Καρλ Λίμπκνεχτ – Από βαφτιστήρι του Μαρξ πρωτομάρτυρας του ΚΚ Γερμανίας
«Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ-Σάιντεμαν- Νόσκε νίκησαν… Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες… Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι’ αυτούς μάθημα».
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού το όνομά του έχει γραφτεί για πάντα με χρυσά γράμματα στο βιβλίο των ηρώων του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει κομμουνιστή κυριολεκτικά “από κούνια”, καθώς όχι μόνο ήταν ένας από τους πέντε γιους του συνιδρυτή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και της συζύγου του Ναταλίας, αλλά υπήρξε και βαφτιστήρι των Μαρξ και Ένγκελς, έστω όχι με προσωπική παρουσία, αλλά με ενυπόγραφη δήλωση, κατά τη βάφτισή του στον ευαγγελικό ναό του Θωμά στη Λειψία. Στην πόλη αυτή γεννήθηκε ο Καρλ σαν σήμερα το 1871 κι έζησε εξ απαλών ονύχων της διώξεις κατά του γερμανικού εργατικού κινήματος, καθώς το 1878 τέθηκε για 12 χρόνια εκτός νόμου του SPD, οδηγώντας και την οικογένειά του σε χωριό έξω από την πόλη, καθώς τους απαγορεύτηκε η διαμονή εκεί.
Σπούδασε νομικά αρχικά στη Λειψία και μετά στο Βερολίνο, περίοδος κατά την οποία δημοσίευσε κι ένα ποίημα κοινωνικής κριτικής με τίτλο “Φυλάξου!”. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην αυτοκρατορική φρουρά του Βερολίνου από το 1893 ως το 1894 ενώ το 1899 ανακηρύχθηκε διδάκτορας νομικής. Την ίδια χρονιά άνοιξε μαζί με το αδερφό του Τέοντορ και τον Όσκαρ Κον δικηγορικό γραφείο, που διακρίθηκε για την υπεράσπιση πολιτικών κρατουμένων, ενώ ο Λίμπκνεχτ έγινε γνωστές για τις φλογερές του αγορεύσεις κατά της ταξικής δικαιοσύνης στο γερμανικό Ράιχ και τις καταγγελίες του για τη βάναυση συμπεριφορά σε νεοσύλλεκτους του πρωσικού στρατού. Το 1900 παντρεύτηκε τη Γιούλια Παραντίς, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη, ενώ τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Δημοτικός σύμβουλος Βερολίνου από το 1902 ως το 1913, υπήρξε ενεργό μέλος της Β’ Διεθνούς και συνιδρυτής της Διεθνούς Νέων.
Το 1907 καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία λόγω της μπροσούρας του “Μιλιταρισμός κι Αντιμιλιταρισμός”, όπου κατήγγειλε το στρατοκρατικό πνεύμα της αυτοκρατορίας τονίζοντας πως ο μιλιταρισμός καλλιεργεί το σοβινισμό στο εξωτερικό και το μίσος για κάθε προοδευτική ιδέα στο εσωτερικό. Παρότι ο ίδιος έγραφε ότι η αντιμιλιταριστική δράση έπρεπε να κινείται εντός νομιμότητας, ο Πρώσος υπουργός Πολέμου Καρλ Φον Άινεμ δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει κανένα πλαίσιο νόμιμης έκφρασης στους “προδότες”, ενορχηστρώνοντας έτσι τη δίκη στην οποία καταδικάστηκε σε 1,5 χρόνο φυλάκισης για “προπαρασκευαστικές ενέργειες προς εσχάτη προδοσία”. Ο ίδιος ο Κάιζερ είχε διαρκή τηλεγραφική ενημέρωση για την εξέλιξη της δίκης. Η απολογία του προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση και τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στους εργάτες της πρωτεύουσας.
Πριν ακόμα αποφυλακιστεί ο Λίμπκνεχτ εκλέχθηκε στην πρωσική βουλή το 1908, της οποίας υπήρξε μέλος ως το 1916 και το 1912 εξελέγη στο Ράιχσταγκ, χρονιά κατά την οποία παντρεύτηκε όντας χήρος τη δεύτερη σύζυγό του Σοφία Ρις. Κατήγγειλε με κάθε τρόπο τις πολεμικές προετοιμασίες της Γερμανίας και τη διαπλοκή του υπουργείου Πολέμου με τη βιομηχανία Κρουπ. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στη Γαλλία, αλλά επέστρεψε αμέσως στη Γερμανία, όπου αρχικά υποτάχθηκε για λόγους κομματικής πειθαρχίας στη φιλοπόλεμη γραμμή του SPD, παρότι εσωκομματικά από την πρώτη στιγμή ανήκε στους πιο μαχητικούς αντιπάλους του πολέμου.
