“Καθίστε κάτω να μιλήσουμε κ. Βενιζέλο…” – Μια απεργία των εργατών στον ηλεκτρισμό από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Φανερά εκνευρισμένος ο Βενιζέλος δέχεται τους εργάτες σε μια από τις αίθουσες της Βουλής, αλλά τους διακόπτει με τη δήλωση: “απορρίπτονται δίχως συζήτηση” και κινείται προς την έξοδο. Με την τελευταία του λέξη όμως σβήνουν τα φώτα της Βουλής και μαζί όλα τα φώτα της Αθήνας και του Πειραιά.
Παίρνοντας την αφορμή από την επικαιρότητα, αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε μια αναφορά στο συνδικαλιστικό κίνημα στον κλάδο των εργατών στον ηλεκτρισμό, στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν δεν υπήρχε ακόμα ΔΕΗ. Η αναφορά αυτή είναι αποσπάσματα από τις “Αναμνήσεις” του Α. Στίνα, που ασφαλώς δεν ήταν ιστορικός, ούτε και θετικά διακείμενος απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, συνεπώς οι περιορισμοί αυτοί οφείλονται να λαμβάνονται υπόψη -πχ στην κρίση που κάνει στο τέλος του αποσπάσματος. Ωστόσο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η μάλλον άγνωστη ιστορία που διηγείται για μια απεργία στον κλάδο, που μπορούσε να βυθίσει την πρωτεύουσα και το κτίριο της Βουλής στο σκοτάδι, απαιτώντας και πετυχαίνοντας να συνομιλεί με το Βενιζέλο, και να κάμπτει την αδιάλλακτη αλαζονεία του τελευταίου απέναντι στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της. Για αυτό και κρίναμε σκόπιμη και χρήσιμη τη δημοσίευσή της.
Οι πιο συνειδητοί, οι πιο μαχητικοί και οι πιο καλά οργανωμένοι εργάτες σ’ αυτά τα χρόνια στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν οι ναυτεργάτες, οι μηχανουργοί, οι τσιγαράδες, οι τραμβαγέρηδες και οι εργάτες ηλεκτρισμού (παραγωγή, συντήρηση, κίνηση). Αυτοί οι τελευταίοι είχαν με μια σειρά επιτυχών απεργιών πραγματοποιήσει πολύ σοβαρές (με τα μέτρα της εποχής) κατακτήσεις. Εκτός από τα υψηλά ημερομίσθια (πάντα με τα μέτρα της εποχής) και τις υποφερτές συνθήκες εργασίας, το Ταμείο τους Αλληλοβοήθειας (ταμείο προ παντός για τους ασθενείς) το χρηματοδοτούσε η Εταιρία, δίχως καμία δική του επιβάρυνση και δίχως κανένα δικαίωμα ελέγχου σ’ αυτό από την Εταιρία ή το κράτος. Επίσης ο πρόεδρος του Συνδικάτου σ’ όλο το διάστημα της προεδρείας του βρισκόταν σε άδεια με πλήρεις αποδοχές. Δηλαδή τον πλήρωνε κι αυτόν η Εταιρία δίχως να εργάζεται.
Όλοι γενικά οι εργάτες ηλεκτρισμού ήταν ενεργά μέλη του Συνδικάτου. Κι από τους τεχνίτες και τους εργάτες του εργοστασίου παραγωγής, οι περισσότεροι είχαν κατά καιρούς περάσει από το κόμμα. Δύο απ’ αυτούς, ο Μ. Σιδέρης και ο Γ. Παπανικολάου ήταν από τους ιδρυτές του ΚΚΕ και είχαν διατελέσει μέλη της Κεντρικής του Επιτροπής. Οι απεργίες τους, πάντα απροειδοποίητες, ήταν από τα πιο μεγαλειώδη και πιο συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής. Η Αθήνα και ο Πειραιάς βυθίζονταν στο σκοτάδι, τα τραμ και ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος σταματούσαν στις γραμμές. Στο εργοστάσιο μπέρδευαν τα καλώδια με τρόπο που αυτοί μονάχα ήξεραν να τα ξεμπερδέψουν και τοποθετούσαν παντού πινακίδες με την προειδοποίηση “Προσοχή κίνδυνος-θάνατος”. Κανείς και ο πιο ειδικός δεν τολμούσε να τα πλησιάσει. Οι απεργοί ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το εργοστάσιο ή στα γραφεία του συνδικάτου έτοιμοι να επέμβουν.
