Η καρδιά της Λιθουανίας
Αυτοί πέθαναν για την ελευθερία και δεν υπάρχει στον κόσμο μελάνι, που θα μπορούσε να σβήσει το αίμα. Όσο κι αν σήμερα επιχειρούν να σβήσουν την ιστορία, για να την ξαναγράψουν στα δικά τους μέτρα. Εκτός από τους δωσίλογους, υπήρχε και αυτή η Λιθουανία
“Το χρονικό της αντρειοσύνης” (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002) συγκεντρώνει σε μία έκδοση τις πολεμικές ανταποκρίσεις του Ιλία Έρενμπουργκ στα δυτικά ΜΜΕ, από τα μέτωπα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Τον Απρίλιο του 43′ ο Έρενμπουργκ γράφει για τις μάχες μιας μονάδας Λιθουανών, που υπερασπίζονται με αυταπάρνηση την πατρίδα τους. Και πατρίδα τους είναι η Σοβιετική Ένωση, όχι στενά κι αποκομμένα, η Λιθουανία -που είχε πέσει στα χέρια των Ναζί.
Στην κατακλείδα της ιστορίας δύο νέων, που περιγράφει ο Έρενμπουργκ, λέει πως πέθαναν για την ελευθερία και κανένα μελάνι δεν μπορεί να σβήσει το αίμα που χύθηκε και τους δεσμούς που δημιουργήθηκαν. Στις μέρες μας, οι δεσμοί αυτοί αμφισβητούνται από όσους προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, σβήνοντας το αίμα αυτών που έπεσαν στη μάχη κατά του φασισμού. Κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στις χώρες της Βαλτικής -μεταξύ των οποίων κι η Λιθουανία, ενώ νωπές είναι οι μνήμες από το αντικομμουνιστικό συνέδριο στην Εσθονία, όπου η απελευθέρωση της χώρας από το ναζιστικό ζυγό, κηρύχθηκε μέρα πένθους, γιατί έγινε από τον Κόκκινο Στρατό.
Δεν υπήρχαν όμως μόνο δωσίλογοι και συνεργάτες των ναζί. Κι αυτό έρχεται να μας θυμίσει η παρακάτω επίκαιρη ανταπόκριση του Έρενμπουργκ, με τη ζεστή πένα και τη ρέουσα γραφή.
Δεν υπάρχουν μικροί λαοί. Δεν υπάρχει μικρή χωρα. Η αγάπη διαμορφώνει την αναλογία. Το μικρό χωριό γίνεται ολόκληρος κόσμος, ενώ οι παρτιζάνοι που αγαπούσαν με πάθος την πόλη τους, τραγουδούσαν τρυφερά: “Το Παρίσι είναι το χωριό μου…”
Στη Λιθουανία ζούσαν τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Όμως μπορείς, άραγε, με την αριθμητική να δώσεις τον ορισμό της καρδιάς; Οι Λιθουανοί αγαπούν τη χώρα τους, την πράσινη ηρεμία των δασών, τα λουλούδια και τις χιονοστιβάδες, τα πλατιά ποτάμια και τα ρυάκια. Από αμνημονεύτων χρόνων η Λιθουανία πολεμούσε ενάντια στους Τεύτονες… Στις μάχες ενάντια στους Τεύτονες ιππότες, η Λιθουανία απόκτησε την ελευθερία, την ψυχή, την ιστορία.
Θέλω να μιλήσω για δυο Λιθουανούς. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Αλλά ο πραγματικός ηρισμός έχει πάντα αμυντικό χρώμα.
