Καρλ και Τζένη Μαρξ -Ένας έρωτας μετ’εμποδίων
Ο γάμος του με την όμορφη αριστοκράτισα Τζένη φον Βεστφάλεν δεν ήταν ανέφελη υπόθεση, καθώς για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους αρραβωνιάστηκαν κρυφά και περίμεναν επτά χρόνια μέχρι την τελετή.
Η τετριμμένη και κάπως σεξιστική με τα σημερινά κριτήρια ρήση πως “Πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα, βρίσκεται μια σπουδαία γυναίκα” αντικειμενικά ταιριάζει γάντι στη Τζένη Μαρξ, που πέρασε μαζί με το σύζυγό της ατελείωτα βάσανα λόγω της επαναστατικής δραστηριότητάς του, απέκτησε επτά παιδιά εκ των οποίων μόνο τρεις κόρες επιβίωσαν ως την ενηλικίωση, αλλά συνέβαλε επίσης καθοριστικά ώστε ο Μαρξ να συγγράψει τα κοσμοϊστορικής σημασίας έργα του. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο Μαρξ ποτέ δε συνήλθε από το θάνατος της Τζένης το 1881, τον οποίο ακολούθησε εκείνος της Τζένης Λονγκέ στις αρχές του 1883, της μεγάλης του κόρης, δίνοντάς του το τελειωτικό χτύπημα, αφού κι ο ίδιος έφυγε από τη ζωή δυο μήνες μετά. Ο γάμος του με την όμορφη αριστοκράτισα Τζένη φον Βεστφάλεν δεν ήταν ανέφελη υπόθεση, καθώς για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους αρραβωνιάστηκαν κρυφά και περίμεναν επτά χρόνια μέχρι την τελετή. Στην περίοδο αυτή αναφέρεται και το απόσπασμα από το βιβλίο τής Ι.Α Πετσερνίκοβα “Η διαπαιδαγώγηση στην οικογένεια του Μαρξ”που κυκλοφόρησε το 1984 από τη Σύγχρονη Εποχή:
“Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο ο Καρλ Μαρξ έζησε δυο σημαντικά γεγονότα: πρώτο, την εγγραφή του το φθινόπωρο του 1835 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόννης και δεύτερο, τον αρραβώνα του με τη Τζένη φον Βεστφάλεν το καλοκαίρι του 1836. […]
Ο Χάινριχ Μαρξ (ο πατέρας του Καρλ, σ.τ.Ε) ίσως δικαιολογημένα θεωρούσε τον πρώτο χρόνο των σπουδών του Καρλ χαμένο. Σε αντιστάθμισμα, όμως, αυτό το χρόνο ο Καρλ πέτυχε”την πρώτη και ωραιότερη νίκη του”. Αυτή ήταν ο αρραβώνας με την πρώτη καλλονή του Τρίερ, τη βασίλισσα των χορών βαρώνη Τζένη φον Βεστφάλεν.
Όπως έγραφε ο ίδιος ο Καρλ, γι’αυτόν “άνοιξε ένας νέος κόσμος, ο κόσμος της αγάπης, στην αρχή μάλιστα φλογερής, αγιάτρευτης αγάπης”.
Αλλά να, μετά την επιστροφή στο Βερολίνο από την Τρίερ, ο Καρλ κατάλαβε ότι αυτή η αγάπη ήταν αμοιβάια. Ο ενθουσιασμός του δεν είχε όρια. “Η τέχνη δεν είναι τόσο όμορφη, όσο η Τζένη!” , αναφωνούσε ο Καρλ. Γέμισε ολόκληρα τετράδια με στίχους, αφιερωμένους στην αγαπημένη κοπέλα:
“Τζένη! Αν μπορούσα να βροντοφωνάξω
Αν ήξερα όλες τις γλώσσες
Με γραμμένα φωτεινά αστραποβόλα λόγια
Σ’όλο το διάστημα θα ΄θελα να τραγουδήσω την αγάπη μου για σένα για να σε θυμάται αιώνια ο κόσμος!
Επειδή οι συγγενείς της Τζένης φον Βεστφάλεν δεν ήθελαν να παντρευτεί η κληρονόμος τους μ’έναν άπορο φοιτητή, το νεαρό ζευγάρι αρραβωνιάστηκε κρυφά. Για τους αρραβώνες μόνο οι πατεράδες τους ήξεραν. Ο Λούντβιχ φον Βεστφάλεν υποστήριζε τους νέους με τον όρο, ότι ο γάμος τους θα γίνει μόνο όταν ο Καρλ τελειώσει το πανεπιστήμιο. Προφανώς τον στενοχωρούσε το γεγονός ότι ο μελλοντικός του γαμπρός ο Καρλ, ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερεος από τη Τζένη. Εκείνον τον καιρό απαγορευόταν ακόμα και η αλληλογραφία ανάμεσα στους μνηστευμένους.