Δεν είναι ίσως σε πολλούς γνωστό ένα πολύ χαρακτηριστικό για τη δύναμη των εργατών επιεσόδιο με το Βενιζέλο: Το διοικητικό Συμβούλιο του συνδικάτου ζητάει επιμόνως να γίνει δεκτό από το Βενιζέλο σε ώρα ακατάλληλη, νύχτα και ενώ η νεκραναστημένη Βουλή του 1915 συνεδρίαζε. Φανερά εκνευρισμένος ο Βενιζέλος το δέχεται σε μια από τις αίθουσες της Βουλής, αλλά δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν όσα ήθελαν να του πουν και αυτός τους διακόπτει με τη δήλωση: “απορρίπτονται δίχως συζήτηση” και κινείται προς την έξοδο. Με την τελευταία του λέξη όμως σβήνουν τα φώτα της Βουλής και μαζί με τα φώτα της Βουλής σβήνουν και όλα τα φώτα της Αθήνας και του Πειραιά. Ατάραχος και ήρεμος ο Παπανικολάου, ο πρόεδρος του συνδικάτου, ένας τετραπέρατος τύπος, βγάζει από την τσέπη του ένα σπαρματσέτο, το ανάβει και λέει με πολλή επισημότητα στο Βενιζέλο: “καθίστε κύρε πρόεδρε και ας συνεχίσουμε τη συζήτηση”. Φυσικά ο Βενιζέλος έμεινε, τα αιτήματα έγιναν δεκτά και μόνο τότε τα φώτα ξανανάψανε.
Και όμως αυτοί οι ίδιοι οι εργάτες, που οι περισσότεροί τους είχαν περάσει από το κόμμα, καταλήξανε ύστερα από μερικά χρόνια στα πιο συντηρητικά στοιχεία του κινήματος. Όταν η επιχείρηση πέρασε από τον Πολογιώργη στην Πάουερ, οι κατακτήσεις των εργατών κατοχυρωθήκανε νομικά σ’ όλα τα επίσημα έγγραφα της μεταβίβασης και της σύμβασης με το δημόσιο και την Πάουερ. Αλλά αυτή η κατοχύρωση ίσχυε μόνον για τους εργάτες που εργάζονταν κατά τη σύμβαση και όχι για όσους θα προσελάμβανε η Πάουερ κατόπι. Και η Πάουερ προσέλαβε αμέσως κατόπι εκατοντάδες νέους εργάτες με μεροκάματα πείνας και δίχως τα προνόμια που χαίρονταν πολλοί. Το συνδικάτο όχι μόνο δεν προσπαθούσε να ισχύουν και για τους νέους εργάτες οι κατακτήσεις των παλιών, αλλά αρνιόταν να τους δεχτεί και στο συνδικάτο. Όλες οι προσπάθειες του κόμματος για να αλλάξει στάση το συνδικάτο, είχαν αποτύχει. Εγώ με την ιδιότητα του γραμματέα της Περιφερειακής Πειραιά το 1927-28 πολλές φορές το είχα θέσει στην αρκετά πολυμελή φράξια των ηλεκτροτεχνιτών, αλλά αυτοί ήταν ανένδοτοι. Είχαν οι άνθρωποι εξασφαλίσει μια προνομιούχα θέση σε σχέση με τους άλλους εργάτες και δεν είχαν καμία διάθεση να την διακινδυνεύσουν από λόγους αλληλεγγύης με τους άλλους εργάτες. Εκείνο που έπρεπε να κάνει ένα επαναστατικό κόμμα ήταν να διαγράψει τους ηλεκτροτεχνίτες μέλη του και να τους καταγγείλει και στιγματίσει στην εργατική τάξη. Αυτό όμως δεν έγινε.