Ιουλιανός ο “Αποστάτης”- Ο τελευταίος των Εθνικών αυτοκρατόρων
Μορφωμένος και με προσωπικά χαρίσματα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι οι πολιτική αποφασιστικότητα δεν αρκεί για να αντιστρέψει κανείς τη φορά της ιστορίας.
O Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, ανηψιός του Κωνσταντίνου Α’ είναι μια από τις γοητευτικότερες μορφές της ύστερης αρχαιότητας. Η σύντομη παραμονή του στον αυτοκρατορικό θρόνο της ενιαίας τότε ακόμα Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σημαδεύτηκε από την προσπάθειά του να αναβιώσει την εθνική θρησκεία σε βάρος του χριστιανισμού, που μετά τα μέτρα του Κωνσταντίνου και τον διαδόχων του είχε πάρει τεράστια ώθηση, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η απόπειρά του αυτή του στοίχισε τον τίτλο του “Παραβάτη” ή “Αποστάτη”, ο οποίος του αποδόθηκε από χριστιανούς συγγραφείς και για πολλούς αιώνες τον συνόδευε και στην ιστοριογραφία, η οποία βέβαια σήμερα αποφεύγει τέτοιους ιδεολογικά φορτισμένους όρους.
Η θρησκευτική του πολιτική επισκίασε τα επιτεύγματα αλλά και τις αποτυχίες του σε άλλα πεδία της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, με κυριότερη από τις δεύτερες την εκστρατεία του κατά των Περσών που κόστισε και τη δική του ζωή. Μορφωμένος και με προσωπικά χαρίσματα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι η πολιτική αποφασιστικότητα δεν αρκεί για να αντιστρέψει κανείς τη φορά της ιστορίας, αφού η εδραίωση του χριστιανισμού πήγαινε χέρι-χέρι με τις τεκτονικές αλλαγές που βίωνε από τα τέλη του 3ου μΧ αι. η οικουμενική αυτοκρατορία της Ρώμης, και που θα οδηγούσαν σταδιακά στην εμφάνιση αυτού που εκ των υστέρων ονομάστηκε “Μεσαίωνας”. Παρόμοια καταδικασμένο εγχείρημα ανασύστασης ενός χαμένου πια κόσμου ήταν εξάλλου και η “Reconquista” του -αυστηρά ορθόδοξου και διώκτη των εθνικών – Ιουστιανιανού περίπου 2 αιώνες αργότερα, με στόχο την αποκατάσταση των παλιών συνόρων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ακμή της.
Ο Ιουλιανός ήταν γιος του Ιούλιου Κωνστάντιου και τις Βασιλίνας, κόρης ενός αξιωματούχου της Αιγύπτου. Είχε τρία ετεροθαλή αδέλφια κι έχασε τη μητέρα του σε βρεφική ηλικία. Ως τα έξι του χρόνια έζησε μια γαλήνια παιδική ηλικία, μέχρι που ο νέος αυτοκράτορας Κωνστάντιος δολοφόνησε τους συγγενείς του προκατόχου του, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα του Ιουλιανού, ενώ ο ίδιος και ο αδελφός του Γάλλος σώθηκαν μόνο λόγω της μικρής τους ηλικίας. Ο Ιουλιανός έζησε στη Νικομήδεια και έλαβε χριστιανική ανατροφή, υπό το αρειανικό δόγμα που τότε κυριαρχούσε στην αυτοκρατορική αυλή. Το 345 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του εθνικού ρητοροδιδασκάλου Λιβάνιου, που αργότερα συνέθεσε τον επικήδειο του ίδιου. Συνδέθηκε με τους νεοπλατωνιστές και φοίτησε κοντά τους στην Πέργαμο, και παρότι δεν είναι σαφές πότε στράφηκε οριστικά στον παγανισμό, είναι βέβαιο πως η απόφαση του ενισχύθηκε από την αιχμαλωσία του στα χέρια του Κωνστάντιου που στο μεταξύ είχε εκτελέσει το Γάλλο. Το 355, ελεύθερος πλέον, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, ενώ την ίδια περίοδο υπήρξε συμμαθητής των πατέρων της Εκκλησίας Γρηγόριου Ναζιανζηνού και Βασιλείου της Καισαρείας στη νεοπλατωνική σχολή του Πρίσκου στην Αθήνα.