Έγινε μέλος των “Διεθνιστών” της Ρόζας Λούξεμπουργκ λίγες μέρες μετά, προσπαθώντας να ασκήσει εσωκομματική αντιπολίτευση στην πλειοψηφία. Οι δραστηριότητές του σύντομα του επέφεραν το χαρακτηρισμό του “προδότη” εντός κι εκτός κόμματος. Στις 2 Δεκέμβρη 1914 έγραψε ιστορία, όντας ο μοναδικός βουλευτής του Ράιχσταγκ που καταψήφισε τις τις πολεμικές πιστώσεις. Το Φλεβάρη του 1915 επιστρατεύτηκε προκειμένου να ανακοπεί η αντιπολεμική του δράση, καθώς υπόκειτο πλέον στους δρακόντειους στρατιωτικούς νόμους, παίρνοντας άδειες μόνο για συνεδρίες της βουλής. Παρά τους περιορισμούς κατόρθωσε να επεκτείνει το δίκτυο των “Διεθνιστών” συμβάλλοντας στις 1 Γενάρη στη μετεξέλιξή του στην περίφημη οργάνωση “Σπάρτακος”, που το 1918 ονομάστηκε “Ένωση Σπαρτακιστών”. Στις 16 Γενάρη 1916 με πλειοψηφία 2 τρίτων διαγράφηκε από το SPD.
Ως βουλευτής δεν του επιτράπηκε με διάφορες προφάσεις να λάβει το λόγο ως τις 8 Απρίλη 1916, όταν και πάλι διακόπηκε με ύβρεις από φιλελεύθερους και συντηρητικούς συναδέλφους του, ένας εκ των οποίων του έσκισε και τις σημειώσεις του, ενώ μόνο με παρέμβαση των ψυχραιμοτέρων αποφεύχθηκε ο ξυλοδαρμός του. Την Πρωτομαγιά του 1916 μίλησε σε αντιπολεμική συγκέντρωση, κατά την οποία συνελήφθηκ και δικάστηκε ξανά για εσχάτη προδοσία. Η δίκη κατέληξε σε φιάσκο για τις αυτοκρατορικές αρχές, καθώς τη μέρα της δίκης 50.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία. Του επιβλήθηκε ποινή 4 ετών, από την οποία εξέτισε περίπου ένα χρόνο, μέχρι την κατάρρευση του γερμανικού μετώπου το φθινόπωρο του 1918 που σήμανε γενική αμνηστία. Στο μεταξύ είχε επέλθει η διάσπαση του SPD με τη δημιουργία του αντιπολεμικού USPD, στο οποίο συμμετείχαν και οι Σπαρτακιστές αρχικά.
Αποφασισμένος να μιμηθεί το παράδειγμα της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Γερμανία προσπάθησε να συντονίσει μια γενική απεργία μαζί με την ταυτόχρονη επέλαση ένοπλων απεργών μπροστά σε στρατόπεδα, ώστε να εξουδετερώσουν τους φαντάρους ή να τους πείσουν να ενωθούν μαζί τους. Δυο μέρες πριν την υλοποίηση του σχεδίου ωστόσο ξέσπασε ανεξάρτητα η εξέγερση των ναυτών του Κιέλου, που γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο το Ράιχ. Οι σοσιαλδημοκράτες από την πρώτη στιγμή προσπάθησαν να καναλιζάρουν την επαναστατική διάθεση των μαζών στα δικά τους πλαίσια, εξαγγέλλοντας τη δημοκρατία της Βαϊμάρης όπως ονομάστηκε αργότερα δια στόματος Φίλιπ Σάιντεμαν. Παρόλαυτα ο Λίμπκνεχτ εξήγγειλε την ίδια μέρα την “Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας”, ευελπιστώντας ακόμα σε ριζοσπαστικοποίηση της επανάστασης. Με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ άρχισαν για το σκοπό αυτό να εκδίδουν την μετέπειτα εφημερίδα του ΚΚΓ, “Κόκκινη Σημαία”. Η συμμαχία του καγκελαρίου Έμπερτ με τον αρχηγό του γενικού επιτελού Βίλχελμ Γκρίνερ έδωσε απανωτά χτυπήματα στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων που είχαν δημιουργηθεί σε όλη τη χώρα. Οι Σπαρτακιστές άρχισαν να αποκτούν ολοένα και περισσότερα μέλην, οδηγώντας τους στην απόφαση δημιουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, την πρωτοχρονιά του 1919, με τον Λίμπκνεχτ να τίθεται ντε φάκτο στην ηγεσία του κόμματος μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ενάντια στις αντιρρήσεις τις τελευταίας, πρωτοστατεί στην απόφαση για την ένοπλη εξέγερση των Σπαρτακιστών, που πνίγηκε στο αίμα από τη σύμπραξη ακροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατών.
