“Ήττες που ισοδυναμούν με νίκες” – 100 χρόνια από την εξέγερση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία
Πώς η εκδίωξη ενός αξιωματικού της αστυνομίας πυροδότησε τη μεγαλύτερη απειλή για την αστική τάξη της Γερμανίας στην ως τώρα ιστορία της.
Συνήθως η εκδίωξη ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού της αστυνομίας στα αστικά κράτη είναι αποτέλεσμα προσωπικών ή ενδοαστικών διαφορών, δύσκολα όμως φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να γίνει αιτία εργατικής εξεγέρσης. Αυτό όμως ακριβώς συνέβη τέτοιες μέρες πριν από ένα περίπου αιώνα στο Βερολίνο, το οποίο επί βδομάδες ζούσε σε επαναστατικό πυρετό, όπως κι ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας εξάλλου, ιδίως μετά το Νοέμβρη του 1918.
Εν προκειμένω η εκδίωξη αφορούσε τον Έμιλ Άιχορν, επικεφαλής της αστυνομίας του Βερολίνου, και μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD), που είχε αποσχιστεί από το SPD λόγω της αντίθεσής τους στον πόλεμο. Ο διορισμός του με κοινή συναίνεση SPD – USPD δημιουργούσε ελπίδες στη δεξιά σοσιαλδημοκρατική ηγεσία πως οι στενοί δεσμοί του Άιχορν με την εργατική τάξη της πόλης θα βοηθούσαν στην απρόσκοπτη ενσωμάτωσή της στον αστικό κοινοβουλευτισμό, θέτοντας τέλος στην προϊούσα ριζοσπαστικοποίησή της. Ο Άιχορν ωστόσο δεν αποδείχτηκε υπάκουο εκτελεστικό όργανο. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1918, όταν έλαβε από τον ίδιο τον Φρίντριχ Έμπερτ την εντολή να στείλει τους άντρες του εναντίον των εξεγερμένων ναυτών που είχαν καταλάβει το Ανάκτορο του Βερολίνου, όπου κρατούνταν ως όμηρος το μέλος του SPD Όττο Βελς. Τελικά ο Έμπερτ προσέφυγε στο στρατό, υπαναχώρησε όμως προσωρινά ικανοποιώντας αιτήματα των ναυτών, γεγονός που δεν ήταν ικανό να ανακόψει τις διαθέσεις μιας μεγάλης μάζας εργατών, που δεν συμβιβάζονταν με την προοπτική της συνέχισης της δικτατορίας του κεφαλαίου με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Οι τελευταίες μέρες του 1918 σήμαναν εξάλλου και την ίδρυση του ΚΚ Γερμανίας, του πολιτικού υποκειμένου δηλαδή που δυνητικά μπορούσε να φέρει σε πέρας τους σχεδιασμούς του πιο προωθημένου τμήματος της γερμανικής εργατικής τάξης, δηλαδή τη δημιουργία γερμανικών σοβιέτ ως αποτέλεσμα κοινωνικής επανάστασης.
Στον αντίποδα, ήδη από τις αρχές Δεκέμβρη 1918 είχαν αρχίσει να σχηματίζονται τα διαβόητα Φράικορπς, ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις βετεράνων του μετώπου και εθελοντών,τις οποίες ο Έμπερτ από τις πρώτες μέρες του 1919 άρχισε να συγχωνεύει με τις σοσιαλδημοκρατικές φρουρές, αλλά και μονάδες του παλιού αυτοκρατορικού στρατού, που ως επί το πλείστον θεωρούσαν «προδοσία» ακόμα και τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα, έμενε μόνο η σπίθα που θα πυροδοτούσε την έκρηξη, δηλαδή η απόλωση του Άιχορν, που αποφασίστηκε στις 4 Γενάρη 1919. Την ίδια μέρα η ηγεσία των ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών και τα φιλικά σε αυτούς συνδικάτα προχώρησαν σε διαδήλωση, στη διάρκεια της οποίας ένοπλοι συμμετέχοντες κατέλαβαν το τυπογραφείο του οργάνου του SPD Vorwärts και άλλων εφημερίδων, ενέργεια με την οποία συμφώνησαν οι ηγεσίες του USPD και του ΚΚΓ. Τα δυο κόμματα σχημάτισαν το βράδυ της 5ης Γενάρη μια 50μελη «Επαναστατική Επιτροπή», που κάλεσε το λαό του Βερολίνου σε γενική απεργία στις 7 Γενάρη με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ, από την οποία είχαν ήδη αποχωρήσει τα μέλη του USPD μετά την προσφυγή του καγκελαρίου στο στρατό.
