“Κατούρα να τελειώνουμε” – Από την Ικαρία στο μεταγωγών του Πειραιά
Ευτράπελα από την “πειθαρχημένη διαβίωση” που είχε επιβληθεί σε κομμουνιστές εξόριστους και φυλακισμένους, μέσα από τις αναμνήσεις του παλαίμαχου αγωνιστή Κώστα Μαραγκουδάκη.
Η πορεία του Κώστα Μαραγκουδάκη (Χαρίλαος, όπως ήταν το αγωνιστικό του ψευδώνυμο), που έφυγε σήμερα από τη ζωή, συνδέθηκε ανεξίτηλα με εκείνη του λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ, μέσα από τις γραμμές του οποίου συμμετείχε σε όλες τις καμπές της ηρωικής πάλης του λαού μας τον 20ό αιώνα, ενώ μέχρι και το 2018 παρέμενε ενεργός ως πρόεδρος του ΔΣ στο “Σπίτι του Αγωνιστή”, που ασχολείται με την περίθαλψη ηλικιωμένων αγωνιστών. Πέρσι είχε εκδοθεί το βιβλίο του “80 χρόνια αγώνες για Λευτεριά – Κοινωνική Απελευθέρωση”, από τις εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, στις οποίες αποτυπώνει αναμνήσεις από τη δράση του, συγκεντρώνοντας παράλληλα αρθρογραφία του, δημοσιευμένη κι αδημοσίευτη, ομιλίες και φωτογραφικό υλικό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί σκιαγραφεί δυο περιστατικά μεταξύ κωμικού και τραγικού, τον καιρό που μεταφερόταν από την Ικαρία στο Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά. Πρωταγωνιστές, εκτός από τους κομμουνιστές οι χωροφύλακες, σε στιγμές απροσδόκητης ανθρωπιάς σπάνιες εκείνα τα σκοτεινά χρόνια.
[…] Καθώς παραγέμισαν οι φυλακές και ο εμφύλιος βάθαινε, (Άγγλοι, μοναρχοφασίστες, Αμερικανοί και το κακό συναπάντημα), η κυβέρνηση του “δημοκράτη” Σοφούλη με υπουργό δικαιοσύνης το Χρ. Λαδά ενέκρινε το 1947 την ίδρυση στρατοπέδων θανάτου στη χώρα μας και καθεστώτος πειθαρχημένης διαβίωσης στην εξορία – φυλακή. Ίδρυσαν τρία στρατόπεδα θανάτου σε Μακρονήσι για στρατευμένους – αργότερα και για πολίτες -, Γιούρα για φυλακισμένους κι υπόδικους (Ικαρίας), Αη – Στράτη για εξόριστους (υπήρχε σαν τόπος εξορίας από το 1928) και Τρίκερι για γυναίκες. Πριν οδηγήσουν τους τελευταίους στον Αη – Στράτη επιδίωξαν να τους λυγίσουν ηθικά ντύνοντάς τους στρατιώτες στη Μακρόνησο, με φριχτά βασανιστήρια. Είναι ανείπωτη η κλοτσοπατινάδα, οι ξυλοδαρμοί, οι χυδαιότητες, οι απειλές θανάτου γι’ απόσπαση δηλώσεων αποκύρηξης του κομμουνισμού, του … συμμοριτισμού” ως προδοτικού, εξύμνησης του μοναρχοφασισμού, του εγκάθετου βασιλιά, η προσπάθεια ηθικού αυτοεξευτελισμού με επιστολές σε δήμους, εκκλησίες και σχολεία βασανισμένων ανθρώπων που, ακόμα και τυφλοί απ’ τα βασανιστήρια, επί τόπου, υποχρεώνονταν να γράψουν ότι σ’ αυτήν την “κολυμπήθρα” βρήκαν ακόμα και το … φως τους!
Στόχος η ηθική εξουδετέρωση της πλειοψηφούσας στο λαό ΕΠΟΝίτικης νέας γενιάς και η ενίσχυση με σπασμένους ανθρώπους του μοναρχοφασιστικού στρατού. Ακόμα καυχώνται οι εγκληματίες αναφέροντας τα τάγματα κρατουμένων τέως αγωνιστών Μακρονήσου, που με τέτοιες μεθοδεύσεις έστειλαν να σκοτωθούν ενάντια στους συντρόφους τους, στο Βίτσι και στο Γράμμο στην Πελοπόννησο και αλλού!
