“Ήταν άγριο το ξύλο στην ΕΣΑ, πρωτοφανές” – Η συγκλονιστική μαρτυρία του Γιώργου Παριανού για τη χούντα και το Πολυτεχνείο
“Εγώ τουλάχιστον για δέκα μέρες ήμουνα εκτός τόπου και χρόνου, δεν ήξερα πού βρισκόμουνα. Έτρωγα ανηλεές ξύλο. Με οτιδήποτε. Από ξύλινα κλομπ, από σιδερένια κλομπ, από καλώδια -ένα είδος μαστίγωμα, ας πούμε..”
Με αφορμή το θάνατο του αντιδικτατορικού αγωνιστή και μέλους του ΣΦΕΑ Γιώργο Παριανού, μεταγράφουμε αποσπάσματα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προφορική μαρτυρία του στον Ιάσονα Χανδρινό, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο “Όλη νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου” (εκδ. Καστανιώτη). Σε αυτή, μεταξύ άλλων, ο Παριανός αναφέρεται στις διαδοχικές συλλήψεις του, τα φριχτά βασανιστήρια στην ΕΣΑ, την τότε αντίληψή του για το δίλημμα της παραμονής ή συντεταγμένης αποχώρησης από την κατάληψη του Πολυτεχνείου, καθώς και την υποψία του για μαζική ύπαρξη χαφιέδων στις φοιτητικές συνελεύσεις.
Τον Μάιο του ’73 εμφανίζεται στο προσκήνιο -μαζικά πλέον- για τον φοιτητικό χώρο, η ΕΣΑ -για τον φοιτητικό χώρο μιλάω πάντα. Κι εκεί ήταν η πρώτη μου σύλληψη. Συλληφθήκαμε πάρα πολλοί φοιτητές. Και γυρίσαμε όλα αυτά τα κολαστήρια (κυριολεκτικά, δεν έχει υπερβολή η λέξη που χρησιμοποιώ) νέου τύπου, όλα τα στρατόπεδα που είχε η ΕΣΑ στο λεκανοπέδιο της Αθήνας. (…) Σε αντίθεση με τη Γενική Ασφάλεια, όπου τα βασανιστήρια ήτανε πιο οργανωμένα και πιο στοχευμένα, στην ΕΣΑ ήτανε να σε εξανδραποδίσουν. Πριν σε ρωτήσουν οτιδήποτε, έπρεπε να μπεις στην κρεατομηχανή. Ήταν άγριο το ξύλο στην ΕΣΑ. Πρωτοφανές. Και δεν περιοριζότανε μόνο στα κελιά. Εγώ τουλάχιστον για δέκα μέρες ήμουνα εκτός τόπου και χρόνου, δεν ήξερα πού βρισκόμουνα. Έτρωγα ανηλεές ξύλο. Με οτιδήποτε. Από ξύλινα κλομπ, από σιδερένια κλομπ, από καλώδια -ένα είδος μαστίγωμα, ας πούμε… Μετά τις πρώτες μέρες, σε ορισμένους έγιναν και ηλεκτροσόκ. Σου βάζαν ένα καλώδιο στα γεννητικά όργανα -κι εμένα προσωπικά. Και εικονική εκτέλεση. Να σε πάρουν με το τζιπ “να κάνουμε μια βόλτα” στου διαόλου τη μάνα.
Τελευταία, μας πήγανε στου ΚΕΣΑ, στου Παπάγου. Είχε γίνει το δημοψήφισμα, η αρχή της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη και τα λοιπά. Και βέβαια, μαθαίναμε ότι αρκετοί απ’ τους φοιτητές που είχαμε συλληφθεί τον Μάιο, είχαν αποφυλακιστεί. Τελικά, είχαμε μείνει πέντε. Πέντε! Ο Γιώργος ο Βερνίκος, ο Χρήστος ο Λάζος, ο Μάκης ο Παρασκευόπουλος (για ένα διάστημα έκανε και δήμαρχος Πύργου) εγώ και ο Μιχάλης ο Σαμπατακάκης. Και μας πήγαν εκεί. Δύο-τρεις μέρες – μας βάλανε τρία τέταρτα βόλτα το πρωί στον περιβάλλοντα χώρο του πειθαρχικού. Ο λόγος ήτανε, λέει, να μας δει ο ήλιος. Μας πάνε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, μας βάζουν σ’ ένα δωμάτιο και είμαστε ενώπιος ενωπίω αυτοί οι πέντε. Τώρα καταλαβαίνεις έτσι, κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας… Η αμηχανία υποθέτω οφείλονταν στο ότι ο ένας προσπαθούσε να αναγνωρίσει τον άλλο, γιατί, έτσι όπως ήμασταν, τα χαρακτηριστικά είχαν αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. (…) Ήταν ένα πράγμα… μια όψη απόκοσμη εντελώς. Και ξαφνικά, με μία κίνηση ταυτόχρονη αποτελέσαμε μια αγκαλιά οι πέντε. Ο ένας πάνω στον άλλον. Σαν να μπήκε γκολ, να ‘βαλε κάποιος ένα γκολ και πέσαμε πάνω οι συμπαίκτες του και πανηγυρίσαμε.