Ο Ιωνάς Νταουνίς ήταν εργάτης, υφαντουργός. Καταγόταν από την πόλη Ζμούντα κι εκεί οι άνθρωποι είναι πιο σκληροί από την πέτρα. Οι Λιθουανοί λένε ότι τους Ζμουντινούς δεν μπορείς να τους πείσεις με τη συζήτηση. Δεν μπορείς να τους διώξεις. Ο Ιωνάς Νταουνίς ήξερε να ζει μόνο με ολόρθο το κορμί. Όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, ο Νταουνίς γνώρισε μεγάλη λύπη: οι Γερμανοί σκότωσαν τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του. Προσπαθούσαν να φύγουν για την Ανατολή και τις σκότωσαν. Μέσα σε μια μέρα ο Νταουνίς έχασε την ευτυχία. Έσωσε το γιο του. Έσωσε, επίσης, και την τιμή του. Έφυγε στην Ανατολή, όχι για να σωθεί. Έφυγε στην Ανατολή για να σώσει τη Λιθουανία. Έγινε στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού.
Του έτυχε να ζήσει πολλά ο Νταουνίς. Ποιος ξέρει, πόσο βαρύ του ήταν να θυμάται τη χαμένη οικογένεια, το καμένο σπίτι, την αιχμαλωτισμένη Λιθουανία… Αλλά όσο πιο λυπημένος ήταν ο Νταουνίς τόσο πιο εύθυμα τραγουδούσε. Ήξερε ότι το τραγούδι οδηγεί στη μάχη. Ήξερε ότι το τραγούδι οδηγεί στη Λιθουανία. Τον θεωρούσαν τον καλύτερο τραγουδιστή του λόχχου, από αυτούς που αρχίζουν το τραγούδι και το επαναλαμβάνουν οι άλλοι. Μέσα στις χιονοθύελλες, μακριά από τη Λιθουανία, στη γη του Ορλόφ, ο Νταουνίς τραγουδούσε:
Δυσοίωνη φήμη κοντά στα σύνορα,
Ανεβείτεε στ’ άλογα, Λιθουανοί, ριχτείτε στη μάχη!
Σταυροφόρι από το Μάλμπουργκ
Έρχονται καταπάνω μας για αρπαγές.
Η Ζόσια Ντενινάιτε ήταν κόρη φτωχού βιοτέχνη από το Βιλκομίρ. Της άρεσε να διαβάζει, σπούδαζε, ονειροπολούσε. Όταν οι Γερμανοί εισβάλανε στη Λιθουανία, αυτή ήταν στο Κάουνας. Περνώντας δίπλα από την πόλη όπου γεννήθηκε, θέλησε να δει τους γονείς της. Βρήκε τα ερείπια του σπιτιού. Οι γονείς της Ζόσια χάθηκαν. Ο αδελφός της ήταν βαριά τραυματισμένος. Η Ζόσια Ντενινάιτε έμεινε μόνη στον κόσμο, μόνη με το λαό της.
Η νεαρή, ντροπαλή κοπέλα επέμενε να την πάρουν νοσοκόμα. Ο διοικητής της απάντησε: “Μα ποτέ δε θα μπορέσετε να σηκώσετε έναν τραυματία”. Στα μάτια της Ζόσια φάνηκαν δάκρυα. Ο διοικητής ήταν σωματώδης, με φαρδείς ώμους. Η μικροκαμωμένη Ζόσια του είπε: “Θα σηκώσω δύο τέτοιους, σαν εσάς…” Όλοι γέλασαν. Η Ζόσια Ντενινάιτε έγινε νοσοκόμα.
Ήρθαν οι μέρες του Φλεβάρη. Μια λιθουανική μονάδα έκανε επίθεση ενάντια σε εχθρικές θέσεις. Ήταν η εποχή των μεγάλων χιονοστιβάδων. Καθυστερούσαν οι εφοδιοπομπές. Μερικές φορές δεν υπήρχαν ούτε πολεμοφόδια ούτε τρόφιμα. Οι άντρες μετέφεραν στα χέρια τους τα κανόνια. Τα άλογα έπεφταν κι αυτά. Αλλά οι άνθρωποι δεν έπεφταν, προχωρούσαν μπροστά. Προχωρούσε μπροστά κι ο Νταουνίς. Προχωρούσε και τραγουδούσε ένα τραγούδι για τους Γερμανούς ληστές. Αυτοί ήρθαν όχι μόνο από το Μάλμπουργκ, από το Έσεν, από το Ντόρντμουντ, από την Κενιξμπέργκ, από το Στράλζουντ. Αυτοί ήρθαν στην καρδιά της Ρωσίας, στη γη την τραγουδισμένη από τον Τουργκένιεφ. Ο Ιωνάς Νταουνίς ήξερε ότι, πολεμώντας για τα χωράφια του Ορλόφ, πολεμάει για τη Λιθουανία. Στην πρώτη μάχη σκότωσε τέσσερις εχθρούς. Θυμήθηκε τη γυναίκα του και τα κοριτσάκια. Τα θυμήθηκε όλα. Φώναζε με βροντώδη φωνή: “Μπροστά!” Ο πέμπτος, γελώντας ξετσίπωτα, φώναξε στον Νταουνίς: “Ρώσε, παραδώσου!” Ο Νταουνίς δεν άρχισε συζήτηση, τον σκότωσε χωρίς κουβέντα.
