Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 2ο)
«Μη φοβάστε! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…» – Η ανάπτυξη της αντίστασης του Παλαιστινιακού λαού – Η εξέγερση του 1936-1939 – Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές αναζητούν διέξοδο από τις συνέπειες της πολιτικής τους
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, υπό την αιγίδα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με την αρωγή των Εβραίων κεφαλαιούχων, η διαδικασία του εβραϊκού εποικισμού της Παλαιστίνης προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς. Μέσα σε δύο δεκαετίες ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε από 83.790 (12,9% του συνόλου) το 1922, σε 174.606 (18,1%) το 1931 και 474.102 (31,2%) το 19411.
Αντίστοιχα, η γη υπό την ιδιοκτησία του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου (ΕΕΤ) εννιαπλασιάστηκε, καθιστώντας το ΕΕΤ «το μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης στην Παλαιστίνη»2.
«Ο μαζικός εποικισμός και η αγορά γης» αποτελούσαν, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα δύο από τα τρία «βασικά μέσα» που επιστρατεύτηκαν από τον Σιωνιστικό Οργανισμό (ΣΟ) για την επίτευξη των στόχων του. «Το τρίτο ήταν η άρνηση εργασίας στους Παλαιστινίους εργαζομένους (…) Στην ταχεία προέλασή του προς την “εθνική του εστία” ο Σιωνιστικός Οργανισμός ακολούθησε μια αυστηρή πολιτική, που με σύγχρονους όρους θα μπορούσε να περιγραφεί ως φυλετικός διαχωρισμός. Μόνο Εβραίοι εργαζόμενοι μπορούσαν να εργαστούν σε εβραϊκά αγροκτήματα και κοινότητες». Αυστηροί όροι φυλετικού αποκλεισμού των Αράβων υπήρχαν επίσης στην αγοραπωλησία γης3.
Χαρακτηριστική υπήρξε ίσως η γελοιογραφία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας των χριστιανών Αράβων «Falastin» (18.6.1936), που εμφάνιζε τον σιωνισμό ως έναν κροκόδειλο υπό την προστασία Βρετανού στρατιώτη να απευθύνεται στους Παλαιστινίους λέγοντας: «Μη φοβάστε!!! Θα σας καταπιώ ειρηνικά…».
Βεβαίως, καμιά εκτόπιση ενός γηγενούς πληθυσμού από τον τόπο του δεν αποτελεί μια «ειρηνική» διαδικασία. Ακόμη και αν επιχειρείται χωρίς (πρώτα και κύρια) την άμεση χρήση βίας, αλλά με πιο έμμεσο τρόπο (όπως η συστηματική αγορά εδαφών, η επιβολή όρων απαρτχάιντ σε αυτά, κ.ο.κ.). Ο μαζικός εποικισμός της Παλαιστίνης με σκοπό τη δημιουργία κράτους επί της πατρογονικής γης ενός άλλου λαού ενείχε εξαρχής και εξ ορισμού τα στοιχεία της βίας και του καταναγκασμού.
Ο Ζεέβ Γιαμποτίνσκι (ηγετικό στέλεχος του ΣΟ και ιδρυτής του «αναθεωρητικού σιωνισμού»4, από την ιδεολογικοπολιτική μήτρα του οποίου προήλθε και το νυν κυβερνών κόμμα Λικούντ του Μπ. Νετανιάχου) έγραφε χαρακτηριστικά το 1923: «Δεν μπορεί να υπάρξει οικειοθελής συμφωνία ανάμεσα σε εμάς και τους Παλαιστίνιους Αραβες. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον (…) Οι ιθαγενείς πληθυσμοί (…) πάντοτε αντιστέκονταν στους εποικιστές». Παρέπεμψε δε στα ιστορικά παραδείγματα της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής για του λόγου το αληθές. Και πρόσθεσε: «Το να φαντάζεται κανείς, όπως κάνουν οι Αραβόφιλοι ανάμεσά μας, πως (οι Παλαιστίνιοι Αραβες) θα συναινέσουν οικειοθελώς στην υλοποίηση (των στόχων) του σιωνισμού, με αντάλλαγμα τις ηθικές και υλικές ευκολίες που φέρνει μαζί του ο Εβραίος έποικος, είναι παιδαριώδες και στο βάθος κάπως περιφρονητικό για τον αραβικό λαό (…) πως θα ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν την πατρίδα τους έναντι ενός καλού σιδηροδρομικού συστήματος (…) Δεν υπάρχει βάση σε μια τέτοια άποψη. Μπορεί μεν κάποιοι Αραβες ανά περίπτωση να είναι δεκτικοί σε δωροδοκίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αραβικός λαός της Παλαιστίνης συνολικά θα ξεπουλούσε αυτόν τον ένθερμο πατριωτισμό που διαφυλάσσει με τόσο ζήλο (…) Κάθε ιθαγενής πληθυσμός στον κόσμο αντιστέκεται στους αποικιοκράτες όσο υπάρχει ακόμη και η παραμικρή ελπίδα να μη μετατραπεί σε αποικία (…)
Δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάποια επαρκή αποζημίωση στους Παλαιστίνιους Αραβες ως αντάλλαγμα για την Παλαιστίνη. Και επομένως, δεν υπάρχει πιθανότητα επίτευξης οικειοθελούς συμφωνίας (…) Ο σιωνιστικός εποικισμός πρέπει ή να σταματήσει ή (…) να συνεχίσει να αναπτύσσεται υπό την προστασία μιας ισχύος ανεξάρτητης από τον ντόπιο πληθυσμό – πίσω από ένα σιδηρούν τείχος, το οποίο ο ντόπιος πληθυσμός δεν θα μπορεί να διαπεράσει. (…) Σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους “μιλιταριστές” και τους “χορτοφάγους” (σ.σ. μετριοπαθείς) μας. Εκτός του ότι οι μεν πρώτοι θα προτιμούσαν το σιδηρούν αυτό τείχος να αποτελείται από Εβραίους στρατιώτες, ενώ οι δεύτεροι από Βρετανούς (…)
Αν κάποιος διαφωνεί θεωρώντας αυτήν την άποψη ανήθικη, του απαντώ: Δεν είναι αλήθεια (…) Πιστεύουμε ότι ο σιωνισμός είναι ηθικός και δίκαιος (…) Δεν υπάρχει άλλη ηθική»5.