(…)
Θεωρούσα για τον εαυτό μου, επειδή ήμουν αποκομμένος από κάποια πράγματα και με αδυναμία ουσιαστικής επαφής με καθοδήγηση, [ότι] ο ρόλος μου ήτανε να εκμεταλλευτώ -με την καλή έννοια- την προσωπική μου υπόσταση. Διότι ήμουνα ένας συνδικαλιστής με μια συνέπεια, μια αγωνιστικότητα, υπήρχε μια εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου, να συσπειρώσω κόσμο. Να συμμετάσχω στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής δεν μπορούσα. Διότι ένα εξάμηνο ήμουνα έξω εντελώς. Ας πούμε, στη δεύτερη συνέλευση της Νομικής, είχαμε φτάσει με την Ιωάννα την Καρυστιάνη και συζητάγαμε, μου λέει: “Γιώργο, βάλε εσύ υποψηφιότητα”. Της λέω: “Ρε παιδάκι μου, εγώ είμαι αποκομμένος μήνες, έχω φύγει από τον Μάιο…” “Ε”, μου λέει, “[κατέβα] μ’ αυτά που πιστεύεις αυτή τη στιγμή…” Με την Ιωάννα ήμαστε μαζί κρατούμενοι στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Την έκανα πολλή παρέα, την αγαπούσα και μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Πάρα πάρα πολύ. Με την Ιωάννα έχουμε ένα κοινό: Πέρα από τα πολιτικά και τα οργανωτικά και τα λοιπά, είμαστε κι οι δυο πολύ συναισθηματικοί χαρακτήρες. Και νιώθαμε παρά πολύ κοντά, αφήνοντας κάποιες τυπικότητες στην άκρη. Αντιμετωπίστηκε με φοβερή βία στο χώρο της ΕΣΑ. Με τρομαχτική βία. Πέρα, δηλαδή, από τη βία που τράβηξαν όλοι, ένας πρόσθετος λόγος ήτανε ότι ήτανε γυναίκα… Την πρώτη φάση της ΕΣΑ ήτανε απ’ τις ελάχιστες γυναίκες. Μπορεί να ήταν κι η μοναδική.
Θυμάμαι με τον φίλο μου, τον Διονύση τον Μαυρογένη, το δεύτερο βράδυ αργά πολύ, στο χώρο που περίπου ήτανε η Συντονιστική Επιτροπή, είχαμε μια έντονη κουβέντα. Ο Διονύσης, εντάξει, έλεγε ότι το Πολυτεχνείο είναι το παν, το κίνημα είναι το παν. Πρέπει να ‘χα διαβάσει σε μια άδεια που είχα πάρει τον Αριστερισμό του Λένιν, που είχε μέσα μια φράση: “Η επαναστατική φρασεολογία στον επαναστατικό πόλεμο κατέστρεψε την επανάσταση”. Αυτό μπορεί να ήταν υπερβολικό τη στιγμή που το εκστόμισα, αλλά νομίζω ότι υπήρχε αυτό το θέμα. Δηλαδή στις συνελεύσεις των εργατών, των οικοδόμων, τα ζητήματα που μπαίνανε ήτανε πολύ πιο ταξικά σε σχέση με τις συνελεύσεις των σχολών των φοιτητών. Εκεί είχανε μπει πολύ πιο προωθημένα συνθήματα. Και είχα παρακολουθήσει μια συνέλευση εργατών-οικοδόμων, που, χωρίς να τους ξέρω, καταλαβαίνω από το λόγο τους τον πολιτικό ότι ανήκαν στην κομμουνιστική Αριστερά σίγουρα. Και εκεί έβλεπες αυτή τη σύγκρουση, το αντιδικτατορικό-αντιφασιστικό, το θέμα της αμερικανοκρατίας… Αυτό ήταν καινούργιο. Και μπήκε πολύ πιο έντονα και τεράστια αποτύπωσή του ήτανε το σύνθημα στην κολόνα. Που δεν ήτανε “Έξω οι ΗΠΑ”, ήτανε “Έξω αι ΗΠΑ”. Αι ΗΠΑ. Τεράστια η σημειολογία. Δηλαδή, ήταν έξω από το γλωσσικό ιδίωμα το δικό μας, εγώ δε θα ‘λεγα ποτέ “αι” ΗΠΑ.
