Κόκκινα Φιόρδ – 95 χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Νορβηγίας
Σε γενικές γραμμές, η πορεία του ακολούθησε εκείνη των άλλων σκανδιναβικών χωρών με ισχυρή σοσιαλδημοκρατική, αλλά όχι κομμουνιστική παράδοση: Μεγάλη ενίσχυση της επιρροής του μεταπολεμικά, οι οποία αναχαιτίστηκε τόσο από το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, όσο και από την δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος στις χώρες αυτές να ενσωματώνει με μεγαλύτερη επιτυχία τους εργαζόμενους.
Μπορεί σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα Νορβηγίας να έχει μόνο μερικές εκατοντάδες ψήφους εκλογική επιρροή, η ιστορία του όμως είναι ενδιαφέρουσα και με σημαντικούς αγώνες, ιδιαίτερα την περίοδο του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου πρωταγωνίστησε στην αντίσταση κατά των ναζί. Σε γενικές γραμμές, η πορεία του ακολούθησε εκείνη των άλλων σκανδιναβικών χωρών με ισχυρή σοσιαλδημοκρατική, αλλά όχι κομμουνιστική παράδοση: Μεγάλη ενίσχυση της επιρροής του μεταπολεμικά, οι οποία αναχαιτίστηκε τόσο από το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου και τα συνακόλουθα κατασταλτικά μέτρα των κυβερνήσεων, όσο και από την δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος στις χώρες αυτές (στην ιδιαίτερα αραιοκατοικημένη αλλά πλούσια σε φυσικούς πόρους Νορβηγία ακόμα περισσότερο) να ενσωματώνει με μεγαλύτερη επιτυχία τους εργαζόμενους, μέσω συγκριτικά εκτεταμένων αναδιανεμητικών πολιτικών.
Το ΚΚ Νορβηγίας, όπως συνέβη συνήθως στην ιστορία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, δημιουργήθηκε από διάσπαση του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος (DNA), το ενδιαφέρον όμως είναι πως το DNA είχε ήδη γίνει μέλος της Κομιντέρν από το 1919, δηλαδή 4 χρόνια πριν τη διάσπαση.
Ο ηγέτης του κόμματος Μάρτιν Τράνμελ, αν και αρχικά υποστηρικτής της προσχώρησης στη Διεθνή, άρχισε να ταλαντεύεται μετά τη δημοσίευση των 21 σημείων, που όριζαν τη λειτουρία των κομμάτων – μελών στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της κομματικής πειθαρχίας. Μια πρώτη διάσπαση συνέβη το 1921, όταν η πιο δεξιά πτέρυγα αποχώρησε για να ιδρύσει το Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικό κόμμα. Στο μεταξύ, υπήρχε διαμάχη μεταξύ του Τράνμελ και του Κίρε Γκρεπ, ηγέτη της ΚΟ του DNA, καθώς ο τελευταίος ήταν πεπεισμένος κομμουνιστής αφιερωμένος στην Κομιντέρν, με βλέψεις για την ηγεσία του κόμματος. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Γκρεπ, βασικός υποστηρικτής της γραμμής της διεθνούς έγινε ο διάδοχός του Όλαφ Σέφλο.
Στη διάρκεια του 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν, ο Τράνμελ είχε κατορθώσει να πείσει το Κεντρικό Συμβούλιο του κόμματος να αποσυρθεί από τη Διεθνή, ωστόσο χάρη στις προσπάθειες του αντιπροσώπους της Διεθνούς Καρλ Ράντεκ, τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου επέμειναν στη συμμετοχή στην οργάνωση. Στη συνέχεια ο Τράνμελ εφηύρε μια “μεσοβέζικη” λύση, τη λεγόμενο “Πρόταση της Kristiania”, που όριζε ένα “ημιαυτόνομο” καθεστώς σε σχέση με την Κομιντέρν.