«Ο σιωνισμός», θα επαναλάβει ο Γιαμποτίνσκι, «είναι μια εποικιστική επιχείρηση και επομένως βασίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ένοπλη δύναμη. Είναι σημαντικό να χτίζεις, είναι σημαντικό να μιλάς εβραϊκά, αλλά, δυστυχώς, είναι ακόμα πιο σημαντικό να μπορείς να πυροβολείς»6.
Ωστόσο, την περίοδο του Μεσοπολέμου, η στρατηγική που επιδιώχθηκε – δημόσια τουλάχιστον – ήταν εκείνη της προοδευτικής / «ειρηνικής» επικράτησης του εβραϊκού στοιχείου στην Παλαιστίνη μέσω των εποικισμών, της αγοράς γης και της γενικότερης αυξανόμενης οικονομικής βαρύτητας της εβραϊκής κοινότητας (υπό την αιγίδα πάντοτε της βρετανικής κυριαρχίας και την προστασία των βρετανικών όπλων). Σε αυτήν τη στρατηγική συναινούσαν τόσο η αστική τάξη της εβραϊκής διασποράς που υιοθετούσε τους στόχους και εκφραζόταν μέσα από τον ΣΟ, όσο και η πλειοψηφία των αστικών πολιτικών κομμάτων που συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης.
Η ιδεολογικοπολιτική επιρροή του αστικού εθνικιστικού ρεύματος του σιωνισμού ήταν εμφανής και στην πολιτική του σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Mapai του Ντ. Μπεν Γκουριόν (που καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης). Στηρίζοντας την επέκταση των εποικισμών, τους φυλετικούς διαχωρισμούς, κ.ο.κ., η σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα που έλεγχε, έγιναν ο πιο άμεσος και αποτελεσματικός δίαυλος διοχέτευσης του αστικού δηλητηρίου του σιωνισμού στους Εβραίους εργαζόμενους.
Η μόνη πολιτική δύναμη που πάλευε για την ταξική – διεθνιστική ενότητα των εργαζομένων, για τον κοινό τους αγώνα για ανεξαρτησία αλλά και κοινωνική απελευθέρωση, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης (ΚΚΠ). Το ΚΚΠ ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1923 και έγινε μέλος της ΚΔ τον Μάρτη του 1924. Σε αυτό συσπειρώνονταν πρωτοπόροι εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι, φοιτητές, κ.ά. ανεξαρτήτως καταγωγής (αν και, αρχικά τουλάχιστον, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ήταν Εβραίοι).
Το ΚΚΠ εναντιωνόταν στον σιωνισμό, «ως ρεύμα που ενσάρκωνε τις επιδιώξεις της εβραϊκής αστικής τάξης», που όρθωνε «τείχη εθνικού μίσους» ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες εργάτες και λειτουργούσε ως «το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο του βρετανικού ιμπεριαλισμού στις αραβικές χώρες». Απεναντίας θεωρούσε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Αράβων «έναν από τους κυριότερους παράγοντες στην πάλη κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού» (αν και ασκούσε κριτική στην ηγεσία του κινήματος – βλ. στη συνέχεια)7.