Έτσι και σ’εμάς, τον Αύγουστο του 1947 άρχισε η πειθαρχημένη διαβίωση με βρισιές, σπρωξίματα, τρομοκρατία, απειλές, μετρήματα και ξαναμετρήματα κα αποστολές για ανάκριση “περί κατοχής όπλων”, με ομάδες κρατουμένων.
Στη διαβίωση των πολιτικών εξόριστων επιβλήθηκε, με το Νομοθετικό Διάταγμα 392 της 19ης Αυγούστου του 1947 απ’ τη νόθα κυβέρνηση του 1947 του Δημητρίου Μαξίμου, το “καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης” με σκοπό την φυσική εξόντωση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, κυρίως των κομμουνιστών, από τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Το καθεστώς αυτό επιβλήθηκε με σκαιή παρουσία και συμπεριφορά αποσπασμάτων χωροφυλακής.
Η παρουσία και τα έργα των τελευταίων οδήγησαν σε αποδράσεις και δημιουργία ομάδων αντάρτικου του ΔΣΕ στη μικρή Ικαρία. Όταν η δράση τους έγινε αδύνατη σε αυτό το μικρό έδαφος, ένας προοδευτικός καπετάνιος πρόσφερε το καϊκι του και με μια επικίνδυνη διαδρομή μέσα από Αιγαίο και Ιόνιο έφτασαν στις ακτές της ΛΔ Αλβανίας λεύτερη (Τσαμπής).
Στο μεταξύ, φούντωνε τ’ αντάρτικο σε Σάμο και Ικαρία και καθώς στην τελευταία ενισχύθηκε και από εξόριστους, τα μέτρα της βάρβαρης χωροφυλακής, εκείνης ιδιαίτερα της εποχής, στράφηκαν κατά όλων των εξορίστων!
Σε αυτά τα “πλαίσια” άρχισε η επίθεση για την αποκάλυψη όπλων στην Αθήνα – κουτουρού – σε κάθε περιοχή, με συλλήψεις “υπόπτων”, πάντα αριστερών, κομμουνιστών, ώστε με ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια ν’ αποκαλύψουν τυχόν αποθήκες κρυμμένων όπλων στην πρωτεύουσα. Έτσι, χωρίς να το περιμένουμε, σκαία και βάρβαρα, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη του ’47 μας φωνάζουν 7 Κηφισιώτες στο Τσουρέδο, φορτωνόμαστε τα πράγματά μας, και οδηγούμαστε στον Άγιο Κήρυκο για μεταγωγή – προς ανάκριση – στην … Κηφισιά.
Στο λιμάνι, φορτωμένοι ισορροπούμε σ’ ένα μαδέρι πάνω απ’ τη θάλασσα για να μπούμε δεμένοι με χειροπέδες και φορτωμένοι στο καΐκι της μεταφοράς μέσα απ’ το φοβερό Ικάριο πέλαγος, από Ικαρία στον Πειραιά! Ευτυχώς ο καπετάνιος δεν έπαιρνε από τρομοκρατία και είπε ότι δεμένους δε μεταφέρει στο καΐκι του γιατί, αν συμβεί κάτι στη θάλασσα, είναι χαμένοι. Μας “λύσανε”. Ευτυχώς. Με το ξεκίνημα, ακόμα και οι μετακινήσεις μας στο κατάστρωμα ήταν υπό άγρυπνο έλεγχο επτά πάνοπλων χωροφυλάκων, αρκετά “ντοπαρισμένων”, καθώς τους είχαν φέρει από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών του ΔΣΕ Σάμου, των αξέχαστων Σαλά και Μαλαγάρη και άλλων αγωνιστών. Όμως η θάλασσα και η φουρτούνα της δεν κάνουν εξαιρέσεις – σε δήμιους και θύματα – και καθώς για ώρες χοροπηδούσαμε στα κύματα του Ικάριου, οι φρουροί μας άρχισαν να γκρεμίζονται ένας – ένας ανήμποροι στο κατάστρωμα! Ακοίμητος έμενε κάποιος στην πρώρα μ’ ένα αυτόματα, μέχρι που σε κάποια φάση του ταξιδιού, ακούμε ένα κουτρουβάλισμα ανθρώπου και όπλου, έναν γδούπο που τον αχρήστευσε εντελώς! Στην