Μετά από λίγους μήνες τον καλούν πίσω στην αυλή της Κωνσταντινούπολης και ανακηρύσσεται Καίσαρας με στόχο την εδραίωση της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Δύση. Πράγματι σημείωσε μια σειρά επιτυχιών κατά γερμανικών φύλων στην περιοχή του Ρήνου και της Γαλατίας. Οι επιτυχίες του Ιουλιανού τον καθιστούσαν ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των στρατιωτών, κάτι που θορύβησε τον Κωνστάντιο. Μετά τη διαταγή του να επιστρέψουν τα στρατεύματά του κατά πλειοψηφία στην Ανατολή για πόλεμο κατά των Περσών, μια λεγεώνα στασίασε και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα, σύμφωνα με ορισμένους με δική του παραίνεση και υπόσχεση ανταμοιβής. Πριν προλάβουν ωστόσο να συγκρουστούν οι δυο αυτοκράτορες ο Κωνστάντιος πέθανε ξαφνικά, χωρίς άλλο διάδοχο, κάτι που άφηνε το θρόνο στον Ιουλιανό.
Εξαρχής προσπάθησε να υλοποιήσει το σχέδιο αποκατάστασης της εθνικής θρησκείας. Αρχικά απέλυσε υψηλόβαθμους χριστιανούς στρατιωτικούς και υπαλλήλους, ενώ παράλληλα αναστήλωσε κατεστραμμένους ναούς της παλιάς θρησκείας, αποκαθιστώντας τους ιερείς της. Σταθμός της εκστρατείας του κατά των χριστιανών ήταν το διάταγμα του 362 που απέκλειε τη διδασκαλία των αρχαίων γραμμάτων από χριστιανούς, παρότι η διατύπωση ήταν τόσο γενικόλογη που υιοθετήθηκε κι από τους χριστιανούς αυτοκράτορες μετέπειτα. Στην πράξη ωστόσο φαίνεται πως το μέτρο εφαρμόστηκε σε αυτή την κατεύθυνση, προκαλώντας την αντίδραση ακόμα και του επίσης εθνικού και ένθερμου υποστηρικτή του Ιουλιανού, του ιστορικού Αμμιανού Μαρκελίνου.
Παρότι δεν προχώρησε επισήμως σε διωγμούς, ανέχτηκε την κατά τόπους έξαρση αντιχριστιανικής βίας. Ανακάλεσε από την εξορία διάφορους χαρακτηρισμένους ως αιρετικούς επισκόπους, με στόχο να υποθάλψει τις δογματικές έριδες που ήλπιζε να υπονομεύσουν περαιτέρω τη χριστιανική εκκλησία. Επίσης προχώρησε και ο ίδιος σε συγγραφή έργων αντιχριστιανικής πολεμικής, όπως το γνωστό Κατά Γαλιλαίων, αλλά και σειρά επιστολών, όπου καταδείκνυε όσα θεωρούσε σφάλματα της χριστιανικής πίστης και παρουσίαζε τους Χριστιανούς ως παρίες του ιουδαϊσμού.
Αντιλαμβανόμενος ότι μέρος της επιτυχίας του χριστιανισμού οφειλόταν στη θεσμική του οργάνωση, δηλαδή του δίκτυου των εκκλησιών κι επισκοπών, αλλά και την κοινωνική πολιτική που αυτές ασκούσαν, προσπάθησε να ενσωματώσει αυτά τα στοιχεία σχεδιάζοντας μια “εθνική εκκλησία” υπό κρατική αιγίδα. Αυτή η εκκλησία θα μιμούνταν τα οργανωτικά πρότυπα των χριστιανικών και θα έδινε έμφαση στη φιλανθρωπία, ενώ φιλοσοφικό της υπόβαθρο ορίζονταν ο νεοπλατωνισμός. Η πλήρης έλλειψη εξοικείωσης των εθνικών με οποιαδήποτε έννοια οργανωμένου δόγματος και εκκλησίας καταδίκασε αυτό το σχέδιο εν τη γενέσει του, αφού οι “εθνικοί” επίσκοποι που διόρισε κατά τόπους δεν κατόρθωσαν να συσπειρώσουν ικανοποιητικά ούτε τους προϋπάρχοντες πιστούς της παλιάς θρησκείας.