Το ΚΚΠ καταδίκαζε την αρπαγή της γης των Αράβων μικροκαλλιεργητών από το ΕΕΤ και τους Εβραίους εποίκους, ενώ πολλές φορές στάθηκε μαζί τους στην ενεργό υπεράσπισή της έναντι των «εισβολέων» – όπως τους χαρακτήριζε – «οι οποίοι στέρησαν από τους φτωχούς αγρότες όχι μόνο το εισόδημα και την εργασία, αλλά και ό,τι πολυτιμότερο είχαν, το μικρό κομμάτι γης τους»8.«Η εβραϊκή μπουρζουαζία», κατήγγειλε, «είχε βουτηγμένα τα χέρια της στο αίμα αθώων Αράβων και Εβραίων εργατών (…) μετατρέποντας τις εβραϊκές μάζες σε αντικείμενο – θύμα της οργής των (Αράβων) αγροτών». Ταυτόχρονα, το ΚΚΠ καλούσε τους Εβραίους εργάτες να «γυρίσουν την πλάτη στη σοβινιστική ηγεσία τους» και να αρνηθούν τη συμμετοχή σε «σιωνιστικές χουλιγκανικές (σ.σ. παρακρατικές) ομάδες». «Μόνο μέσα από την πάλη τους ενάντια στην πολιτική της “κατάκτησης”», υπογράμμιζε, και «σε κοινό μέτωπο με τους Αραβες εργάτες, μπορούσε να εκδιωχθεί ο ιμπεριαλισμός και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα τόσο των Αράβων όσο και των Εβραίων εργατών»9.
Η ανάπτυξη της αντίστασης του Παλαιστινιακού λαού
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Παλαιστίνιοι αντέδρασαν επανειλημμένα στα όσα σχεδιάζονταν και υλοποιούνταν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς: Το 1920 – 1921, το 1929, το 1933 και το 1936 – 1939.
Αξίζει να σημειωθεί πως ανάλογες εκδηλώσεις αντίστασης σημειώθηκαν την ίδια περίοδο σε όλο τον αραβικό κόσμο, με σημαντικότερες τις εξεγέρσεις στη Συρία, στον Λίβανο (το 1925 – 1927 και το 1934 – 1936) και στο Ιράκ (το 1935 – 1936).
Στην Παλαιστίνη, οι αντιδράσεις της πρώτης περιόδου (τη δεκαετία του 1920) ήταν μικρότερης κλίμακας, περιοριζόμενες – ως προς το εύρος και το επίκεντρό τους – σε βίαιες συγκρούσεις με τους Εβραίους εποίκους. Τα σοβαρότερα επεισόδια σημειώθηκαν τον Αύγουστο του 1929, όταν ο ξεσηκωμός των Αράβων εναντίον των Εβραίων εποίκων γενικεύτηκε, καταλήγοντας σε αιματηρές συμπλοκές, με αποτέλεσμα 220 νεκρούς και 520 τραυματίες (Εβραίους και Αραβες). Οι συγκρούσεις έληξαν μόνο έπειτα από κινητοποίηση ισχυρών δυνάμεων του βρετανικού στρατού.
Οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον, που συστάθηκαν από τους Βρετανούς για να εξετάσουν τα γεγονότα του 1929, κατέληξαν στο ότι τα βαθύτερα αίτια πίσω από τις επιθέσεις των Αράβων κατά των Εβραίων δεν είχαν να κάνουν με θρησκευτικές – φυλετικές διαφορές αλλά με την πολιτική των Βρετανών ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο εβραϊκός εποικισμός εντασσόταν σε αυτή. Συγκεκριμένα, τονιζόταν:
«Σε λιγότερα από 10 χρόνια είχαμε τρεις σοβαρές επιθέσεις Αράβων κατά Εβραίων. Για 80 χρόνια πριν από αυτές τις επιθέσεις δεν υπήρχε κανένα παρόμοιο καταγεγραμμένο γεγονός (…) Πριν από τον Πόλεμο Εβραίοι και Αραβες ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, αν όχι με αγάπη, τουλάχιστον με ανοχή, κάτι που σήμερα είναι σχεδόν άγνωστο στην Παλαιστίνη (…) Στους Αραβες υπάρχει διάχυτη αγανάκτηση για την αποτυχία της βρετανικής κυβέρνησης να τους παραχωρήσει κάποιο βαθμό αυτοδιάθεσης». Και «αυτή η αγανάκτηση», με τη σειρά της, «εκφράζεται απέναντι στους Εβραίους, των οποίων η παρουσία στην Παλαιστίνη θεωρείται από τους Αραβες εμπόδιο για την πραγμάτωση των ελπίδων τους (για ανεξαρτησία)». Επομένως, μπορεί «οι αραβικές επιθέσεις να κατευθύνονταν μόνο εναντίον των Εβραίων, αλλά η αγανάκτηση που ώθησε τους Αραβες να ξεπεράσουν τα όρια οφειλόταν επί της ουσίας στις πολιτικές τους απογοητεύσεις (…) από την Εντολή (σ.σ. τη βρετανική διοίκηση της Παλαιστίνης), και κυρίως από τη βρετανική κυβέρνηση»10.