Στο συνέδριο του κόμματος με διαφορά δυο ψήφων το σχέδιο εγκρίθηκε κι έγινε δεκτό, αν και με δυσαρέσκεια από τον αντιπρόσωπο της Κομιντέρν στο συνέδριο, Νικολάι Μπουχάριν. Όπως είναι αναμενόμενο, η διαπάλη εντός DNA συνεχίστηκε, με τον Τράνμελ να επιβάλλει τελικά μέσω έκτακτου συνεδρίου το 1923 την αποχώρηση από την Κομιντέρν. Ως αντίδραση, η πτέρυγα υπό τον Σέφλο, προχώρησε σαν σήμερα στην ίδρυση του Νορβηγικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνέχισε να ανήκει στην Κομιντέρν, αποσπώντας 13 προσχωρήσεις βουλευτών του DNA, όπως και πλήθους συνδικαλιστών που ήταν αντίθετοι στο ρεφορμισμό του Εργατικού κόμματος.
Στις εκλογές του 1924 το ΚΚ ήρθε τρίτο κόμμα με 6,1%, τα επόμενα χρόνια ωστόσο η επιρροή του όπως και ο αριθμός των μελών του μειώθηκε, κυρίως λόγω συνεχούς διαπάλης και αποχωρήσεων με επίκεντρο τη στάση απέναντι στο Εργατικό Κόμμα, ιδιαίτερα όταν αυτό αναδείχτηκε για πρώτη φορά στην εξουσία.
Ακολουθώντας τις διακυμάνσεις της γραμμής της ΚΔ, το ΚΚ Νορβηγίας μετέβαλε την πολιτική σκληρής κριτικής στη σοσιαλδημοκρατίά το 1933, ζητώντας έκτοτε επανειλημμένα τη συνεργασία με τους Εργατικούς, οι οποίοι την απέρριψαν. Με το ξέσπασμα του φινοσοβιετικού πολέμου το 1939, το ΚΚ στήριξε τη σοβιετική προσπάθεια, προκαλώντας την έντονη εχθρότητα της κυβέρνησης των εργατικών, που είχαν ταχθεί ανοιχτά υπέρ της Φινλανδίας.
Η Νορβηγία δέχτηκε επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία στις 9 Απρίλη 1940. Παρά την κυρίαρχη άποψη της αστικής ιστοριογραφίας ότι το ΚΚ ήταν ανενεργό ως την εισβολή στην ΕΣΣΔ λόγω του συμφώνουν Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, ή ότι η αντίσταση κομμουνιστών έγινε “εν αγνοία του επίσημου κόμματος”, στην πραγματικότητα οι Νορβηγοί κομμουνιστές ήταν προετοιμασμένοι για την επίθεση. Διαδίδοντας μέσω πυρήνων τους πως η Μεγάλη Βρετανία θα βομβάρδιζε το Όσλο ενόψει γερμανικής κατάληψης, η πόλη εγκαταλήφθηκε, με τις γερμανικές αρχές ανίκανες να σταματήσουν το κύμα της φυγής. Πολλοί νέοι άνθρωποι μπήκαν σε αντάρτικες ομάδες προσπαθώντας να σταματήσουν την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων προς τα βόρεια, οι οποίες ήθελαν να συλλάβουν το βασιλιά και τη νορβηγική κυβέρνηση, που τελικά πέρασαν στη Βρετανία, εγκαθιδρύοντας εξόριστη κυβέρνηση.