Ήδη πριν από την εξέγερση, το Δεκέμβρη του ’18, άρχισαν να εμφανίζονται κόκκινα πλακάτ κατά των Σπαρτακιστών με την ένδειξη “Σκοτώστε τους ηγέτες τους! Σκοτώστε το Λίμπκνεχτ!”, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες προκηρύξεις παρόμοιου περιεχομένου κυκλοφόρησαν στην πόλη. Η εφημερίδα του SPD “Εμπρός” χαρακτήριζε “ψυχοπαθή” το Λίμπκνεχτ ενώ το συμβούλιο των Λαϊκών αντιπροσώπων όπου κυριαρχούσαν οι σοσιαλδημοκράτες εξέδωσε στις 8 Γενάρη του 1919 προκήρυξη όπου σημείωνε ότι “η ώρα της λογοδοσίας πλησιάζει”, ενώ στην κομματική εφημερίδα και πάλι δημοσιεύτηκε ποίημα του Άρτουρ Τσίκλερ όπου προαναγγέλλονταν μεταξύ άλλων ο θάνατος της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ. Στις 14 Γενάρη έγραψε το τελευταίο του άρθρο “Παρόλαυτα” που δημοσιεύτηκε την επομένη στην “Κόκκινη Σημαία”. Ήδη κρυβόταν με τη Ρόζα σε διαμέρισμα φίλης της, όπου συνελήφθη μαζί με τον μετέπειτα ηγέτη της ΓΛΔ Βίλχελμ Πικ στις 15 Γενάρη από εθνικιστική πολιτοφυλακή.
Αναγνωρίστηκε εξαιτίας των αρχικών του στα ρούχα του, ενώ την εντολή για τη δολοφονία έδωσε ο αξιωματικός Βάλντεμαρ Παμπστ, έχοντας την έμμεση πλην σαφή έγκριση του υπουργού Άμυνας Γκούσταβ Νόσκε “Εσείς ξέρετε τι πρέπει να γίνει”. Αφού διαπομπεύθηκε και χτυπήθηκε στο ξενοχοδείο “Έντεν”, άντρο των φράικορπς του Βερολίνου, οδηγήθηκε σε αυτοκίνητο προς το σημείο της δολοφονίας του. Σε ένα σκοτεινό μονοπάτι ο οδηγός προσποιήθηκε βλάβη του οχήματος, βγάζοντας έξω τον Λίμπκνεχτ, που πυροβολήθηκε πισώπλατα. Το ίδιο βράδυ δολοφονήθηκε και η Λούξεμπουργκ, με τους αξιωματικούς να ισχυρίζονται αργότερα πως ο Λίμπκνεχτ σκοτώθηκε “προσπαθώντας να διαφύγει” και η Λούξεμπουργκ “λιντσαρίστηκε από το πλήθος”.
Στις 25 Γενάρη ο κομμουνιστής ηγέτης τάφηκε μαζί με ακόμα 31 νεκρούς σπαρτακιστές σε ένα περιφερειακό κοιμητήριο, για να μη γίνει διαδήλωση υπέρ τους. Παρόλαυτα δεκάδες χιλιάδες εργάτες αψήφησαν τη στρατιωτική παρουσία και συμμετείχαν στην κηδεία, όπου μίλησαν εκπρόσωποι του ΚΚΓ και του USPD. To 1926 με πρωτοβουλία του ΚΚΓ ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ, που ισοπεδώθηκε από τους ναζί το 1935, ωστόσο ένας έργάτης του κοιμητηρίου κατόρθωσε να κρύψει τις ταφικές πλάκες των δυο κομμουνιστών, που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας.
Όπως είναι γνωστό οι δολοφονοί τους δε διώχτηκαν από ποινικό δικαστήριο, ενώ και το στρατοδικείο επέβαλε ποινές – χάδι στους δράστες, που μετά από προσφυγή τους αθωώθηκαν, ενώ επί ναζισμού έλαβαν και αποζημιώσεις για την “ταλαιπωρία” τους. Μόνο ένας από τους συμμετέχοντες, ο Ρούνγκε, εντοπίστηκε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου το Μάη του ’45 από μέλη του ΚΚΓ και παραδόθηκε στον Κόκκινο Στρατό, που κατά πάσα πιθανότητα τον εκτέλεσε.