Πέραν όμως των παραπάνω, οι Επιτροπές Σο και Χόουπ Σίμπσον συνέδεαν ευθέως τα βίαια επεισόδια με τις σιωνιστικές πολιτικές εποικισμού και αποκλεισμού των Αράβων από την εργασία. «Η αρχή του επίμονου και σκόπιμου αποκλεισμού των Αράβων εργατών στους σιωνιστικούς εποικισμούς», σημειωνόταν σχετικά, «όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τους όρους (…) της Εντολής, αλλά αποτελεί επιπλέον και μια μόνιμη όσο και αυξανόμενη πηγή κινδύνου για τη χώρα». Ταυτόχρονα, δεν απέφυγαν να καυτηριάσουν τις επίσημες διαβεβαιώσεις των σιωνιστών (περί δήθεν «επιθυμίας για συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων», για «ανάπτυξη της κοινής πατρίδας σε μια ευδοκιμούσα κοινότητα», κ.ο.κ.), υπογραμμίζοντας ότι η πραγματικότητα η οποία αποτυπωνόταν «στα νομικά κείμενα που δέσμευαν κάθε έποικο ενός σιωνιστικού εποικισμού» ήταν εντελώς «ασύμβατη» με τα όσα «διακηρύσσονταν δημόσια»11.
Παρά τις όποιες διαπιστώσεις, ελάχιστα αποφασίστηκαν και ακόμα λιγότερα υλοποιήθηκαν προς μια ουσιαστική λύση του προβλήματος (που αντικειμενικά περνούσε μέσα από τον τερματισμό της βρετανικής κατοχής και την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης). Αντ’ αυτού, οι Βρετανοί, διά του υφυπουργού Αποικιών, λόρδου Πάσφιλντ, περιορίστηκαν σε εκκλήσεις και συστάσεις (1930): Προς τους μεν Αραβες «να αναγνωρίσουν τα δεδομένα της κατάστασης» (με άλλα λόγια, τη βρετανική κατοχή) και τους δε Εβραίους «να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα για ορισμένες παραχωρήσεις από τη μεριά τους» σε σχέση με την πολιτική φυλετικών αποκλεισμών στις κοινότητές τους12.
Ο Πάσφιλντ θα προτείνει επίσης τον περιορισμό του μεταναστευτικού ρεύματος των Εβραίων προς την Παλαιστίνη. Ωστόσο, η άνοδος των ναζί στη Γερμανία το 1933 και η όξυνση των διώξεων κατά των εβραϊκών πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών χιλιάδων προσφύγων. Αν και ο βασικός όγκος των προσφυγικών ροών κατευθύνθηκε κυρίως προς τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι αυστηροί μεταναστευτικοί περιορισμοί – και η απροθυμία – των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών να τους δεχτούν, οδήγησαν πολλούς να καταφύγουν και στην Παλαιστίνη. Ετσι, μέσα σε 2 μόλις χρόνια (1934 – 1935) ο αριθμός των Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ξεπέρασε τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό όλης της προηγούμενης δεκαετίας. Τη δεκαετία του 1930 οι νεοεισερχόμενοι Εβραίοι έποικοι ήταν υπερδιπλάσιοι σε σύγκριση με αυτούς του 1920 (232.000 έναντι 100.000), επιφέροντας ακόμα μεγαλύτερη αλλοίωση στην πληθυσμιακή σύνθεση της Παλαιστίνης (αφού οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν πια το 1/10 αλλά το 1/3 του συνόλου του πληθυσμού της)13.
Οπως αναφέρει βρετανική έκθεση του 1937 (Εκθεση Επιτροπής Ρ. Πιλ), «η αντίδραση των Αράβων σε αυτήν την απότομη και εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν απολύτως φυσική. Ο,τι αισθάνονταν οι ηγέτες των Αράβων το 1929 τώρα το αισθάνονταν με ακόμα μεγαλύτερη πικρία (…) Οσο μεγαλύτερες οι εισροές των Εβραίων, τόσο μεγαλύτερα τα εμπόδια για απόκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας»14.
Γι’ αυτό και, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η επόμενη εξέγερση (του 1933) δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ηταν ωστόσο «δίχως προηγούμενο όσο ήταν και σημαντική». Γιατί, ενώ έως τότε «το 1920, το 1921 και το 1929 οι Αραβες επιτίθεντο στους Εβραίους (…) το 1933 επιτέθηκαν εναντίον της (βρετανικής) κυβέρνησης»15.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης, παρά τις δύσκολες συνθήκες της παρανομίας μέσα στις οποίες δρούσε, έδωσε καθ’ όλη εκείνη την περίοδο μεγάλη μάχη για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ώστε να μην περιοριστεί σε μια «θρησκευτική και φυλετική διαμάχη»16.