Η κομματική εφημερίδα “Ο εργάτης” υπήρξε η μόνη εφημερίδα της χώρας που αρνήθηκε την εντολή του εντολοδόχου των Γερμανών δοσίλογου Κουίσλινγκ να τυπωθεί ο φιλοναζιστικός του λόγος προς το νορβηγικό λαό. Τον Αύγουστο του 1940 το ΚΚ έγινε το πρώτο κόμμα που απαγορεύτηκε από τις γερμανικές αρχές, ενώ από το Δεκέμβρη του 1941 ο ένοπλος αγώνας κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους γενικεύτηκε, με ένοπλη αντιπαράθεση και σαμποτάζ, εξαναγκάζοντας τους Γερμανούς να απασχολούν πολύτιμες δυνάμεις στη Νορβηγία που προορίζονταν για άλλα μέτωπα του πολέμου, κυρίως το ανατολικό. Χαρακτηριστική είναι πάντως η στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της εξόριστης κυβέρνησης, που είτε δε στήριξε, είτε ενεργά προσπάθησε να παρεμποδίσει την κομμουνιστική αντίσταση, την ώρα που οι άλλες δυνάμεις ξεκίνησαν την αντίσταση πρακτικά μόλις το φθινόπωρο του 1944, όταν η Φινλανδία εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη συμμαχία της με τη Γερμανία. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού στην απελευθέρωση της βόρειας Νορβηγίας τον Νοέμβρη του 1944, σε μια επιχείρηση κατά την οποία οι σοβιετικοί έχασαν 16000 άνδρες.
Από το σύνολο της χώρας οι Γερμανοί αποχώρησαν μόλις μια μέρα πριν την οριστική συνθηκολόγηση του Γ’ Ράιχ, στις 8 Μάη 1945. Οι κομμουνιστές είχαν υποστεί βαρύτατες απώλειες, χάνοντας το 80% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ κομμουνιστές αντάρτες που είχαν διασχίσει τα σοβιετικά σύνορα για να συμβάλλουν στο μεγάλο πατριωτικό πόλεμο έχασαν επίσης 80% της δύναμής τους.
Ο βαρύς φόρος αίματος των κομμουνιστών και ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού στη νορβηγική απελευθέρωση έδωσαν μεγάλη ώθηση στο ΚΚ, που μεταπολεμικά άγγιξε το μέγιστο της επιρροής του. Δυο κομμουνιστές συμμετείχαν στην πρώτη κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητας” μετά τον πόλεμο, ανάμεσά τους η Κίρστεν Χάνστεεν, η πρώτη γυναίκα υπουργός της νορβηγικής ιστορίας. Το κομματικό όργανο “Ελευθερία” (Friheten) που είχε ιδρυθεί στα χρόνια της κατοχής, το 1941, και κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, έφτασε να έχει κυκλοφορία 100.000 φύλλων. Την ίδια εποχή υπήρξαν συζητήσεις για επανένωση Εργατικού και κομμουνιστικού κόμματος, στα πρότυπα άλλων χωρών εκείνη την περίοδο, οι οποίες ναυάγησαν.
Το φθινόπωρο του 1945 η κυκλοφορία της “Ελευθερίας” έφτασε και τα 130.000 φύλλα, ερχόμενο στη δεύτερη θέση σε εθνικό επίπεδο μετά τη συντηρητική εφημερίδα Aftenposten κι έγινε η μεγαλύτερη σε απήχηση εργατική εφημερίδα της Σκανδιναβίας. Τα επόμενα χρόνια η κυκλοφορία έπεσε, για να φτάσει το 1949 στις 20.000, όχι μόνο λόγω των γενικότερων δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, αλλά και λόγω της απόφασης της κυβέρνησης των εργατικών να αλλάξει με διάταγμα την εφημερίδα από πρωινή σε απογευματινή, απόφαση που διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η “Ελευθερία” τυπωνόταν σε τυπογραφείο ελεγχόμενο από το DNA. Η μεταβολή αυτή σήμαινε πως η εφημερίδα δεν μπορούσε να διανέμεται έγκαιρα και απρόσκοπτα σε όλη τη Νορβηγία, σε μια περίοδο που ειδικά στην ύπαιθρο τα μέσα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Εκτιμάται και από αστούς μελετητές ότι ο περιορισμός της διανομής του κομματικού τύπου δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα, αλλά ως ένα βαθμό και αιτία της παρακμής του κόμματος από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά.