πραγματικότητα απαλλαγήκαμε από τη βλοσυρή φρουρά. Οι περισσότεροι από τους επτά μεταγόμενους εξόριστους μπορούσαν να μετακινούνται στο καΐκι και να φροντίζουν όσους δεν το μπρούσαν, μαζί και τους ταλαίπωρους χωροφύλακες που ίσως πρωταντίκριζαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, λόγω της βουνίσιας προέλευσής τους! Εγώ δε ήξερα ακόμα καλά – καλά κολύμπι. Είχα αγκαλιάσει ένα πόδι ξύλινου καθίσματος στο κατάστρωμα κι έκανα για ώρες “κούνια – μπέλα” ως τον Πειραιά. Πλησιάζονταν στο Σαρωνικό, το απόγευμα της ίδιας μέρας, το ρίξαμε στο τραγούδι, καθώς θα ‘λεγε κανείς ότι είχε γίνει “επιλογή χορωδίας” μεταξύ μεταγόμενων κρατούμενων. Τέσσερις σίγουροι καλοί τραγουδιστές: Νίκος Σαββατιανός, Τάκης Μαραγκουδάκης, Κώστας Μαραγκουδάκης, ένας καλλίφωνος αρτεργάτης , ο Γιοβάνης και ένας ΕΠΟΝίτης, ο Ασημακόπουλος. Οι υπόλοιποι, Στρατούλης Χρήστος (εμποροβιομήχανος!) και Ασημακόπουλος, δεν τραγουδούσαν, απλώς χαίρονταν το τραγούδι μας μαζί με το πλήρωμα και τους βαθμιαία συνερχόμενους από την αυτία, ορεινούς χωροφύλακες, ίσως και από φοβία μήπως πνιγούν ή τους “πνίξουμε” στη διαδρομή.
Οι τελευταίοι πέρασαν τέτοιες αγωνίες στο ταξίδι, ένιωσαν τόσο αδύναμοι ανάμεσά μας και στη φύση, που κατάλαβαν περισσότερο εκείνους που μεταφέρουν και φρορούσαν και, κυριολεκτικά, άρχισναν να ενδιαφέρονται φιλικά και ανθρώπινα για μας. Αυτοί τηλεφώνησαν τα σπίτια μας κι όταν γύριζαν στη Σάμο, πριν φύγουνε, ήρθαν να μας επισκεφθούν και να μας αποχαιρετήσουν στο Μεταγωγών. Ελληνικός λαός! Κι ένα άλλο δείγμα – μη κατευθυνόμενης – ανθρωπιάς μέσα στη γενικότερη απανθρωπιά της κυβέρνησης του εμφυλίου.
Βρεθήκαμε απόγευμα στο Μεταγωγών Πειραιά, γεμάτο από φυλακισμένους κι εξόριστους αγωνιστές. Όλοι αυτοί αποτελούσαν ομάα, ξεχνούσαν κάθε δυσκολία, όπως η πατρινή παρέα εξόριστων κρατουμένων που θέρμαινε το βρόμικο μεταγωγών με τα πανέμορφα χορωδιακά της τραγούδια. Σουρούπωσε. Ξαφνικά το καμπανάκι: “Όλοι στα κρατητήρια”. Ν’ αδειάσει η αυλή! Αυτοί που ακόμα περίμεναν στο WC της αυλής “για την ανάγκη τους” ωθούνταν στο κρατητήριο σε … “εκκρεμότητα”! Είχα παλαβώσει να γυρνώ σα σβούρα πέρα – δώθε και έμεινα ατέλειωτος, εκτός WC! Τι να κάνω;
-Κύριε φρουρέ;
-Τι θέλεις;
-Βρε παιδί μου, δεν πρόλαβα να κατουρήσω, τι κάνουμε;
-Θα ρωτήσω, περίμενε.
Η αγωνία χειροτερεύει τα πράγματα. Άντε πάλι “φρουρέ” και “φρουρέ”. Αγανάκτησε ο άνθρωπος, αν και με καταλάβαινε.
-Για περίμενε.
Πήγε πιο πέρα, έψαξε, βρήκε ένα άδειο κουτί από κομπόστες, το ‘φερε στα κάγκελα, αλλά τα “μέτρα” του δεν είχαν “προϋπολογιστεί”!
-Τι κάνουμε τώρα; τον ρωτάω.
-Για περίμεν, απαντά.
Φέρνει το άδειο κουτί στο αναγκαίο ύψος και μου λέει:
-Κατούρα να τελειώνουμε.
Τα κατάφερα, ξεπερνώντας το γνωστό σοκ μιας παρόμοιας διαδικασίας.
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ.
-Δεν κάνει τίποτε, είπε κι έφυγε (Έλληνας, στα καλά του, μπλοκαρισμένος στον εμφύλιο).