Εξηγούσε – χωρίς να υιοθετεί – τα βίαια ξεσπάσματα των Αράβων αγροτών κατά των Εβραίων εποίκων ως προϊόν των πιέσεων που δέχονταν από τις (πολύ συχνά βίαιες) εξώσεις από τη γη που καλλιεργούσαν, τη γενικότερη στέρηση των βιοποριστικών τους μέσων λόγω των φυλετικών αποκλεισμών από την εργασία, κ.ο.κ. Αλλά και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής σύνθεσης της ηγεσίας του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που έθετε το ζήτημα της γης με όρους εθνικούς – θρησκευτικούς (να παραμείνει σε αραβικά – μουσουλμανικά χέρια), δίχως να αγγίζει τα ζητήματα των αγροτικών χρεών, των άκληρων αγροτών και βεβαίως της ταξικής εκμετάλλευσης (γεγονός εύλογο, εφόσον πολλά από τα ηγετικά μέλη του κινήματος ήταν μεγαλογαιοκτήμονες)17.
Το ΚΚΠ προέκρινε τον συνδυασμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με την κοινωνική. Ετσι, την ίδια στιγμή που παρότρυνε τους «Εβραίους εργαζομένους να χειραφετηθούν από τον έλεγχο του σιωνιστικού οργανισμού», καλούσε «τις αραβικές μάζες να ξεφορτωθούν τους πλούσιους Αραβες γαιοκτήμονες και τους σεΐχηδες». Για το ΚΚΠ «ήταν απαραίτητο να συνδεθεί ο κοινωνικός αγώνας των εργατών εναντίον της αστικής τάξης, και των αγροτικών μαζών εναντίον των μεγαλογαιοκτημόνων, με τον ευρύτερο εθνικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με στόχο την εθνική απελευθέρωση των αραβικών χωρών»18.
Ωστόσο, η παρέμβαση των κομμουνιστών στο περιεχόμενο και τις μορφές πάλης του αγώνα των αγροτικών αραβικών μαζών ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά τα πρώτα χρόνια, όπου οι Αραβες μέλη του ΚΚΠ ήταν λιγοστοί (ενώ ήταν ακόμα λιγότεροι στην επαρχία).
Στα αστικά κέντρα, «όπου οι πληθυσμοί ήταν πολιτικά πιο ώριμοι» και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας «διεξαγόταν κυρίως εναντίον των Βρετανών», οι όροι ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης του ΚΚΠ ήταν ευνοϊκότεροι. Στους εργάτες, τα παραδείγματα κοινής δράσης Αράβων και Εβραίων, τόσο απέναντι στις βρετανικές αρχές όσο και στους σιωνιστές, ήταν πιο συχνά. Οι δε προσπάθειες των κομμουνιστών για τη μαζική ένταξη των Αράβων εργατών στα συνδικάτα, αν και βασανιστικές στην αρχή, μακροπρόθεσμα «είχαν μεγάλη επιτυχία». Πράγματι, έως τις παραμονές της λήξης της βρετανικής κυριαρχίας «το αραβικό εργατικό κίνημα είχε λάβει σημαντικές διαστάσεις»19.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στο ζήτημα της αραβικής ανεξαρτησίας, το ΚΚΠ προέκρινε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (με ίσα δικαιώματα για την εβραϊκή μειονότητα), ως ένα «πρώτο βήμα προς την εθελοντική ένωση όλων των αραβικών χωρών “σε ομόσπονδη βάση”». Εκτιμούσε ότι «ο αυθαίρετος πολυκερματισμός του αραβικού κόσμου» εξυπηρετούσε τόσο τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στην περιοχή όσο και τα «τοπικά συμφέροντα» τμημάτων της άρχουσας τάξης των Αράβων20.
Η εξέγερση του 1936 – 1939
Τα όποια ημίμετρα και προσπάθειες ενσωμάτωσης της αραβικής αντίστασης στη βρετανική κατοχή (π.χ. με την εισαγωγή εκλεγμένων δημοτικών αρχών, τον σχηματισμό ενός νομοθετικού συμβουλίου – του οποίου όμως η μεγάλη πλειοψηφία των μελών ήταν διορισμένα – κ.ο.κ.) δεν είχαν αποτέλεσμα.
Ετσι, «το 1936», όπως αναφέρει ο ΟΗΕ, «η αντίσταση των Παλαιστινίων στην ξένη (βρετανική) κυριαρχία και τον ξένο (εβραϊκό) εποικισμό εκδηλώθηκε σε μια μεγάλη εξέγερση που διήρκεσε λίγο – πολύ έως την απαρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Σε αυτή συνέδραμε επίσης η γενικότερη άνοδος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιοχή την ίδια περίοδο. Πράγματι, «οι διεκδικήσεις των Παλαιστινίων για ανεξαρτησία άντλησαν ορμή από τις ταυτόχρονες εθνικιστικές εξάρσεις σε Αίγυπτο και Συρία, που είχαν αναγκάσει Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»21.