Η απεργία γνώρισε τεράστια επιτυχία, καθώς 500.000 άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους, η διαπάλη ωστόσο στους κόλπους της επαναστατικής επιτροπής για το τι μέλει γενέσθαι άφησε αυτές τις μάζες χωρίς καθοδήγηση σε μια κρίσιμη στιγμή. Η διαπάλη εντός επιτροπής αφορούσε το αν θα γινόταν ένοπλη εξέγερση ή θα υπήρχε διαπραγμάτευση με τον Έμπερτ. Είναι γνωστό εξάλλου πως και εντός ΚΚΓ υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις, με τον Καρλ Λίμπκνεχτ να υποστηρίζει παρά την περί του αντιθέτου άποψη της Λούξεμπουργκ την ένοπλη ανατροπή του Έμπερτ και την ματαίωση των εκλογών για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης στις 19 Γενάρη. Φόβος του Λίμπκνεχτ ήταν πως οποιαδήποτε διστακτικότητα θα απέκοβε τους κομμουνιστές από τις διαθέσεις των εργατών, που επιθυμούσαν εδώ και τώρα πτώση του Έμπερτ. Από την άλλη, η προσπάθεια των Σπαρτακιστών να κινητοποιήσουν υπέρ τους στρατιωτικές δυνάμεις, κυρίως αυτές του «Λαϊκού Ναυτικού» που είχαν πρωταγωνιστήσει στις μάχες των «Κόκκινων Χριστουγέννων», δεν είχαν επιτυχία, καθώς όσοι άνδρες δεν είχαν ήδη απολυθεί, παρέμειναν ουδέτεροι στη σύγκρουση. Την ίδια στιγμή, ο Έμπερτ κινητοποιούσε όσο μπορούσε τους οπαδούς τους, χρησιμοποιώντας τους από τις 6 Γενάρη κι έπειτα ως ζωντανή ασπίδα προστασίας κυβερνητικών κτιρίων.
Την ίδια μέρα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής με πρωτοβουλία της ηγεσίας του USPD ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις με τον Έμπερτ, οι οποίες ωστόσο ναυάγισαν ένας 24ωρο αργότερα. Την ίδια μέρα ο Έμπερτ έδωσε στον υπουργό αμύνης του Γκούσταβ Νόσκε την ανώτατη διοίκηση των στρατευμάτων μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα, ενώ ακολούθησαν διαταγές για τη συγκέντρωση και συγκρότηση περισσότερων Φράικορπς στο Βερολίνο. Ταυτόχρονα, ο Νόσκε έδωσε εντολή για τηλεφωνική παρακολούθηση όλων των μελών της Επαναστατικής Επιτροπής, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να συλληφθούν.
Την επομένη η κυβέρνηση κάλεσε τους υποστηρικτές της σε «Αντίσταση κατά των στασιαστών» και δημοσίευσε προκήρυξη με τίτλο «Η ώρα του απολογισμού πλησιάζει!», όπου ξεκάθαρα οι αρχηγοί της εξέγερσης απειλούνταν με φυσικό αφανισμό. Σαν απάντηση στις 9 Γενάρη, οι ηγεσίες των USPD και KPD κάλεσαν σε αγώνα «κατά των Ιούδων στην κυβέρνηση… Ανήκουν στη φυλακή, στην πυρά… Χρησιμοποιείστε τα όπλα σας κατά των θανάσιμων εχθρών σας».