Πολύ ανησυχούσε και τον Χάινριχ Μαρξ: ο αδιαμόρφωτος χαρακτήρας του γιού του, η νεαρή του ηλικία, η διαφορά στην κοινωνική κατάσταση. Αλλά όσο πιο επίμονα κοίταζε ο πατέρας του Καρλ τη Τζένη, άλλο τόσο γοητευόταν απ’αυτή. Διέβλεπε στην κοπέλα μια αφοσιωμένη καρδιά και προθυμία για οποιαδήποτε θυσία χάρη του “αβέβαιου και γεμάτου κινδύνους” δικού της μέλλοντος και του Καρλ. Η διαίσθηση έλεγε στο Χάινριχ Μαρξ, ότι ο δρόμος του γιου του στη ζωή και την επιστήμη δε θα ‘ναι στρωμένος με τριαντάφυλλα. Σε γράμματο στον Καρλ ο Χάινριχ ονόμαζε την Τζένη “άγγελο και γόησσα” και τον διαβεβαίωνε ότι αυτή η εξαιρετική κοπέλα, παρ’όλο που είναι συνηθισμένη στην πολυτέλεια, θα μπορέσει να υπερνικήσει τις αναποδιές της ζωής και θα του είναι απεριόριστα αφοσιωμένη.
Η στοργική και αγαθή καρδιά του Χάινριχ μαρξ βρήκε τρόπο για να παρακάμψει την απαγόρευση της αλληλογραφίας. Ο πατέρας διαβίβαζε κρυφά στην Τζένη τα γράμματα του Καρλ που έστελνε από το Βερολίνο. Το ίδιο έκανε και η αδερφή του Καρλ Σόφη και ο αδερφός της Τζένης Έντγκαρ φον Βεστφάλεν. Όλοι συμπαραστέκονταν ομόθυμα στη Τζένη στα εφτά χρόνια που ζούσε μακριά από τον αρραβωνιαστικό.
Το πανεπιστήμιο του Βερολίνου ο Καρλ το ‘βρισκε πληκτικό. Τη φιλοσοφία του Χέγκελ που κυριαρχούσε τότε δεν την είχε ακόμα κατανοήσει. Το ίδιο το Βερολίνο δεν του άρεσε και τους πρώτους μήνες νοσταλγούσε πάρα πολύ τη Τζένη.
Ο πατέρας του δεν μπορούσε να μην το μαντέψει αυτό. Στα γράμματα προς το γιο του έγραφε το καθετί για τη Τζένη, που θα μπορούσε να τον χαροποιήσει και να τον καθησυχάσει. Του θύμιζε πάντα ότι η Τζένη θυσίασε πολλά γι’αυτόν, ότι ο Καρλ πρέπει να είναι πραγματικός άνδρας και πίστος φίλος αυτής της θαυμάσιας κοπέλας.
[…]
Έτσι λοιπό ο Καρλ κατακτούσε τις κορυφές της επιστήμης. Το ίδιο διάστημα η Τζένη αγωνιζόταν μ’όλες της τις δυνάμεις για την ευτυχία της. Ίσως να φανεί παράξενο: Πώς η λεπτοκαμωμένη αυτή αριστοκράτισσα μπόρεσε να γίνει ικανή για αγώνα; Το άριστα αναπτυγμένο κι εύστροφο πνεύμα και η φλογερή καρδιά της Τζένης τη βοήθησαν να εκτιμήσει τον πλούτο της ψυχής του αγαπημένου της, τη μεγάλη δύναμη της θέλησής του, την ικανότητα για βαθιά αισθήματα, τη δίψα της μάχης για υψηλά ιδανικά. Αυτό έτρεφε την ασυνήθιστη αγάπη της Τζένης για τον Καρλ. Και η αγάπη της έδινε δυνάμεις. Η κοπέλα άντεξε στο μακρόχρονο και εξαντλητικό αγώνα με τους συγγενείς της. Ανάμεσα σ’αυτούς ξεχώριζε για τη μεγαλύτερη αδιαλλαξία απέναντι στον Καρλ και τις κοινωνικές προκαταλήψεις ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδεφός της Τζένης, ο Φέρντιναντ, που αργότερα έγινε υπουργός Εσωτερικών της αντιδραστικής κυβέρνησης της Πρωσίας.
Εκείνη την εποχή οι Πρώσσοι ευγενείς υπερηφανεύονταν για την αριστοκρατική τους καταγωγή και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το σόι τους, συχνά με τους γάμους. Στη Τζένη παρουσίαζαν τον ένα μετά τον άλλο αυτούς που της ζητούσαν το χέρι. Τη δελέαζαν με τις υπηρεσίες τους στη Γερμανία, τους τίτλους, τα κεφάλαια, με την ομορφιά. Μετά από κάθε νέα άρνηση οι συγγενείς περιέλουζαν την κοπέλα με βρισιές και απειλές.
