Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος – Ένας “μεταβατικός” δοσίλογος
Σημαντικός επιστήμονας προπολεμικά, αναδείχτηκε σε πιστό συνεργάτη των Γερμανών, ενώ επί ημερών του ο αντικομμουνισμός, αρχίζει να γίνεται βασικό στοιχείο της ρητορικής του δοσιλογισμού.
Ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, δεύτερος κατοχικός πρωθυπουργός μετά τους Γεώργιο Τσολάκογλου και Ιωάννη Ράλλη, βρέθηκε στο τιμόνι της κυβέρνησης δοσιλόγων για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μεταξύ 2 Δεκέμβρη 1942 και 7 Απρίλη 1943. Αναδείχτηκε σε πιστό συνεργάτη των Γερμανών, τους οποίους είχε ήδη υπηρετήσει ως υπουργός του προκατόχου του, ενώ επί ημερών του ο αντικομμουνισμός, που αν και υπαρκτός στο λόγο του Τσολάκογλου έπαιζε προπαγανδιστικά ακόμα δευτερεύοντα ρόλο, αρχίζει να γίνεται βασικό στοιχείο της ρητορικής του δοσιλογισμού, με τη σχετική μετάβαση να ολοκληρώνεται με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Ράλλη.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1878 στο Ναύπλιο και σπούδασε ιατρική στο Μόναχο, με ειδίκευση στη μαιευτική και γυναικολογία, εισάγοντας μάλιστα το σχετικό κλάδο στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε το 1910 ανοίγοντας ιδιωτικό μαιευτήριο. Υπηρέτησε ως έφεδρος χειρουργός γιατρός στους Βαλκανικούς Πολέμους όπως και το 1922 εκ νέου στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Ακολούθησε σημαντική σταδιοδρομία τόσο ως πανεπιστημιακός όσο και ως διευθυντής γυναικολογικών κλινικών στο Αρεταίοι, τον Ευαγγελισμό, όπως και του Δημόσιου Μαιευτηρίου Αθηνών, το μετέπειτα “Αλεξάνδρα”. Εισήγαγε πρωτοποριακές για την εποχή γυναικολογικές μεθόδους και συνέγραψε ιατρικό εγχειρίδιο και άλλες μελέτες στα γερμανικά και τα ελληνικά. Κοντά του εκπαιδεύτηκαν, πολλοί γιατροί, όπως ο νεαρός τότε Γρηγόρης Λαμπράκης.
Με μεγάλη ακίνητη περιουσία, συμμετείχε σε διάφορες λέσχες της μεγαλοαστικής τάξης των Αθηνών και υπήρξε μέλος μασονικής στοάς. Έντονα γερμανόφιλος και θαυμαστής του εθνικοσοσιαλισμού, έγινε λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου πρόεδρος του Ελληνογερμανικού συνδέσμου. Η σύζυγός του ήταν Γερμανίδα, ο ίδιος ωστόσο διέψευδε αργότερα τη φήμη ότι επρόκειτο για ανηψιά του στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ.
Διετέλεσε αρχικά υπουργός Παιδείας και Υγείας του Τσολάκογλου, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση του στρατηγού. Στην επιλογή του συνέβαλαν οι διαφωνίες μεταξύ Ιταλών, που υποστήριζαν την πρωθυπουργοποίηση του υπουργού οικονομικών Σωτήρη Γκοτζαμάνη και των Γερμανών υποστηρικτών του Ράλλη, που αντιμετώπιζαν όμως ακόμα με επιφύλαξη την πρόταση του τελευταίου για συγκρότηση ένοπλων αντικομμουνιστικών τμημάτων.
Η ολιγόμηνη θητεία του Γκοτζαμάνη σημαδεύτηκε από μεγάλες κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, για τις οποίες η κυβέρνηση πρώτη φορά δι’επίσημων χειλέων κατηγόρησε τους κομμουνιστές ως υποκινητές, τη συναίνεσή του πρωθυπουργού στην εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας, παρά τις αντιδράσεις και φορέων του αστικού κόσμου, όπως ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, αλλά κυρίως από τη μεγάλη απεργία στις 5 Μάρτη που οργάνωσε το ΕΑΜ κατά της πολιτικής επιστράτευσης που σχεδίαζαν οι κατακτητές. Τελικά η Γερμανοί, έντονα θορυβημένοι και σε στρατιωτικό επίπεδο πλέον από την ασυγκράτητη ορμή της αντίστασης του ΕΛΑΣ, παραμέρισαν το Λογοθετόπουλο για να αναλάβει ο Ράλλης την αντικομμουνιστική σταυροφορία, που είχε εξάλλου την ανοχή, αν όχι τις ευλογίες και σημαντικού τμήματος του αγγλόφιλου αστικού πολιτικού κόσμου. Αργότερα στα απομνημονεύματά του Ιδού η Αλήθεια (1948) προσπάθησε να προβάλει την αποπομπή του ως δείγμα “αντίστασης” στα γερμανικά κελεύσματα, ισχυρισμός που στερείται οποιουδήποτε υποβάθρου.
Μετά την απελευθέρωση διέφυγε στη Γερμανία όπου συνελήφθη από τους Αμερικανούς, ενώ καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια στη δίκη των δοσιλόγων το 1945. Παραδόθηκε από τους Αμερικανούς το 1946 στις ελληνικές αρχές για να εκτίσει την ποινή του, του απονεμήθηκε ωστόσο χάρη λίγα μόλις χρόνια μετά, το 1951. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 6 Ιούλη 1961.