Η εξέγερση των Παλαιστινίων ξεκίνησε τον Απρίλη του 1936, όταν η Αραβική Ανώτατη Επιτροπή (που είχαν συγκροτήσει μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις) προκήρυξε γενική απεργία με κύριο αίτημα τον σχηματισμό εθνικής κυβέρνησης. Στην πορεία, η απεργία συνοδεύτηκε από επιθέσεις σε Βρετανούς στρατιώτες, αστυνομικά τμήματα και εβραϊκούς εποικισμούς, δολιοφθορές σε σιδηροδρόμους, αγωγούς πετρελαίου, κ.ο.κ. Οι βρετανικές αρχές αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο, τη Μάλτα έως και την ίδια τη Βρετανία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ προχώρησαν επίσης σε μαζικές συλλήψεις, εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλα έκτακτα μέτρα. Στην καταστολή της εξέγερσης μετείχαν όμως και οι Εβραίοι, τόσο μέσω των παραστρατιωτικών τους οργανώσεων Χαγκανά και Ιργκούν, όσο και μέσω της μαζικής τους ένταξης στις αστυνομικές δυνάμεις (κάπου 2.800) ως εκτάκτων.
Το ΚΚΠ στήριξε την εξέγερση και μετείχε ενεργά σε αυτή, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο εύρος της επίθεσης εναντίον του. Μόνο στο εξάμηνο που διήρκεσε η απεργία εκτοπίστηκαν 46 μέλη του, ενώ 264 κομμουνιστές και «συμπαθούντες» φυλακίστηκαν22.
Τον Οκτώβρη του 1936, με τη διαμεσολάβηση και ορισμένων Αράβων ηγετών γειτονικών χωρών, οι Βρετανοί πέτυχαν τη λήξη της απεργίας. Οι συγκρούσεις όμως – όπως και η καταστολή – συνεχίστηκαν, ειδικά μετά τη γνωστοποίηση της βρετανικής πρότασης για διχοτόμηση της Παλαιστίνης τον Ιούλη του 1937 (βλ. στη συνέχεια). Εως τον Οκτώβρη του 1938 οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη έφτασαν τις 18 – 20.000. Οι κατοχικές αρχές εφάρμοσαν «συλλογικές τιμωρίες» κατά του άμαχου πληθυσμού, καταστρέφοντας χωριά, υποχρεώνοντας τους κατοίκους τους σε καταναγκαστική εργασία, κ.ά. Οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια υπήρξαν κοινή πρακτική της αστυνομίας και του στρατού, ενώ στις βάναυσες διαπομπεύσεις και κακοποιήσεις Αράβων (αιχμαλώτων ή απλά υπόπτων) μετείχαν πολύ συχνά και μέλη των εβραϊκών παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Τα στοιχεία που παραθέτει ο M. Hughes από στρατιωτικές και αστυνομικές εκθέσεις της περιόδου, μαρτυρίες Βρετανών, καταγγελίες βασανισθέντων Αράβων, κ.ο.κ., είναι σοκαριστικά. Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για «βασανισμούς υπόπτων, για Αραβες να κομματιάζονται αναγκαζόμενοι να διαβούν δρόμους στους οποίους οι Βρετανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες (…) για κρατούμενους να κλείνονται σε κλουβιά εκτεθειμένοι στον ήλιο και χωρίς τροφή, για ανθρώπους να μαστιγώνονται με βρεγμένα σχοινιά, να κλείνονται σε κουτιά, να τους σπάνε τα δόντια και να τους καίνε τα πόδια με πετρέλαιο (…) να δέρνονται μέχρι λιποθυμίας, να τρυπιούνται με βελόνες, να εξαπολύονται σκυλιά εναντίον τους (…) Βρετανικές και εβραϊκές δυνάμεις να κακομεταχειρίζονται τους Αραβες βάζοντάς τους να κουβαλούν βαριές πέτρες και να τους χτυπούν όταν τους πέφτουν. Φρουροί χρησιμοποίησαν ακόμα και τις ξιφολόγχες τους σε ανθρώπους που στερούνταν ύπνο, αναγκάζοντάς τους να φοράνε κουδούνια και να χορεύουν (…)»23.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την εν λόγω περίοδο, πάνω από 3.000 Αραβες Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν στη μάχη ή από παρακρατικούς, 110 εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, 6 – 8.000 τραυματίστηκαν και κάπου 6.000 κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης24.
Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές αναζητούν διέξοδο από τις συνέπειες της πολιτικής τους
Εως το 1939 η συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των Βρετανών και η άγρια καταστολή είχαν επιφέρει τα επιθυμητά για τους ιμπεριαλιστές αποτελέσματα. Η εξέγερση καταστάλθηκε. Ηδη όμως κατά τη διάρκειά της είχε καταστεί οφθαλμοφανές ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Παλαιστίνη δεν μπορούσε να συνεχιστεί δίχως διαρκές και αυξανόμενο κόστος (σε υλικούς και στρατιωτικούς πόρους) για το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος. Κόστος που δεν μπορούσε να καλυφθεί, ειδικότερα σε μια περίοδο που πύκνωναν τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη. Αν όχι μια συμφέρουσα λύση, έπρεπε τουλάχιστο να βρεθεί μια όσο το δυνατόν λιγότερο ασύμφορη διέξοδος.