(…)
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι τα περισσότερα παιδιά, σύντροφοι που θεωρούσα ότι ανήκουν στο χώρο της ΚΝΕ, το θέμα της εγκατάλειψης του Πολυτεχνείου -ότι, δηλαδή θα πρέπει να το εγκαταλείψουμε συντεταγμένα- δεν το δέχονταν. Εγώ, από τη δεύτερη μέρα, προσπαθούσα να βρω αν υπήρχε πραγματικά κάποια άποψη που να μπορούσε να συνδέσει τις δύο απόψεις (“μένουμε” ή “φεύγουμε”). Γι’ αυτό η άποψή μου ήτανε ότι παραμένουμε στο Πολυτεχνείο και προσπαθούμε, μέσω των οργανώσεων που επηρεάζουμε ή μπορούμε να έρθουμε σε επαφή ή οτιδήποτε, τη διοργάνωση τριών συλλαλητηρίων: Πανεπιστημίου, Ακαδημίας, Σταδίου. Και να λειτουργεί το Πολυτεχνείο. Όχι αποκλειστικά δηλαδή κλεισμένοι και ο κόσμος γύρω γύρω, αλλά να υπάρχει ένα πολιτικό συλλαλητήριο το οποίο θα βάλει και τους πολιτικούς στόχους της εξέγερσης. Εμένα το κύριο ήτανε, όπως χαρακτηριστικά έλεγα τη φράση, να μην κάνουμε το Πολυτεχνείο “Μεσολόγγι”. Πίστευα ότι η σύγκρουση έπρεπε να μεταφερθεί έξω.
(…)
Έφυγα κατά τις 02.00. Έφυγα από την πίσω μεριά του Πολυτεχνείου καβαλώντας κάγκελα. Από την Μπουμπουλίνας. Από στενά που τα ήξερα με κλειστά μάτια. Μου έτυχαν απρόοπτα, αστυνομικοί πήγαν να με διακόψουνε. Να με βουτήξουν. Με το τρέξιμο, “ποιος είσαι; Έλα δω, έλα δω!”, εγώ έλεγα: “Έχω χτυπήσει, πρέπει να πάω σε κάποιο φαρμακείο!” “Θα σε πάμε εμείς, έλα δω!” Υπήρχε και μια ανοχή, οφείλω να το πω αυτό. Δηλαδή, απλοί αστυνομικοί και τα λοιπά είχανε συγκλονιστεί από το φαινόμενο. Έβλεπες τα πρόσωπά τους (τουλάχιστον σε κάποιους που ήρθα σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση), ήτανε δισταχτικοί. Που μπορούσαν να με είχαν συλλάβει, αν είχαν επιμείνει πολύ, γιατί ήμουνα μόνος μου. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να συλληφθώ. Ήξερα ότι στην ανάκριση οι ερωτήσεις που μου γίνονταν (…) αναφέρανε συγκεκριμένα ονόματα. Για τον Γιώργο τον Σταματάκη, τον Στέλιο τον Αλεξανδρόπουλο, τον Θανάση τον Σκαμνάκη -με ρωτούσανε: “Ο Θανάσης ο Σκαμνάκης ήταν στους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους; Εσύ είχες κάποιο ραντεβού;” Θεωρούσα ότι έπρεπε να προφυλάξω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά να μην μπω σε μια τέτοια περιπέτεια με ερωτήσεις-απαντήσεις. Είχα βέβαια τη μία φορά ότι “Γιώργο, άντεξες”, αλλά δεν ξέρεις αν θα είσαι πάλι στην κατάσταση αυτή του να αντέξεις. Συν βέβαια ότι αυτό το πεντάμηνο που είχαμε αποκοπεί – εκ των πραγμάτων- μου δημιουργούσε την ανάγκη ότι πρέπει να μείνω ελεύθερος για να μάθω, να πληροφορηθώ ορισμένα πράγματα. Μέσω κάποιων επαφών που θα έκανα (αν μπορούσα), να συνεχίσω να αγωνίζομαι, αλλά πιο συγκροτημένα, όχι έτσι ατομικά
