Καρλ Μαρξ – Σκηνές από την τελευταία χρονιά της ζωής του
“Ο Μαρξ ήταν ο άνθρωπος που πιο πολύ από όλους τον μίσησαν και πιο πολύ από όλους τον συκοφάντησαν. Οι κυβερνήσεις -και οι απολυταρχικές και οι δημοκρατικές-τον εξόριζαν, οι αστοί-και οι συντηρητικοί και οι υπερδημοκρατικοί-συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα πει τις πιο πολλές συκοφαντίες και κατάρες εναντίον του. Είχε ίσως πολλούς αντιπάλους, αμφιβάλλω όμως αν είχε έστω και έναν προσωπικό εχθρό”. “
Με αφορμή την επέτειο θανάτου Καρλ Μαρξ, μεταγράφουμε σήμερα ένα απόσπασμα από την αξιόλογη μυθιστορηματική βιογραφία της Σοβιετικής συγγραφέα Γκαλίνα Σερεμπριάκοβα, σε μετάφραση Κύρας Σεκλειζιώτη. Το κείμενο προέρχεται από τον επίλογο του βιβλίου, που σκιαγραφεί τον τελευταίο χρόνο της ζωής του Μαρξ καθώς και την κηδεία του.
Για τις μεγάλες καρδιές και τα μεγάλα μυαλά δεν έρχεται ποτέ ο μαρασμός. Ενώ σε μερικές φυλές αγρίων εκτιμούνται τα μπράτσα πιο πολύ από το μυαλό και ο σωματικά σαθρός, αδυνατισμένος από το χρόνο γέρος γίνεται βάρος και προσπαθούν να τον ξεφορτωθούν το γρηγορώτερο, όσο πιο ψηλά ανεβαίνει ο ψυχικός κόσμος της ανθρωπότητας, τόσο πιο πολύτιμα γίνονται γι’ αυτήν η σοφία, η πείρα, η γνώση της ζωής-αυτά που φέρνουν μαζύ τους τα χρόνια.
Για τις μεγαλοφυΐες δεν υπάρχουν γεράματα. Ο Μαρξ, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο ισχυρός γινόταν πνευματικά. Η σκέψη του, η δημιουργία, το ύφος του έφτασαν στις πανύψηλες κορφές. Ο θάνατος όμως της γυναίκας του κατάφερε βαρύ χτύπημα, Έμοιαζε με αετό, που του έσπασαν τα φτερά. […]
Ο Μαρξ ήταν αδιάκοπα άρρωστος. Δυο βδομάδες μετά το θάνατο της Ζέννη έγραφε σε έναν από τους φίλους του πέρα από τον ωκεανό. Από την τελευταία αρρώστια βγήκα διπλά ανάπηρος: ψυχικά, από το θάνατο της γυναίκας μου και σωματικά, γιατί ύστερα από την αρρώστια μου έμεινε υγρό στα πλευρά και μεγάλος ερεθισμός των αναπνευστικών οργάνων.
“Δυστυχώς θα χρειαστεί να ξοδέψω κάμποσο καιρό αποκλειστικά για να αναστηλώσω την υγεία μου”. […] Ψάχνοντας για ζέστη και ήλιο, ο άρρωστος Μαρξ πήγε μόνος του στο Αλγέρι. Και εκεί όμως ο καιρός εκείνη την εποχή ήταν πολύ βλαβερός γι’αυτόν. […] Ο Μαρξ έννοιωσε πως έγινε χειρότερα. Τον έπνιγε ένας βήχας, που του ξέσχιζε τα στήθια, έβγαζε πηχτά γλοιώδικα πτύελα, έννοιωθε ένα βασανιστικό αδιάκοπο πόνο στο πλευρό, τον τσάκιζε η μελαγχολία. Το παραδέχτηκε αυτό με γράμμα του στον Ένγκελς:
“Ξέρεις πόσο δε μου αρέσει το επιδεικτικό πάθος. Ωστόσο θα ήταν ψέμα να αρνηθώ ότι η σκέψη μου πνίγεται από τη θύμηση της γυναίκας μου, από τις αναμνήσεις για τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου.”