Η Επιτροπή που συστάθηκε το 1936 – 1937 για να εξετάσει την κατάσταση ήταν κατηγορηματική: «Το να προάγει κανείς τη μετανάστευση των Εβραίων με την ελπίδα πως αυτό εντέλει θα οδηγούσε σε μια εβραϊκή πλειοψηφία και την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους με τη συμφωνία ή έστω τη συναίνεση των Αράβων είναι ένα πράγμα. (Ωστόσο) είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό (κανείς) να περιεργάζεται, ακόμη και μακροπρόθεσμα, τη βίαιη μετατροπή της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό κράτος ενάντια στη θέληση των Αράβων (…) (Κάτι τέτοιο) θα σήμαινε ότι η εθνική αυτοδιάθεση παρακρατούνταν (ως δικαίωμα) καθόσον οι Αραβες ήταν πλειοψηφία στην Παλαιστίνη και θα παραχωρούνταν μόνο όταν πλειοψηφούσαν οι Εβραίοι. Θα σήμαινε πως οι Αραβες θα στερούνταν τη δυνατότητα να σταθούν από μόνοι τους, πως απλά (…) ανταλλάχθηκαν από την τουρκική κυριαρχία στην εβραϊκή (…) Η ουσία (του ζητήματος) ήταν ξεκάθαρη στα μάτια των Αράβων. (…) Και η αντίδρασή τους υπήρξε πολύ λογική (…) Τα γενεσιουργά αίτια των “ταραχών” του 1920, του 1921, του 1929 και του 1933 ήταν τα ίδια (…) Το δε 1936 ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρο. Εβραϊκές ζωές πάρθηκαν και εβραϊκές ιδιοκτησίες καταστράφηκαν. Αλλά ο ξεσηκωμός είχε στόχο, άμεσα και κυρίως, την κυβέρνηση (…) τη βρετανική κυριαρχία (…)
Δεν πρόκειται για μια διαφυλετική διαμάχη, προερχόμενη από κάποια παλιά ενστικτώδη αντιπάθεια των Αράβων έναντι των Εβραίων. Οι τριβές ανάμεσα σε Αραβες και Εβραίους στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες μέχρις ότου η σύγκρουση στην Παλαιστίνη τις ενέσπειρε. Τα ίδια δε πολιτικά προβλήματα – ταραχές, εξεγέρσεις, αιματοχυσία – προέκυψαν σε Ιράκ, Συρία και Αίγυπτο, όπου δεν υπήρχαν “εθνικές εστίες” (σ.σ. εποικισμοί). Προφανέστατα, λοιπόν, το πρόβλημα στην Παλαιστίνη είναι πολιτικό. Είναι, όπως παντού, το πρόβλημα του εξεγειρόμενου εθνικισμού. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στην Παλαιστίνη ο αραβικός εθνικισμός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον ανταγωνισμό προς τους Εβραίους. Κατά πρώτον, η ίδρυση μιας εθνικής εστίας (για τους Εβραίους) περιλαμβανόταν εξαρχής στην ακύρωση του δικαιώματος (των Αράβων) στην εθνική αυτοδιάθεση. Κατά δεύτερον, σύντομα αποδείχθηκε πως δεν αποτελούσε απλά ένα εμπόδιο προς τη δημιουργία μιας εθνικής κυβέρνησης, αλλά εμφανώς το κύριο εμπόδιο. Κατά τρίτον, καθώς η εστία αυτή μεγάλωνε, ο φόβος μεγάλωνε μαζί της, πως όταν και εφόσον παραχωρούνταν η δυνατότητα μιας εθνικής κυβέρνησης, δεν θα ήταν αραβική, αλλά μια κυβέρνηση εβραϊκής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να είσαι Αραβας πατριώτης και να μη μισείς τους Εβραίους»25.
«Οι ενστάσεις ηθικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από τη διατήρηση ενός συστήματος κυβέρνησης (στην Παλαιστίνη) διά της μόνιμης καταστολής, είναι αυτονόητες (…) Και το χειρότερο είναι πως αυτή η πολιτική δεν οδηγεί πουθενά. Οσο εντατικά και συστηματικά και να διατηρηθεί, δεν θα λύσει το πρόβλημα. Η εγκαθίδρυση μίας ενιαίας αυτοδιοικούμενης Παλαιστίνης θα είναι τόσο μη πρακτική, όσο είναι τώρα (…) Προφανώς το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί δίνοντας στους Αραβες ή στους Εβραίους αυτό που θέλουν. Η απάντηση στο ερώτημα “ποιος από τους δύο θα διοικήσει την Παλαιστίνη”, πρέπει με βεβαιότητα να είναι “κανείς τους”. (…)» Επομένως; «Διχοτόμηση»!26
Η προτεινόμενη «λύση» της διχοτόμησης (της δημιουργίας δηλαδή δύο κρατών) υιοθετήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση τον Ιούλη του 1937. Το προκαταρκτικό σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία χωριστού εβραϊκού κράτους στα βόρεια της Παλαιστίνης, προεκτεινόμενο κατά το μεγαλύτερο μήκος της μεσογειακής της ακτής (μια έκταση που αντιστοιχούσε περίπου στο 1/3 του συνόλου της Παλαιστίνης).