Ο Μαρξ έγραφε στον Άρνολντ Ρούγκε: “Η γυναίκα μου αντιμετώπισε εξαιτίας μου-και τα ‘βγαλε πέρα-έναν πολύ σκληρό αγώνα, που κατέστρεψε σχεδόν την υγεία της”.
Όλα τα χρόνια του χωρισμού από τον αρραβωνιαστικό της ασχολούνταν επίμονα με την αυτομόρωση. Ήθελε να γίνει αντάξιος φίλος και βοηθός του μελλοντικού συζύγου της, που έπρεπε να ΄χει μια μορφωμένη, συνετή και πιστή συνεργάτρια. Η Τζένη στοχαζόταν με πίρκα στα γράμματά της ότι οι γυναίκες στη Γερμανία είναι πολύ άμοιρες όσον αφορά της δραστηριότητες για πνευματική ανάπτυξη. […]
Η Τζένη δεν ήθελε να συμβιβαστεί με αυτή τη μοίρα. Σε γράμμα της στις 10 Αυγούστου του 1841 έγραφε στον αρραβωνιαστικό της: “Θα ‘πρεπε να με παινέψεις λίγο για την εκμάθηση της ελληνικής και για την πολυμάθειά μου και θα μπορούσες να μου αφιερώσεις έναν μικρό εγκωμιαστικό αρθράκι. Εφ’όσον όμως εσείς, κύριοι νεοχεγκελιανοί, δεν παραδέχεστε τίποτε, που δεν ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά στο πνεύμα σας-ακόμα κι αν υατό είναι το καλύτερο-τότε σε μένα δεν απομένει παρά να επαναπαυτώ σεμνά στις δικές μου δάφνες. Για την ώρα όμως, δυστυχώς, αγαπητέ, απομένιε ν’αναπαυθώ στο μαξιλάρι με τα πούπουλα.” […]
Ο Καρλ διάβαζε πολλές φορές τα γράμματα της Τζένης. Στα γράμματα πότε-πότε διαφαίνονταν αισθήματα άγχους και ανησυχίας: Ο Καρλ ήταν ακόμα τόσο νέος, μπορεί άραγε το αίσθημα του να είναι σταθερό; Είναι όμορφος και έξυπνος, και αν ξαφνικά ,ενδιαφερθεί γι’αυτόν καμιά νεαρή Βερολινέζα; […]
“Σήμερα δεν είμαι σε θέση να σου αφηγηθώ όλα εκείνα, μ’όσα γέμισε η καρδιά μου, έγραφε η Τζένη στον Καρλ στις 13 του Σεπτέμβρη 1841. Όλη η ύπαρξή μου, τα όνειρά μου και οι σκέψεις μου όλα, όλα: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συγχωνεύτηκαν σ’ένα σήμα, σ’έναν ήχο, σ’ένα τόνο και όταν αυτός αντηχήσει, τότε θ’ακουστεί μόνο τούτο: εγώ σ’αγαπώ ανείπωτα, απεριόριστα, ατέλειωτα και απροσμέτρητα, όλα τα υπόλιπα απορροφήθηκαν απ’αυτό…[…]Καλή αντάμωση άγγελε, πόσο σ’αγαπώ-σ’αυτό βρίσκεται όλο το πνεύμα μου, η ζωή και η σκέψη”. […]
Συνάντησαν πολλές συμφορές ακόμα, δυσκολίες κι εμπόδια, ώσπου να φτάσει η ευτυχισμένη εκείνη μέρα που η Τζένη κι ο Καρλ την περίμεναν εφτά ολόκληρα μαρτυρικά χρόνια. Στις 19 του Ιούνη 1843 στο Κρόιτσναχ, όπου η Τζένη μετακόμισε με τη μητέρα της μετά το θάνατο του πατέρα της, έγινε ο γάμος. Το ζευγάρι έφυγε αμέσως για το γαμήλιο ταξίδι: Κρόιτσανχ-Έμπενμπουργκ-Μπάντεν-Μπάντεν. […]Η αγάπη νίκησε. Σ’όλη τη διάρκεια της ζωής της Τζένης και του Καρλ η αγάπη ήταν το περιεχόμενο και η ποίηση των αμοιβαίων τους σχέσεων, η ευτυχία της οικογένειας, έγινε ιδανικό για τις θυγατέρες τους. […]
“Δεν θα ‘ναι υπερβολή, έγραφε η μικρότερη κόρη του Μαρξ, Ελεονώρα, αν πω ότι χωρίς τη Τζένη φον Βεστφάλεν ο Καρλ Μαρξ δε θα μπορούσε να γίνε ιποτέ αυτός που έγινε. Δεν υπήρξαν ποτέ δυο άνθρωποι-και οι δυο το ίδιο υπέροχοι-που να ταιριάζουν τόσο και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο.”