Ιωσήφ Γαριβάλδης – Ο επαναστάτης – σύμβολο της ιταλικής ενοποίησης
Ο χαρισματικός ηγέτης και επαναστάτης, ο άνθρωπος της δράσης δημιούργησε ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του που καλά κρατεί ως τις μέρες μας.
Από την τριανδρία του ιταλικού Ριζορτζιμέντο, δηλαδή της ενοποίησης των ποικιλώνυμων κρατιδίων της χερσονήσου σε ένα κράτος, ανάμεσα στους Καβούρ-Ματσίνι-και Γαριβάλδη, ο τελευταίος αναμφίβολα ξεχωρίζει, όχι μόνο στη χώρα του, όπου πρακτικά κάθε πόλη και χωριό φέρει κάποια πλατεία, δρόμο ή μνημείο με τ’όνομά του, αλλά και διεθνώς. Ο χαρισματικός ηγέτης και επαναστάτης, ο άνθρωπος της δράσης δημιούργησε ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του που καλά κρατεί ως τις μέρες μας. Γεννήθηκε στις 4 Ιούλη 1807 στη Νίκαια της σημερινής Γαλλίας, σε οικογένεια ψαράδων. Δούλεψε ως ναυτικός και από το 1833 συμμετείχε στην επαναστατική οργάνωση του Τζουζέπε Ματσίνι “Τζόβινε Ιτάλια” (Νέα Ιταλία), ακολουθώντας το δρόμο της εξορίας μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα εξέγερση. Στη Βραζιλία ίδρυσε παράρτημα της οργάνωσης μαζί με άλλους Ιταλούς εξόριστους. Κατέφυγε στην Ουρουγουάι μετά από τη συμμετοχή του στο δημοκρατικό αυτονομιστικό κίνημα της επαρχία Ρίο Γκράντε ντο Σουλ το 1841.
Ως διοικητής του στόλου πολέμησε μαζί με συμπατριώτες του στο πλευρό των ουρουγουανών δυνάμεων κατά του Αργεντινού δικτάτορα Μανουέλ ντε Ρόσας. Ακούγοντας τα νέα για την επανάσταση στην Ιταλία το 1848 άφησε τη θέση του ως επικεφαλής της “Ιταλικής Λεγεώνας” και επέστρεψε στην πατρίδα του.. Μετά την αναχώρηση του πάπα Πίου Θ’ από τη Ρώμη, λόγω φιλελεύθερων κινημάτων στα παπικά κράτη, ο Γκαριμπάλντι εγκαταστάθηκε με τους άνδρες του στη Ρώμη, όπου προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό κράτος. Αντιμετωπίζοντας επανειλλημμένα την εχθρότητα των Γάλλων που στήριζαν τον πάπα, κατόρθωσε τελικά με ελιγχμούς να οδηγήσει το στρατό του στο Σαν Μαρίνο. Εκεί διέλυσε το στρατό του και κυνηγημένος από τους Αυστριακούς κατόρθωσε να διαφύγει στην κεντρική Ιταλία, κάτι που εδραίωσε ακόμα περισσότερο τη φήμη του στα ιταλικά κρατίδια ως “ήρωα δύο κόσμων”.
Ωστόσο το βασίλειο του Πεδεμοντίου, που προσδοκούσε σε ηγετικό ρόλο στην ενοποίηση της χερσονήσου, φοβόταν τις ριζοσπαστικές τάσεις του Γαριβάλδη, ο οποίος περιπλανήθηκε και πάλι σε μαι σειρά χώρες, ασκώντας και το παλιό του επάγγελμα στα καράβια. Το 1854 ο ηγέτης του Πεδεμοντίου Κόμης Καβούρ του ζήτησε να επαναπατριστεί, κι ο ίδιος ανακοίνωσε στο Ματσίνι την απόφασή του να στρατευτεί στο πλευρό του μοναρχικού Καβούρ, κάτι που επιβεβαιώθηκε δυο χρόνια μετά με την εισδοχή του στο “Ιταλικό Εθνικό Σύλλογο”.
