λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλει εμπόδια εις το βαρύτατον τούτον έργον του.”
Τα “εμπόδια” βέβαια δεν ήταν άλλα παρά η ηρωϊκή δράση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, την οποία προσπάθησε παντοιοτρόπως να αντιμετωπίσει. Αρχικά εξήγγειλε αμνηστία σε όσους αντάρτες παρέδιδαν τα όπλα τους ως τις 24 Μάη του 1943. Η παταγώδης αποτυχία του μέτρου οδηγεί στη συγκρότηση ειδικών στρατοδικείων από τις 9 Μάη της ίδιας χρονιάς, τη στιγμή που οι κομμουνιστές άρχιζουν να ενοχοποιούνται στην κατοχική προπαγάνδα ακόμα και για τη μαύρη αγορά. παράλληλα, ο Ιωάννης Ράλλης προσπάθησε να διασπάσει την απόλυτη κυριαρχία του ΕΑΜ στο εργατικό κίνημα, συγκροτώντας στις 14 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς εργατικό συνέδριο με εγκάθετους τους καθεστώτος, υπέρ της “εθνικής ενότητας”.
Το βαρύ πυροβολικό της αντιμετώπισης των ανταρτών ήταν βέβαια τα Τάγματα Ασφαλείας, μια πρωτοβουλία του Ράλλη, που απέσπασε τη συναίνεση των Γερμανών, μετά από χρόνια δισταγμών ως προς τον εξοπλισμό ντόπιων δοσιλογικών εθελοντικών σωμάτων. Υπήρχε εξάλλου ήδη το προηγούμενο λίγους μήνες πριν, της ανασυγκρότησης της διαβόητης Milice στη Γαλλία του Βισί, ενώ ο ίδιος ο Ράλλης είχε θέσει ως όρο τη δυνατότητα δημιουργίας των ευζωνικών ταγμάτων θεωρώντας πως ακόμα και “η χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδραση των κομμουνιστών”, εκτίμηση όχι εντελώς αδικαιολόγητη, αν αναλογιστεί κανείς πως πιθανότατα η ίδια η ΟΠΛΑ ξεκίνησε από πυρήνες του ΚΚΕ στα σώματα ασφαλείας.
Μέσω των ταγμάτων ασφαλείας, οι ναζιστικές στρατιωτικές αρχές πετύχαιναν “να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα”, μέσω της αξιοποίησης της “αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού λαούς, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας”. Με τη σειρά τους οι ντόπιοι συνεργάτες και τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούσαν, προλείαιναν το έδαφος για την αναμέτρηση που θα ακολουθούσε ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου. Τα πρώτα τέσσερα τάγματα δημιουργήθηκαν τον Ιούνη του 1943, με βάση την ως τότε άοπλη φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη, ενώ σταδιακά εξαπλώθηκαν στην επαρχία. Με τη στενή έννοια βέβαια, τα “Τάγματα Ασφαλείας” διακρίνονταν από τα ευζωνικά, καθώς προέρχονταν από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και αντικομμουνιστές τοπικούς παράγοντες που ζητούσαν εξοπλισμό από τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ. Τα όρια βέβαια μεταξύ των διάφορων -επίσημων κι ανεπίσημων- ένοπλων αντικομμουνιστικών σχηματισμών ανά την επικράτεια, είτε “αντιστασιακών” είτε αμιγώς δοσιλογικών ήταν βέβαια ρευστά, όπως αποδεικνύει και η πορεία αρκετών μελών τους που διέρχονταν από τη μια οργάνωση στην άλλη, ή από τον “απλό” αντικομμουνιστικό αγώνα στην ανοιχτή συνεργασία με τον κατακτητή, συχνά σε συνάρτηση με το βαθμό στον οποίο είχαν πληγεί από τον ΕΛΑΣ νωρίτερα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ως “Ράλληδες” ή “Γερμανοτσολιάδες” (λόγω της αμφίεσης των ευζώνων) έφτασαν να αποκαλούνται γενικά οι ένοπλοι συνεργάτες του κατακτητή.
Μια άλλη “παρακαταθήκη” του Ράλλη, ήταν η αναδιοργάνωση της Ειδικής Ασφάλειας, ώστε να προσανατολιστεί πιο αποτελεσματικά στην καταστολή του εαμικού κινήματος και της δράσης των κομμουνιστών. Διάσημα θύματα των δολοφονικών μεθόδων της υπηρεσίας ήταν η ηρωϊκή κομμουνίστρια Ηλέκτρα Αποστόλου, αλλά και η αστή αντιστασιακή Λέλα Καραγιάννη.
Ο Ιωάννης Ράλλης αντιμετωπίστηκε, δεδομένης της βαρύτητας των πράξεων του, με σχετική επιείκια από Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, με την έννοια ότι γλίτωσε την εκτέλεση, ποινή που είχε προτείνει ο επίτροπος του δικαστηρίου. Αν προλάβαινε να ζήσει λίγο περισσότερο μάλιστα, ίσως να είχε τύχει μιας ακόμα ευμενέστερης μεταχείρισης, όπως συνέβη με την πλειοψηφία των δοσιλόγων μετεμφυλιακά εξάλλου. Ωστόσο τον πρόλαβε ο θάνατος στη φυλακή ως ισοβίτη από καρκίνο του πνεύμονα, μια μέρα σαν σήμερα, στις 26 Οκτώβρη 1946.