Μια μέρα μετά η κυβερνητική ταξιαρχία Ράινχαρτ κατόρθωσε να καταλάβει τα κεντρικά των Σπαρτακιστών στο Σπάνταου του Βερολίνου, ενώ την επομένη ο Νόσκε έδωσε εντολή εισβολής στα κατειλημμένα τυπογραφεία του Vorwärts . Οι άντρες από το Φράικορπς του Πότσνταμ το κατέλαβαν βαριά εξοπλισμένοι, ενώ μέσα στις επόμενες μέρες και τα υπόλοιπα κτίρια υπό τον έλεγχο των εξεγερμένων έπεσαν σε κυβερνητικά χέρια. Ακολούθησε λουτρό αίματος εναντίον τους, ακόμα και στις περιπτώσεις εθελοντικής παράδοσης. Εκατοντάδες συμμετέχοντες αλλά και αμέτοχοι περαστικοί έπεσαν θύματα της εκδικητικής μανίας της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και των ακροδεξιών συμμάχων της. Επισήμως η κυβέρνηση ανακοίνωση μόνο 156 νεκρούς, ανάμεσά τους 13 στρατιώτες. Στις 13 Γενάρη όλα τα γύρω Φράικορπς εισήλθαν στην πρωτεύουσα, κίνηση που χαιρετίστηκε από τον αστικό και σοσιαλδημοκρατικό τύπο ως «αποκατάσταση της ησυχίας και της τάξης». Τη στρατιωτική αυτή κατοχή της πόλης ακολούθησε νέο κύμα βίας κατά σπαρτακιστών, αριστερών σοσιαλδημοκρατών, αλλά και οποιουδήποτε κρίνονταν «ύποπτος» ή απλά είχε βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα.
Οι Γερμανοί κομμουνιστές προσπαθούσαν παρά την ήττα να εμψυχώσουν το λαό, ο κλοιός γύρω τους όμως έσφιγγε ολοένα: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ – Σάιντεμαν – Νόσκε νίκησαν… Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες… Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι’ αυτούς μάθημα». Αυτά έγραφε σε άρθρο του μόλις στις 14 Γενάρη 1919 ο Καρλ Λίμπκνεχτ, την ώρα που ήδη εκείνος, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η υπόλοιπη ηγεσία του ΚΚΓ βρισκόταν ήδη στην παρανομία. Η τύχη τους είχε ήδη κριθεί, καθώς τα κεφάλια τους είχαν επκηρυχθεί από την «Αντιμπολσεβιστική Λίγκα» ήδη από το Δεκέμβρη του 1918, ενώ δυο μέρες πριν τη δολοφονία των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, το σοσιαλδημοκρατικό όργανο είχε δημοσιεύσει ποίημα προαναγγελίας του εγκλήματος.
Η είδηση των δολοφονιών πυροδότησαν διαδηλώσεις κι εξεγέρσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Ενάντια σε αυτές, αλλά και σε συμβούλια που είχαν εγκαθιδρυθεί σε διάφορες πόλεις, με γνωστότερη την περίπτωση του Μονάχου, ο Νόσκε, αυτοαποκαλούμενος «χασαπόσκυλο», αντιπαρέταξε τα φράικορπς και άλλα ένοπλα σώματα, καταστέλλοντας ως τα τέλη Μάη του ’19 και τα τελευταία ίχνη εργατικής αντίστασης, με χιλιάδες θύματα. Οι εργατικές εξεγέρσεις θα συνεχίζονταν και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητα των Γερμανών εργατών για μια διαφορετική κοινωνία με κάθε κόστος, η ευκαιρία όμως για την επικράτηση της επανάστασης στη Γερμανία είχε ήδη χαθεί εκείνο τον παγωμένο Γενάρη έναν αιώνα πίσω.