Κάρλ Φρίντριχ Γκέρντελερ: Ένας μοναρχικός κατά του Χίτλερ
Ο Καρλ Φρήντριχ Γκόρντελερ αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιότυπη περίπτωση αντιστασιακού κατά του χιτλερικού καθεστώτος. Όχι μόνο γιατί ανήκε στους λίγους αστούς πολιτικούς που εναντιώθηκαν στο ναζισμό, αλλά και γιατί οι υπερσυντηρητικές του απόψεις θεωρητικά εναρμονίζονταν σημαντικά με το φασισμό.
Ο Καρλ Φρήντριχ Γκόρντελερ αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιότυπη περίπτωση αντιστασιακού κατά του χιτλερικού καθεστώτος. Όχι μόνο γιατί ανήκε στους λίγους αστούς πολιτικούς που εναντιώθηκαν, και μάλιστα με τη χρήση βίας-ως μέλος της ομάδας που διοργάνωσε την απόπειρα δολοφονίας του Φύρερ στις 20.7. 1944- στο ναζισμό, αλλά και γιατί οι υπερσυντηρητικές του απόψεις θεωρητικά εναρμονίζονταν σημαντικά με το φασισμό. Η αντίστασή του, εδράζονταν κυρίως σε διαχειριστικού τύπου διαφωνίες, καθώς και στον φιλομοναρχισμό του Γκέρντελερ. Η καλή σχέση της γερμανικής αριστοκρατίας με τον Αδόλφο δεν αρκούσε για να ικανοποιήσει το παρωχημένο κι αντιδραστικό όραμα του Γκέρντελερ περί ανασύστασης της γερμανικής αυτοκρατορίας υπό τον Κάιζερ. Αυτό φυσικά καθόλου δεν ακυρώνει τον προσωπικό ηρωισμό και την αυτοθυσία που επέδειξε ο ίδιος υπηρετώντας τα πιστεύω του.
Γεννήθηκε στις 31 Ιούλη 1884 στη δυτική Πρωσία. Γιος δικαστή, σπούδασε κι ο ίδιος νομική στο Τύμπινγκεν και το Καίνιγκσμπεργκ. Εξ απαλών ονύχων επηρεάστηκε από το συντηρητικό και φιλομοναρχικό κλίμα του μεγαλοαστικού του περιβάλλοντος. Όπως όλοι οι ομοϊδεάτες του, αντιμετώπισε με εχθρότητα τη δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δραστηριοποιούμενος πολιτικά στο αντικοινοβουλευτικό Εθνογερμανικό Λαϊκό Κόμμα (Deutschnationale Volkspartei).
Iδιαίτερο κύρος κέρδισε ως αντιδήμαρχος του Καίνιγκσμπέργκ, όπου εξελέγη σαν σήμερα το 1920 και παρέμεινε για 10 χρόνια. Χάρη στη φήμη αυτή κατάφερε να αναγορευθεί δήμαρχος της Λειψίας , της πέμπτης σημαντικότερης πόλης της Γερμανίας, το 1930. Από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας της ΒαΪμάρης δεν είχε υπάρξει πιο συντηρητικός δήμαρχος στην πόλη, τα μέτρα του οποίου βασίζονταν στην ισχυρή στήριξη που του παρείχε κυρίως η ανώτερη αστική τάξη της Λειψίας. Εφήρμοσε σφιχτή δημοσιονομική κι ως μέλος του Συμβουλίου Γερμανικών Δήμων συμμετείχε σε συζητήσεις περί συνταγματικής αναθεώρησης, υπερασπιζόμενος παραπέρα ένταση κι επέκταση των αυταρχικών του χαρακτηριστικών.