Η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε τόσο από την Αραβική Ανώτατη Επιτροπή, όσο και από το 12o Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο (Ζυρίχη, Αύγουστος 1937).
Και η βρετανική Επιτροπή Γούντχεντ, όμως, που συστάθηκε προκειμένου να εργαστεί πάνω στα «τεχνικά ζητήματα» του όλου σχεδίου, κατέληξε τον Αύγουστο του 1938 ότι η προτεινόμενη διχοτόμηση ήταν μη εφαρμόσιμη, εφόσον σχεδόν ο μισός πληθυσμός των εδαφών που θα συγκροτούσαν το μελλοντικό εβραϊκό κράτος ήταν Αραβες, σημειώνοντας τον «κίνδυνο μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών». «Οι πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές δυσκολίες που ενέχει η πρόταση δημιουργίας ανεξάρτητου αραβικού και εβραϊκού κράτους εντός της Παλαιστίνης», κατέληγε, «είναι τόσο μεγάλες ώστε καθιστούν αυτή τη λύση στο πρόβλημα μη εφαρμόσιμη στην πράξη»27.
Το Συνέδριο του Λονδίνου, που πραγματοποιήθηκε από τις 7 Φλεβάρη έως τις 17 Μάρτη του 1939, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Βρετανίας, των Παλαιστινίων Αράβων, των Εβραίων, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Υπεριορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Υεμένης, επίσης κατέληξε σε αδιέξοδο.
Σύντομα, όμως, η βρετανική κυβέρνηση, ζυγίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής στην αυγή της νέας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), θα προχωρούσε σε αναπροσαρμογή της έως τότε ακολουθούμενης πολιτικής της, δημιουργώντας νέα δεδομένα και νέες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα.
Παραπομπές:
1. Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.
2. Walter Lehn, «The Jewish National Fund», στο Journal of Palestine Studies, τ.3, αρ.4, 1974
3. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917-1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917-1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).
4. Ο «αναθεωρητικός σιωνισμός» υπήρξε μια πιο επιθετική – μαξιμαλιστική εκδοχή του σιωνισμού, που αντετίθεντο στην έως τότε κυρίαρχη προσέγγιση του ΣΟ περί βαθμιαίας πραγμάτωσης των στόχων του μέσω της οικονομικής κυρίως επικράτησης. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι αναθεωρητές σιωνιστές αναδείχθηκαν δεύτερη πολιτική δύναμη στην Παλαιστίνη μετά τους σοσιαλδημοκράτες του Ντ. Μπεν Γκουριόν (https://www.jewishvirtuallibrary.org/revisionist-zionism).
5. Rassvyet, 4.11.1923 στο www.jewishvirtuallibrary.org/quot-the-iron-wall-quot
6. Ze’ev Jabotinsky, The Iron Law, Selected Writings, South Africa, σελ. 26
7. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 20, 43 και 80.
8. International Press Correspondence, τ.9, αρ. 54, 1929, σελ. 1163
9. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 33, 45 και 80.
10. ΟΗΕ, ό.π.
11. ΟΗΕ, ό.π.
12. ΟΗΕ, ό.π.
13. ΟΗΕ, ό.π. και https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/german-jewish-refugees-1933-1939
14. ΟΗΕ, ό.π.
15. ΟΗΕ, ό.π.
16. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.
17. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 48.
18. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 46 και 89.
19. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 45.
20. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 88, 89 και 135.
21. ΟΗΕ, ό.π.
22. M. K. Budeiri, ό.π., σελ. 122.
23. Matthew Hughes, «The Banality of Brutality: British armed forces and the repression of the Arab Revolt in Palestine, 1936-39», στο English Historical Review, τ.124, αρ. 507, Απρίλης 2009, σελ. 313-354.
24. Matthew Hughes, ό.π. και Philip Mattar, «Amin Al-Husayni and Iraq’s quest for independence», στο Arab Studies Quarterly, τ.6, αρ, 4, 1984, σελ. 269.
25. ΟΗΕ, ό.π.
26. ΟΗΕ, ό.π.
27. ΟΗΕ, ό.π.
Αναστάσης Γκίκας
Ριζοσπάστης
Το 1ο Μέρος εδώ:
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 1ο)
Φωτογραφία: Δημήτρης Ζης για την Κατιούσα