Εξάλλου, το κράμα νεοπλατωνισμού και ανατολίτικου μυστικισμού που ευαγγελιζόταν ο Ιουλιανός, όπως και η εμμονή του σε αιματηρές θυσίες ζώων ξένισαν τους υπηκόους του, ιδιαίτερα στην Αντιόχεια, όπου ο κυρίως χριστιανικός πληθυσμός αντιμετώπιζε λιμό την ώρα που έβλεπε να προσφέρονται απλόχερα σφάγια στους θεούς. Ούτε όμως και οι εθνικοί της πόλης τον καλοδέχτηκαν, λόγω του ηθικολογικού του προγράμματος (προσπάθεια απαγόρευσης της ερωτικής λογοτεχνίας) και της αντιπαλότητάς του με την τοπική σύγκλητο. Ο ίδιος μάλιστα έγραψε μια δηκτική σάτιρα κατά των Αντιοχέων με τον Μισοπώγωνα. Στα πλαίσια της αντιχριστιανικής του πολιτικής έδειξε εύνοια στο εβραϊκό στοιχείο, προσβλέποντας παράλληλα σε στήριξη των Εβραίων της Βαβυλώνας κατά των Σασανιδών της Περσίας.
Στους υπόλοιπους τομείς της εσωτερικής πολιτικής αποδείχτηκε επίσης δραστήριος, καταπολεμώντας τη διαφθορά κι ανανεώνοντας τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη και το στρατό, ενώ έθεσε το θεμέλιο λίθο της βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης προσφέροντας και την προσωπική του συλλογή σε αυτή.
Αρχή του τέλους για τον Ιουλιανό ήταν η εκστρατεία του κατά των Περσών, μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία της ύστερης αρχαιότητας, πιθανόν για διασφάλιση των συνόρων ή από προσπάθεια μίμησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ρόλο έπαιξε και η προσπάθεια βελτίωσης της σχέσης του με τους στρατηγούς του μέσω της επίτευξης νικών στα πεδία της μάχης και του συνεπαγόμενου κύρους που αυτές θα επέφεραν. Οι πηγές δε συμφωνούν για τον ακριβή αριθμό του στρατεύματος, ανερχόταν πάντως σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Αρχικά γνώρισε μεγάλη επιτυχία, διασφαλίζοντας την υποταγή Περσών και άλλων τοπικών ηγεμόνων. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα, οι στρατηγοί του τον συμβούλευσαν να αποφύγει την πολιορκία της πόλης, λόγω της αυξανόμενης περσικής αντίστασης, αλλά και της πολιτικής καμένης γης που εφάρμοζαν οι Πέρσες, δυσκολεύοντας τον ανεφοδιασμό του στρατεύματος. Ο Ιουλιανός αναγκάστηκε να ενδώσει, καίγοντας μάλιστα το στόλο του για να μην πέσει σε εχθρικά χέρια.
Η εξάντληση των στρατιωτών καθιστούσε αναγκαία μια στάση, αλλά το στρατόπεδο που δημιουργήθηκε γινόταν στόχος Περσών ατάκτων. Σε μία από αυτές τις επιθέσεις ο Ιουλιανός ενεπλάκη σε μάχη και χτυπήθηκε θανάσιμα από δόρυ στην κοιλιά. Μεταφέρθηκε στη σκηνή του, μίλησε με τους στρατηγούς του για τελευταία φορά κι άφησε λίγο αργότερα την τελευταία του πνοή σαν σήμερα το 363.
Με τον Ιουλιανό έληξε η πρώτη δυναστεία του Βυζαντίου, που καταγόταν από τον Κωνσταντίνο, καθώς η μοναχοκόρη του πέθανε πιθανότατα σε παιδική ηλικία. Τον διαδέχτηκε ο Ιοβιανός, ένας κατώτερος χριστιανός αξιωματικός που έκλεισε μια βαριά για την αυτοκρατορία ειρήνη με τον Σασσανίδη ηγεμόνα. Έμελλε να περάσουν τρεις ακόμα αιώνες πριν Ρωμαίος ηγεμόνας κατορθώσει να επιτύχει εκεί που απέτυχε ο Ιουλιανός, δηλαδή να υποτάξει οριστικά τους Πέρσες, όπως έκανε ο Ηράκλειος τις πρώτες δεκαετίες του 7ου μΧ αι., λίγο πριν αναδυθεί ένας νέος, κι όπως αποδείχτηκε σαφώς πιο επικίνδυνος αντίπαλος, οι Άραβες.