Ο Μαρξ είχε εγκατασταθεί στην ανηφορική οδό Άνω Μουσταφά, στο ξενοδοχείο “Βικτώρια”. […] Μια φορά άκουσε κοφτό κροτάλισμα και βγήκε να δει από πού έρχεται. Στη βεράντα ένας ζητιάνος νέγρος, χτυπώντας τις μεταλλικές καστανιέτες του, στριφογύριζε λυγίζοντας σα φίδι και έπαιρνε πλαστικές πόζες, παριστάνοντας κάτι σα ρυθμικό ανατολίτικο χορό. Ύστερα άρχιζε να ζητιανεύει. Τυλιγμένος στο άσπρο μακρύ ρούχο του, σαν σε ρωμαϊκό χιτώνα, ένας μπρούτζινος μαύρος-μικροπωλητής του δρόμου, που πουλούσε κόττες και πορτοκάλια, κοίταζε αυτή την παράσταση. Δίπλα του έκοβε βόλτες μια γαλοπούλα με γαλάζιο λαιμό και πλούσια ουρά. Μαύρους στο Αλγέρι έλεγαν τους άραβες. Κατά τη γνώμη του Μαρξ, οποιοσδήποτε αλγερινός μαύρος ξεπερνούσε το μεγαλύτερο ευρωπαίο θεατρίνο στην τέχνη να τυλίγεται με το άσπρο ρούχο του και να φαίνεται φυσικός, γεμάτος ευγένεια και κομψός, άσχετα αν περπατούσε ή έμενε ακίνητος. […]
Από το Αλγέρι ο Μαρξ πήγε στη γαλλική Ριβιέρα και έμεινε για λίγο στο πριγκηπάτο Μονακό, στο Μόντε-Κάρλο. […] Κοιτάζοντας τις αίθουσες του καζίνου και τους ανθρώπους που ήταν κυριευμένοι από τον πυρετό του κέρδους, ο Μαρξ θυμήθηκε τα λόγια του Γκαίτε: “Ω Θεέ μου, πόσο μεγάλο είναι το θηριοτροφείο σου!”. […] Αφού γιάτρεψε λίγο την πλευρίτιδα ο Μαρξ πήγε στο Αρζαντέιγ στη θυγατέρα του Ζέννη και στα εγγόνια του. Εκεί, ανάμεσα στα παιδιά, ξανιάνωσε λίγο ψυχικά. […]
Μαζί με την κόρη του ο Μαρξ πήγε για έξη βδομάδες στη Βεβέ, στη λίμνη της Γενεύης. Κουρασμένος όμως από το νομαδικό τρόπο ζώης, ποθούσε να γυρίσει στο σπίτι. […] Από το Νοέμβρη κιόλας του 1882 από αφορμή το φθινοπωριάτικο καιρό, ο Μαρξ αναγκάστηκε να πάει ξανά στο Βέντνορ, στο νησί Ουάιτ. Και εκεί όμως η λάσπη και το κρύο τον αδυνάτισαν. Το ένα κρυολόγημα διαδεχόταν το άλλο. […] Μόλις καλυτέρευε η υγεία του, στα μικρά διαλείμματα ανάμεσα στις αρρώστιες, ο Μαρξ δούλευε εντατικά προετοιμάζοντας την τρίτη γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του “Κεφαλαίου”, μελετούσε μαθηματικά και οικονομολογικά προβλήματα. Ταυτόχρονα διάβαζε στα ρωσικά το βιβλίο του Βοροντσώφ “Η μοίρα του καπιταλισμού στη Ρωσία”.
Η ζωή όμως του προετοίμαζε ακόμα ένα θανάσιμο χτύπημα: στις 11 του Γενάρη πέθανε ξαφνικά η Ζέννη Λονγκέ. Λαβαίνοντας την τρομερή είδηση για το θάνατο της αδελφής της, η Ελεωνόρα πήγε αμέσως να συναντήσει τον πατέρα της στο Βέντνορ. […] “Πηγαίνω στον πατέρα τη θανατική του καταδίκη”-σκεφτόταν η Ελεωνόρα εκείνη τη σκοτεινή, βροχερή μέρα, μπαίνοντας στο ξενοδοχείο.
Σώπαινε, μη ξέροντας πώς να προετοιμάσει τον πατέρα της για μια τόσο ξαφνικιά και φριχτή είδηση, τα βασανισμένα όμως, σαν απογυμνωμένα, νεύρα του Μαρξ και η υπεράνθρωπη διορατικότητά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε βλέποντας το παραμορφωμένο από την απόγνωση πρόσωπο της κόρης του, άπλωσε τα χέρια του και βαρυανασαίνοντας, πρόφερε:
-Η Ζέννηχεν μας πέθανε…
Από εκείνη την ώρα άρχισε η ψυχική αγωνία του Μαρξ. Εξωτερικά όμως κυριαρχούσε πάνω στον εαυτό του. […] Ο Μαρξ σύντομα γύρισε στο Λονδίνο. Η λεπτή αλυσιδίτσα, που τον ένωνε με τη ζωή ύστερ’ από το θάνατο της γυναίκας του, άρχισε να κόβεται. […]
Στις 14 του Μάρτη ο Μαρξ ξύπνησε, νοιώθοντας τον εαυτό του καλύτερα. Ήπιε με ευχαρίστηση γάλα, έφαγε σούπα και ήπιε κρασί. Η φύση για τελευταία φορά, συγκέντρωσε ό,τι απόμεινε από τις δυνάμεις του και,όπως συμβαίνει συχνά πριν το τέλος, ξεγέλασε με την ψεύτικη ανάρρωση για μια στιγμή. […] Ξαφνικά όμως όλα άλλαξαν. Ο Μαρξ άρχισε αιμόπτυση. Όλοι τα έχασαν, αναστατώθηκαν, έβαλαν τα κλάματα. Μόνο ο άρρωστος εξακολουθούσε να μένει αδιάφορος όπως πριν. Επειδή ξαπλωμένος ανάσαινε με δυσκολία, τον έβαλαν στη μεγάλη πολυθρόνα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Εντελώς εξαντλημένος από την αιμορραγία, φαινόταν σαν να είχε κοιμηθεί, την ώρα που η Λένχεν (σ.τ.Ε, η υπηρέτρια του σπιτιού), φροντίζοντας να μην τον ανησυχήσει, με τις μαλακές παντόφλες, την ποδιά και το σκουφάκι της κατέβηκε να προϋπαντήσει τον Ένγκελς. Ήταν τρεις περίπου το μεσημέρι.