Μετά από προσωπική συμφωνία μεταξύ Καβούρ και του μονάρχη της δυναστείας της Σαβοΐας Εμμανουήλ Β’, ο Γαριβάλδης ανέλαβε διοικητής του εθελοντικού σώματος “Κυνηγοί των Άλπεων”, συμμετέχοντας στον πόλεμο Γαλλίας και Σαβοΐας κατά της Αυστρίας, που έληξε με τη μερική ανεξαρτητοποίηση περιοχών της βόρειας Ιταλίας. Στις αρχές Μάη 1860 ηγήθηκε της θρυλικής “Πορείας των χιλίων” ερυθροχιτώνων εθελοντών από τη Βόρεια Ιταλία στη Σικελία, απελευθερώνοντας σταδιακά όλο το νησί αλλά και το σύνολο της Νότιας Ιταλίας από την κυριαρχία της δυναστείας των Βουρβώνων. Ο Γαριβάλδης σκόπευε να κατακτήσει και το παπικό κράτος, ενέργεια από την οποία τον απέτρεψε ο Καβούρ, φοβούμενος διπλωματικές επιπλοκές.
Στις 26 Οκτώβρη 1860 δήλωσε το διάσημο “Υπακούω” έναντι του μονάρχη Βίκτωρα Εμμανουήλ, μπροστά στις πύλες της Νάπολης, αναγνωρίζοντας έτσι την επικυριαρχία της δυναστείας του Πεδεμοντίου και της Σαβοΐας. Μετά την ίδρυση του ιταλικού κράτος το 1861 ο Γαριβάλδης αντιτάχθηκε στη συντηρητική πτέρυγα Καβούρ και βασιλιά με την οποία είχε παλιότερα συμμαχήσει, στοχεύοντας στην απελευθέρωση των παπικών κρατών. Συνέβαλε το 1866 στη νίκη του ιταλοπρωσικού πολέμου κατά της Αυστρίας, πετυχαίνοντας έτσι την προσάρτηση στης Βενετίας. Το 1867 επιχείρησε με την άρρητη συναίνεση της κυβέρνησης να προσαρτήσει τα παπικά κράτη, αλλά η παρέμβαση της Γαλλίας ανάγκασε τις ιταλικές αρχές να τον συλλάβουν για να μην κινήσουν υποψίες για τη δική τους εμπλοκή. Του επιβλήθηκε κατ’οίκον περιορισμός στην Καπρέρα, αλλά το 1870-71 συμμετείχε εκ νέου στην υπεράσπισης της Γαλλίας κατά των Πρώσων εισβολέων. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο ίδιος παρενέβαινε στα δημόσια πράγματα μόνο μέσω αθρογραφίας. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1882 στην Καπρέρα. Όντας ήδη δημοφιλής εν ζωή, βλέποντας ακόμα και την πρόεδρο των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολνν να του προσφέρει μια θέση στο στράτευμα των βόρειων μετατράπηκε σε πραγματικά θρύλο μετά το θάνατό του.
Η μορφή του ήταν εξαιρετικά αγαπητή στη μετεπαναστατική Ελλάδα, η οποία με τη σειρά της συγκινούσε τους φυσικούς και πολιτικούς απογόνους του Ιταλού επαναστάτη, Εϊναι χαρακτηριστικό πως ο γιος του, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι πολέμησε με εθελοντές στο πλευρό Ελλήνων στον λεγόμενο “ατυχή” πόλεμο του 1897, ενώ άλλοι Γαριβαλδινοί κυρίως υπό το λογαγό Αλέξανδρο Ρώμα, συμμετείχαν τόσο στους βαλκανικούς πολέμους, όσο και στο βραχύβιο αυτονομιστικό κίνημα της Βορείου Ηπείρου το 1914.