Η οργανωτική επέκταση του κόμματος αμέσως μετά την απελευθέρωση υπήρξε εκρηκτική, καθώς το ΚΚΝ, από 2000 ως 5000 μέλη προπολεμικά, έφτασε να έχει πάνω από 34.000 το 1946, που ως το 1949 είχαν μειωθεί σε 16.000 φθίνοντας διαρκώς τις επόμενες δεκαετίες.
Εκλογικά η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν στις εκλογές του 1945, όπου απέσπασε 11,89% και εξέλεξε 11 βουλευτές, ενώ ένα χρόνο μετά εξέλεξε γ.γ ένα πρόσωπο πρωταγωνιστή της αντίστασης, τον Πέντερ Φούρουμποτν. Στις αμέσως επόμενες του 1949 η απήχησή του έπεσε στο 5,8%, δείγμα της εντεινόμενης ψυχροπολεμικής προπαγάνδας, αλλά και της διαμάχης στο εσωτερικό του κόμματος. Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ακόμα μια φορά καθοριστικός, με τον πρωθυπουργό και ηγέτη των Εργατικών Έιναρ Γκέρχαρντσεν να προειδοποεί το 1948 πως η Νορβηγία κινδύνευε να γίνει Τσεχοσλοβακία, όπου λίγες μέρες πριν οι κομμουνιστές είχαν αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης.
Η εσωτερική διαπάλη του κόμματος, επηρεασμένη από το σοβιετογιουγκοσλαβικό σχίσμα, έφτασε στο απόγειό της το 1949, όταν ο Φούρουμποτν και οι ακόλουθοί τους διαγράφηκαν ως “τιτοϊκοί και τροτσκιστές”.
Την ίδια ώρα συνεχιζόταν οι απηνείς διώξεις κατά των κομμουνιστών, με 30.000 άτομα να παρακολουθούνται από 9000 έμμισθους πληροφοριοδότες, πολλούς να χάνουν τη δουλειά τους ή να νοσηλεύονται σε ψυχιατρεία. Η επιχείρηση αυτή σταμάτησε μόλις τη δεκαετία του ’70. Σύμφωνα με εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, το κόμμα είχε περίπου 4500 μέλη τη δεκαετία του ’60.
Αν και φιλοσοβιετικό σε γενικές γραμμές κόμμα, το ΚΚΝ καταδίκασε την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία του 1968, ενώ τη δεκαετία του ’70, όταν κατόρθωσε να εκλέξει και πάλι βουλευτή στο κοινοβούλιο μέσω συμμαχιών με άλλα αριστερά κόμματα, φλέρταρε με την ιδέα της ενοποίησης με άλλες, οπορτουνιστικές δυνάμεις, αποφασίζοντας τελικά να διατηρήσει τον αυτοτελή χαρακτήρα του. Αυτό οδήγησε μια μικρή ομάδα να αποχωρήσει και να ενωθεί με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα, ένα σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα που υπάρχει και σήμερα και είναι η βασική αντιπολίτευση “αριστερά” του Εργατικού κόμματος.
Χαιρέτισε, όπως εξάλλου τα περισσότερα ΚΚ διεθνώς, την πολιτική της περεστρόικα και διήλθε υπαρξιακή κρίση κατά τα αντεπαναστατικά γεγονότα του 1989- 1991, από την οποία στην πραγματικότητα το ήδη περιθωριοποιημένο εκλογικά κόμμα δε συνήλθε ποτέ, κατορθώνοντας ωστόσο να επιβιώσει ως ΚΚ.
Τη δεκαετία του 2000 κατόρθωσε να έχει κάποιες επιτυχίες σε τοπικό επίπεδο, η διάσπαση όμως της τοπικής οργάνωσης στο Άσνες το 2004, που ήταν και η ισχυρότερη σε εθνικό επίπεδο, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα. Οι εκλογικές δυσκολίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, παράλληλα όμως υπάρχει προσπάθεια εμβάθυνσης θεωρητικών ζητημάτων και ενίσχυσης της διεθνιστικής συνεργασίας, μέσω της συμμετοχής στην Πρωτοβουλία Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, μέλος της οποίας είναι και το ΚΚΕ.