Κατίνα Μαμέλη: Έτσι αφήσαμε τον τόπο μας

Η Κατίνα Μαμέλη, δασκάλα και αγωνίστρια από τη Νέα Φιλαδέλφεια, συνεξόριστη με τη Ρόζα Ιμβριώτη στο Τρίκερι και ενταγμένη στην ομάδα που οργάνωνε μαθήματα στις εξόριστες, έζησε τη μικρασιατική καταστροφή και αφηγείται…

Η Κατίνα Μαμέλη, δασκάλα και αγωνίστρια από τη Νέα Φιλαδέλφεια, συνεξόριστη με τη Ρόζα Ιμβριώτη στο Τρίκερι και ενταγμένη στην ομάδα που οργάνωνε μαθήματα στις εξόριστες, έζησε τη μικρασιατική καταστροφή και αφηγείται:

«Το καλοκαίρι εκείνο παραθερίζαμε στην Σιγή. Το χωριό μας η Σιγή ως 300 σπίτια, όλα σχεδόν χριστιανικά, οι Τούρκοι λιγοστοί, περνούσαμε ήσυχα. Ήτανε παραθαλάσσιο, σε πανέμορφη ακρογιαλιά, στον Κυανό κόλπο του Μαρμαρά, το ψάρι άφθονο, γύρω-γύρω λόφοι μ’ ελαιώνες.

Εγώ το πρωινό εκείνο είχα πάει στα Μουντανιά, είναι 5-6 χιλιόμετρα η απόσταση, θυμούμαι ήταν υπέροχο εκείνο το πρωινό, έλαμπε η θάλασσα, λάμπανε όλα, μα βλέπω εκεί στα Μουντανιά, στο λιμάνι πλήθος μεγάλο μαζεμένο, στρατός πολύς, αυτοκίνητα φορτηγά, κουβαλούνε στρατιωτικά εφόδια, κουβαλούνε τραυματίες, «τι συμβαίνει»; «Θα διαλυθή το στρατιωτικό νοσοκομείο».

-«Φεύγομε…»

Κάτι τέτοια πετάξανε μέσα στην οχλοβοή οι αξιωματικοί έξαλλοι, άλλοι δίχως πνοή μέσα τους,  ο κόσμος όλο και πύκνωνε, όλο και φουρτούνιαζε, η καρδιά μου έσπασε, φαρμακώθηκα. Ήμουνα κοπέλλα, θυμήθηκα τον πρώτο μας διωγμό, ήμουνα τότε κοριτσάκι όταν μας είχανε σηκώσει απ’ τα μέρη μας. Τον πατέρα τον είχανε πιάσει Τσέτες, θαύμα πώς γλύτωσε, το σπίτι μας το ληστέψανε, άδειασε.

«Τώρα τι θα γίνει, πάλι τα ίδια;»

Βιάζομαι να πάω πίσω στο χωριό, βρίσκω τον γιατρό, φίλο μας οικογενειακό, πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους, με πήρε στ’ αυτοκίνητό του, ο δρόμος είναι παραθαλάσσιος· πού πήγε όλη του η ομορφιά, όλο το φως της μέρας; με είδανε άσπρη σαν νεκρή· εκεί που κατεβήκαμε στο κεντρικό καφενείο, είδηση δεν είχανε, ησυχία μεγάλη· φέρνανε τα ψάρια στα πανέρια εκείνη την ώρα, το θυμούμαι.

Τους λέω: «άσκημα τα νέα, το μέτωπο έσπασε…»

-«Μη μας τα παραλές, είσαι κατατρομαγμένη…», λέγανε οι μεγάλοι.