Επιεικώς αμφίσημη μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική του έναντι των Εβραίων της πόλης. Υπέγραψε προσωπικά διατάγματα που απέκλειαν τους κατοίκους εβραϊκής καταγωγής από την κοινωνική ζωή, όπως την επίσκεψη θεάτρων, μουσείων, βιβλιοθηκών, κινηματογράφων και κολυμβητηρίων. Επιπλέον, δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκδίωξη των Εβραίων καθηγητών και φοιτητών από το πανεπιστήμιο της Λειψίας την άνοιξη του 1933. Από την άλλη ωστόσο, μια μέρα μετά το κρατικά καθοδηγούμενο μποϋκοτάζ εβραϊκών καταστημάτων την 1 Απρίλη 1933, ο ίδιος επισκέφθηκε με πένθιμη αμφίεση εβραϊκά μαγαζιά, εκφράζοντας τη σιωπηλή του αποδοκιμασία. Εκείνο ωστόσο που φαίνεται να αποτέλεσε αφορμή για την οριστική του ρήξη με τον εθνικοσοσιαλισμό, είναι η αποκαθήλωση του μνημείου του “γνήσιου Εβραίου” συνθέτη Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, μετά την οποία ο ίδιος παραιτήθηκε τον Απρίλη του 1937.
Πεπεισμένος ότι η ναζιστική πολιτική δεν εξυπηρετούσε το γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό όπως τον φανταζόταν, προσπάθησε να βρει δίκτυο υποστηρικτών στο εξωτερικό, κυρίως στην Αγγλία, χρηματοδοτούμενος από τον βιομήχανο Ρόμπερτ Μπος (o οποίος, ως θιασώτης της γαλλογερμανικής συνεννόησης, δεν ανήκε εξαρχής στου στενά συνεργαζόμενους με το Χίτλερ επιχειρηματίες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ωστόσο, η εταιρεία του ανέλαβε μεγάλα συμβόλαια κι εκμεταλλεύτηκε την καταναγκαστική εργασία από τις κατεχόμενες χώρες, χωρίς διαφοροποίηση από άλλες του κλάδου) για τον οποία μάλιστα εργαζόταν ως σύμβουλος. Τα οράματα του Γκέρντελερ περί αναθεώρησης της συνθήκης των Βερσαλιών κι αποκατάστασης των γερμανικών συνόρων προ του 1914 δε βρήκαν όπως ήταν αναμενόμενο ενθουσιώδεις υποστηρικτές μεταξύ της αγγλικής αστικής τάξης, ακόμα και τη μη φίλα προσκείμενης στην πολιτική του κατευνασμού, καθώς γινόταν δικαίως αντιληπτή ως μια ακόμα έκφραση μεγαλογερμανικού ηγεμονισμού.
Σταδιακά ο Γκέρντελερ σχημάτισε μια ομάδα που έφερε το όνομά του, η οποία είχε ως στόχο τη διεξαγωγή πραξικοπήματος κατά του Χίτλερ. Στα πολυάριθμα κείμενά του, ο Γκέρντελερ εκθέτει τα σχέδια του για τη μεταχιτλερική Γερμανία: Ανασύσταση της αυτοκρατορίας στα πρότυπα της εποχής του Μπίσμαρκ, με επαναφορά της μοναρχίας και περιορισμένα περιθώρια λειτουργίας κομμάτων, η δραστηριοποίηση των οποίων συνδέονταν με τον εκάστοτε βαθμό “πολιτικής ωριμότητας” του γερμανικού λαού, ουσιαστικά επαγγέλονταν ένα καθεστώς εξαίρεσης επ’αόριστον.
Η συνωμοτική δραστηριότητα του Γκέρντελερ είχε κινήσει τις υποψίες των γερμανικών αρχών, και στις 17 Ιούλη 1944 η Γκεστάπο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ενώ λίγο αργότερα επικηρύχθηκε με αμοιβή ένα εκατομμύριο μάρκα. Αρχικά βρήκε καταφύγιο σε φίλους και γνωστούς, ωστόσο κάποιος εξ αυτών δελεάστηκε από την αμοιβή και τον κατέδωσε στη μυστική αστυνομία. Ένα μήνα αργότερα καταδικάστηκε “λόγω εσχάτης προδοσίας και κατασκοπίας εν καιρώ πολέμου υπέρ του εχθρού”. Εκτελέστηκε στις 2 Φλεβάρη 1945 στην περιοχή Πλέτσενζεε του Βερολίνου.