Τώρα εγώ, για κακή μου τύχη, μετά το Πολυτεχνείο συνελήφθην πάλι. Τέλη Δεκέμβρη του ’73. Κι αυτό ήταν θέμα μιας δικής μου απροσεξίας. Είχα επισκεφτεί τη φίλη μου, τη Μέλπω τη Λεκατσά, η οποία κρυβόταν σ’ ένα σπίτι μιας θείας της στην πλατεία Κολιάτσου κοντά, κι ήταν κι ένας συμφοιτητής της απ’ το Φαρμακευτικό, Σπύρος Γεωργάτος. Και φαίνεται ότι το παρακολουθούσαν αυτό το σπίτι – αυτά εκ των υστέρων. Εγώ πήγα να τη δω ένα βράδυ, και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας χτύπησε η ΕΣΑ την πόρτα και το ‘χαν κυκλώσει όλο το σπίτι. Και μας πιάσαν και τους τρεις. Αυτούς τους κρατήσαν κάναν μήνα, εγώ πήγα μέχρι αργά, με άφησαν τον Μάιο. Εκεί βασανισμοί υπήρχανε μόνο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ στο διάστημα που έμεινα εκεί -ένα μήνα. Τι είχα κάνει από τη στιγμή που στρατεύτηκα μέχρι τη στιγμή που πιάστηκα. Προσπαθούσαν να μάθουνε αν είχα επαφές και τα λοιπά. Δεν πήραν κουβέντα. Τους είπα ότι ήμουνα στο Πολυτεχνείο, γιατί δεν μπορούσα να μην είμαι στο Πολυτεχνείο, και μετά κρυβόμουνα. Σε συγγενικά σπίτια. Και μου ‘κανε εντύπωση που γνωρίζανε πολλά. Εγώ πιάστηκα τέλη Δεκέμβρη. Και ήξεραν, για παράδειγμα, τι είχε γίνει στις συνελεύσεις της Νομικής (“γιατί δεν ήσουνα υποψήφιος;” με ρώτησαν). Δηλαδή, συγκλονιστικές λεπτομέρειες γνωρίζανε. Για όλες τις σχολές γνώριζαν τι είχε γίνει στις συνελεύσεις. Που, βέβαια, το συμπέρασμα είναι ότι δεν αποκλείεται (εγώ το θεωρώ πιθανό, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω) ότι πρέπει να ήτανε χαφιέδες μέσα σε όλες τις συνελεύσεις. Αυτή τη στιγμή σου μιλάω με τη σκέψη που ‘χα τότε. Τότε μου ‘χε κάνει τεράστια εντύπωση. Κι επειδή ήταν παρανομία, ήξερα μόνο με το σταγονόμετρο ποιοι είχανε πιαστεί στο Πολυτεχνείο αμέσως μετά -γιατί είχανε συλληφθεί άτομα από τη Συντονιστική Επιτροπή. Αν δεν κάνω λάθος, και ο Σταμέλος είχε πιαστεί και ο Λαλιώτης και Δαμανάκη πρέπει να ‘χε πιαστεί. Εμένα μου ‘χε πει ο Σπανός: “Θα μπορούσαμε να σε στείλουμε και εξορία, αλλά δεν θέλουμε να σε κάνουμε ήρωα”. Βέβαια, σε πληροφορώ ότι ήτανε πολύ πιο βασανιστικό να είσαι σ’ ένα κελί ή σ’ ένα μεταλλικό τολ στο ΚΕΣΑ.