-«Τα ίδια δηλαδή με το 14;»

Το λέγανε με το στόμα, δε θέλανε όμως να το πιστέψουνε. Βρίσκω στο σπίτι την αδελφή μου, δόσαμε είδηση και στην γειτονιά, πάμε στα Μουντανιά με τα πόδια. Πάμε στο λιμάνι. Το πλοίο της γραμμής ήταν εκεί, μα κι’ η οχλαγωγία χειρότερη. Ακούμε τώρα τις κανονιές που πέφτουνε στα μεσόγεια, προς την Κίο, στην σκάλα του βαποριού έχει κατέβη ο μισός πληθυσμός, αραμπάδες, άλογα, ανακατεμένα και με τον στρατό, δόσανε όπλα και σε κάτι ντόπια παιδιά, κάτι γέρους για πολιτοφυλακή και άμυνα δήθεν…

Το καράβι της γραμμής αραγμένο στην σκάλα· άλλες διαταγές του δίνει ένας αξιωματικός, άλλες άλλος, ο κόσμος χυμά μπροστά· πώς βρεθήκαμε και μεις μέσα δεν ξέρω, πώς ξεκολλήσαμε απ’ την σκάλα.

Έρριξα τότες μια ματιά, είδα τα μέρη μας, θυμούμαι το παραθαλάσσιο σχολείο μας κάτασπρο δίπατο, θυμούμαι το νεκροταφείο.

Το καράβι, κατά καλή μας τύχη, μας έβγαλε στην Πόλη, άλλα καράβια που πηδήξανε μέσα στρατός πήγανε στην Ραιδεστό και σ’ άλλα λιμάνια, πιο μακρυνά· με το πιστόλι στο κεφάλι αναγκάσανε τον καπετάνιο και τους πήγε. Κι όλα τα βαπόρια τα πλεούμενα τάκαναν κατάσχεση. Τα μάθαμε αυτά στην Πόλη.

Στην Πόλη θρήνος και φόβος, οι Τούρκοι κάνουνε συλλαλητήρια, σπάζουνε πόρτες, τζάμια, πατούνε καταστήματα ρωμιών, εμείς κλεισμένοι μέσα, ούτε να κοιμηθούμε, ούτε να βάλουμε τίποτα στο στόμα, φαρμακωμένοι. Αρχίσαν να έρχουνται οι δικοί μας απ’ το χωριό, κοντινοί συγγενείς και μακρινοί πολλοί, γειτόνοι καθένας μ’ ένα μπογαλάκι, ό,τι προλάβανε, μα τι να προλάβουνε. Πάνω από 30 ψυχές στο φτωχόσπιτό μας, δεν είχαμε παραπάνω από 4 στρώματα, 2-3 κιλίμια κι’ από μισή κουβέρτα. Μας δόσανε τσουβάλια κάτι γειτόνοι.

Τότε θυμούμαι το θείο μας τον Ποιητή Απόστολο Μαμέλη, που είχε μείνει τυφλός απ’ το 12 και ζούσε στην Πόλη, όμως αγαπούσε με πάθος το χωριό μας, η αγωνία του ασήκωτη, μάζευε όσους φτάνανε κοντά-κοντά στην πολυθρόνα του, έρριχνε μπρος το πρόσωπό του, κατάχλωμο με τα μαύρα γυαλιά, τους άγγιζε, τους γνώριζε με τα χέρια, λέγανε αυτοί τον παραδαρμό τους, «αλήθεια, αλήθεια…».

Θυμούμαι, του λέγανε για μια τυφλή κι’ αυτή Αθηνά, που είχε μια κόρη, την Ευλαλία, ήτανε δασκάλα η κόρη και τρελλάθηκε, αυτές είχανε μείνει μοναχές γυναίκες, ποιος να τις βοηθήσει; ο σώζων εαυτόν… έλεγε ο θείος… «αχ τι πάθαμε, τι πάθαμε…»

Με πρώτη ευκαιρία ύστερα, χειμώνα του 22, φύγανε η οικογένεια του θείου μου, ήρθανε στην Ελλάδα. Όσα ποιήματα έγραψε από τότες όλα με τον πόνο αυτόν τάγραψε.

Εμείς πέρασε καιρός ώσπου να καταφέρωμε να φύγωμε. Περάσαμε νύχτα τον Μαρμαρά, δεν ξαναείδα την πατρίδα. Ούτε φωσάκι».

                                                         Επιθεώρηση Τέχνης, Σεπτέμβριος 1962

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: