Το κίνημα του ΙΔΕΑ 1951-Πρόβες πραξικοπήματος
Υπήρξε “πρόβα τζενεράλε” για το πραξικόπημα που θα ακολουθούσε 16 χρόνια μετά, καθώς υπήρξε φυτώριο πολλών εκ των πρωταγωνιστών της χούντας των συνταγματαρχών.
Τα ξημερώματα της 30ης προς 31η Μάη 1951σημειώθηκε απόπειρα πραξικοπήματος από τον ΙΔΕΑ, τον Ιερό Δεσμό Ελλήνων Αξιωματικών. Το κίνημα αυτό τελικά δεν οδήγησε σε δικτατορία, κυρίως λόγω της παρέμβασης του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, στο όνομα του οποίου είχε εκδηλωθεί. Υπήρξε όμως “πρόβα τζενεράλε” για το πραξικόπημα που θα ακολουθούσε 16 χρόνια μετά, καθώς υπήρξε φυτώριο πολλών εκ των πρωταγωνιστών της χούντας των συνταγματαρχών, ανάμεσα τους και του Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Οι ρίζες του ΙΔΕΑ εντοπίζονται μεταξύ ακροδεξιών αξιωματικών του στρατού της Μέσης Ανατολής κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ειδικότερα μεταξύ των συμμετεχόντων στην ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών), αποτελούμενη κυρίως από κατώτερους αξιωματικούς. Οριστική μορφή πήρε ο ΙΔΕΑ μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944, προκύπτοντας ως ένωση διαφόρων προσώπων και οργανώσεων με ρητό στόχο την καταπολέμηση μέχρις εσχάτων του κομμουνισμού. Διακηρυγμένος στόχος του ΙΔΕΑ ήταν η επιβολή δικτατορίας της ίδιας της οργάνωσης, με το στρατό να εμφανίζεται ως απόλυτη πηγή εξουσίας και εγγυητής των εθνικών συμφερόντων, χαρακτηριστική είναι η απουσία της αναφοράς στη μοναρχία, ενδεικτική αντιθέσεων εντός του κυριάρχου συστήματος εξουσίας. Η μύηση γινόταν με συγκεκριμένους συνωμοτικούς κανόνες, ενώ η επιρροή από τα φασιστικά κόμματα αντανακλάται και στην ίδια την ονομασία των οργάνων του, “δέσμες” (κατά τα φασιστικά “fasci”). H οργάνωση άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία κυρίως στα χρόνια του εμφυλίου, ενώ από νωρίς άρχισε να έρχεται σε επαφή με πολιτικούς, υποβάλλοντάς τους τις απόψεις του. Ενδεικτικό της αυτοπεποίθησης του ΙΔΕΑ είναι έγγραφο που δημοσιεύτηκε το 1951, στο οποίο ο συνταγματάρχης Γωγούσης πρότεινε στη Διοκούσα επιτροπή του ΙΔΕΑ τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας πολιτικών δολοφονιών κατά εχθρών της οργάνωσης και “εθνοπροδοτών”.
Το παρασκήνιο του κινήματος αφορούσε την υποβόσκουσα κρίση από την άνοιξη του 1951 τουλάχιστον μεταξύ Παλατιού και Παπάγου, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με αξιωματικούς του ΙΔΕΑ. Η πρόθεση του στρατάρχη να πολιτευτεί έβρισκε σφόδρα αντίθετο το βασιλιά Παύλο, ωστόσο ο Παπάγος απτόητος υπέβαλε την παραίτησή του στις 30 Μάη 1951, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για συμμετοχή τους στις επερχόμενες εκλογές. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε τόσο που διέταξε τη σύλληψή του, διαταγή που δεν εκτελέστηκε. Μόλις έγινε γνωστή η παραίτηση Παπάγου, ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ κατέλαβαν τα γραφεία του ΓΕΕΘΑ και του ΓΕΣ καθώς και άλλα κρίσιμα σημεία στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ο στρατάρχης, πληροφορούμενος τα γεγονότα το πρωί της 31ης Μάη, κατέβηκε από το σπίτι του στην Εκάλη στα κατειλημμένα γραφεία, διατάζοντας κάποιες μονάδες να επιστρέψουν στη βάση κι επιπλήττοντας τους επίδοξους πραξικοπηματίες του ΙΔΕΑ, που είχαν δράσει χωρίς τη συναίνεσή του. Ο Παπάγος δεν είχε λόγους να επιθυμεί πραξικόπημα εκείνη τη στιγμή, εξάλλου και οι ΗΠΑ εκείνη την περίοδο ακόμα προέκριναν κοινοβουλευτικές λύσεις για την Ελλάδα, έστω και σε πιο δεξιά κατεύθυνση, καθώς το κεντρώο πείραμα μετά τον εμφύλιο έδειχνε να εξαντλεί σταδιακά τη δυναμική του. Παράλληλα, ο στρατάρχης έδειχνε σε όλους πως αρκούσε μια παρέμβασή του για να αποσοβηθεί το πραξικόπημα, κάτι που αποδείκνυε πως είχε το στράτευμα υπό τον πλήρη ελεγχό του, δίνοντας το μήνυμα ότι δε θα δίσταζε να προσφυγεί σε αυτό υπό διαφορετικές συνθήκες. Εξάλλου, κατά τις ανακρίσεις και τις καταδίκες που ακολούθησαν για εσχάτη προδοσία μελών του ΙΔΕΑ, ο Παπάγος άσκησε όλη του την επιρροή ώστε να δοθεί αμνηστία στους κατηγορούμενους συνωμότες, όπως και έγινε πράγματι επί Πλαστήρα, ενώ μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από πλευράς του το 1952, επανέφερε τους αποταχθέντες εκ νέου στο στράτευμα. Έκτοτε, οι συνωμότες θα λάμβαναν πάλι επίκαιρες θέσεις στην καρδιά του κράτους, πάντα στο όνομα του “αντικομμουνιστικού αγώνα”. Ο δρόμος για την εκτροπή, πετυχημένα αυτή τη φορά, θα αποδεικνυόταν χωρίς επιστροφή.