Αυτά έγιναν στο ζενίθ της μάχης. Οι Γερμανοί άνοιξαν καταιγιστικά πρά. Ο νταουνίς σύρθηκε προς τα συρματοπλέγματα στην κορυφίτσα του λόφου, έριξε μια χειροβομβίδα και σηκώθηκε ολόρθος. Ο λόχος άκουσε τη φωνή του αγαπημένου του: “Για την Πατρίδα! Για την Ελευθερία!”
Είδαν όλοι ότι έπεσε από τα χέρια του Νταουνίς το αυτόματο. Το είδε και η Ζόσια Ντενινάιτε. Η εύθραυστη κοπέλα, στις δυο μέρες των μαχών είχε μεταφέρει 60 τραυματίες. Ο Νταουνίς φώναζε ακόμα: “Μπροστά!” Ύστερα έπεσε. Η Ζόσια έσκυψε από πάνω του. Μια σφαίρα τρύπησε το στήθος της. Βαριά τραυματισμένη, βρήκε μέσα της δυνάμεις να επιδέσει τον Νταουνίς. Ήσαν πολύ προωθημένοι. Το πυρ του εχθρού δυνάμωσε. Από στιγμή σε στιγμή θα τους πιάσουν οι Γερμανοί… “Σύντροφοι, πρέπει να τους σώωσουμε!” φώναξε ο νεαρός σκοπευτής Ραζιούκας. Ο λόχος χίμηξε στο λόφο. Μπροστά πήγαινε ο διοικητής Λισάουνκας. Τραυματισμένος στο πρόσωπο, σκεφτόταν μόνο ένα: να σώσει τους φίλους. Οι Γερμανοί δεν άντεξαν την πίεση. Το σημαντικό στρατηγικό ύψωμα καταλήφθηκε από τους Λιθουανούς.
Στο λόφο κείτονταν δυο κορμιά χωρίς ανάσα: του Νταουνίς και της Ζόσια. Ποιος κατέλαβε το ύψωμα; Ο Ιωνάς Νταουνίς που, πεθαίνοντας φώναζε “Μπροστά”; Η Ζόσια, που έπσευσε σε βοήθειά του; Οι στρατιώτες του διοικητή Λισάουνσκας; Δεν μπόρεσαν να σώσουν τους δυο που χάθηκαν, αλλά αφαίρεσαν από τον άπληστο εχθρό ένα κομματάκι ρωσικής γης. Έκαναν ένα βήμα προς τη Δύση, προς την αγαπημένη Λιθουανία. Σκότωσαν πολλούς εχθρούς και, ποιος ξέρει, αν δεν ήταν ανάμεσα στους σκοτωμένους δήμιους, οι φονιάδες της οικογένειας του Νταουνίς και οι βασανιστές των γονιών της Ζόσια.
Διηγήθηκα για τον Νταουνίς και τη Ζόσια, για να θυμίσω μια μικρή χώρα με μεγάλη καρδιά. Στον κόσμο μιλούν πολύ τώρα για την ελευθερία της Λιθουανίας. Ο Νταουνίς και η Ζόσια δε μιλούσαν: αυτοί πέθαναν για την ελευθερία και δεν υπάρχει στον κόσμο μελάνι, που θα μπορέσει να σβήσει το αίμα.