-Μπορείτε να μπείτε, μισοκοιμάται, είπε ψιθυριστά και άφησε το φίλο του να περάσει. Πίσω της, πατώντας στις μύτες μπήκε και η Ελεωνόρα στο δωμάτιο του αρρώστου. Ο Μαρξ καθόταν στην πολυθρόνα, ξαπλωμένος, όπως πριν από δυο λεπτά, όταν η Ελένα βγήκε από το δωμάτιο. Τα βλέφαρά του ήταν κλειστά. Φαινόταν ήρεμος, βυθισμένος στις σκέψεις, ευτυχισμένος. Ο Μαρξ είχε πεθάνει.
“Η ανθρωπότητα λιγόστεψε κατά ένα κεφάλι, το πιο σημαντικό κεφάλι από όσα είχει η εποχή μας” -έγραφε ο Ένγκελς στους συνεργάτες του.
Στις 17 του Μάρτη, το Σάββατο στο νεκροταφείο του Χάιγκε:iτ, στον ίδιο τάφο, όπου πριν δεκαπέντε μήνες είχαν θάψει τη Ζέννη, κατέβασαν το Μαρξ. […] Ο ανοιξιάτικος άνεμος έπαιζε με τις κόκκινες ταινίες, που τύλιγαν τα άφθονα λουλούδια, πάνω στο φρεσκοσκαμμένο τάφο. Τα είχαν στείλει οι εργάτες και οι φοιτητές, οι εφημερίδες και ο κομμουνιστικός διαφωτιστικός εργατικός σύνδεσμος του Λονδίνου. Με παράκληση των φοιτητών και των φοιτητριών της Πετρούπολης, ο Ένγκελς κατέθεσε στεφάνια στον τάφο του νεκρού φίλο του. Η λύπη του ήταν άμετρη. Τα μαλλιά του έγιναν κάτασπρα νερά, αδυνάτισε, δεν άκουγε από το αριστερό αυτί, ωστόσο με αλύγιστη θέληση, όπως πάντα, μίλησε στην κηδεία του φίλου του, σαν να απευθυνόταν σε όλο τον κόσμο, στις μελλοντικές γενιές και στους αιώνες. Μόνο το ελαφρό τραύλισμα έδειχνε τη συγκίνηση και τον ψυχικό του πόνο.
“…Ο Μαρξ ήταν πάνω από όλα επαναστάτης. Η συμμετοχή του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη γκρέμισμα της καπιταλιστικής κοινωνίας και των δημιουργημένων από αυτή κρατικών θεσμών, η συμμετοχή του στην υπόθεση της απελευθέρωσης του σημερινού προλεταριάτου, που αυτός, για πρώτη φορά, το έκανε να συνειδητοποιήσει τη θέση και τις ανάγκες του, να συνειδητοποιήσει τις συνθήκες της απελευθέρωσής του, να ποια ήταν στην πραγματικότητα η αποστολή της ζωής του. Ο αγώνας ήταν το στοιχείο του…”[…]
Απλώθηκε σιωπή, που την έκοβε κάποιο πικραμμένο αναφυλλητό. Συγκεντρώνοντας δυνάμεις, ο Ένγκελς μίλησε πάλι απρόσμενα, φωναχτά, καθαρά. […]
“…Ο Μαρξ ήταν ο άνθρωπος που πιο πολύ από όλους τον μίσησαν και πιο πολύ από όλους τον συκοφάντησαν. Οι κυβερνήσεις -και οι απολυταρχικές και οι δημοκρατικές-τον εξόριζαν, οι αστοί-και οι συντηρητικοί και οι υπερδημοκρατικοί-συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα πει τις πιο πολλές συκοφαντίες και κατάρες εναντίον του. Εκείνος τα σάρωνε όλα αυτά σαν ιστούς της αράχνης και χωρίς να τους δίνει σημασία, απαντούσε μόνο σε αναγκαίες περιπτώσεις. Πέθανε, σεβαστός και αγαπημένος, τον κλαίνε εκατομμύρια επαναστάτες συνεργάτες του σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, από τα ορυχεία της Σιβηρίας ώς την Καλιφόρνια. Μπορώ να πω αδίστακτα: Είχε ίσως πολλούς αντιπάλους, αμφιβάλλω όμως αν είχε έστω και έναν προσωπικό εχθρό”.
Ο Έγνκελς έσκυψε πάνω από τον τάφο του φίλου του και εμπνευσμένα προφήτευσε ότι το όνομα του Μαρξ και το έργο του θα ζήσουν αιώνια.