Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος-Ο εθνικός μας μυθοποιός
Το σχήμα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού σε τρεις σταθμούς “Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος ελληνισμός” παραμένει το βασικό ιδεολόγημα από το οποίο διέπεται τόσο η δημόσια, όσο και η σχολική ιστορία.
Αν ο Ηρόδοτος θεωρείται πατέρας της ιστορίας, δίκαια ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1891, έχει χαρακτηριστεί πατέρας της ιστοριογραφίας του ελληνικού κράτους. Μπορεί σήμερα η “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” να κυκλοφορεί με περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από την αρχική μορφή που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει, μπορεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο ο βασικός πυρήνας των απόψεων του να έχει ξεπεραστεί, ωστόσο το σχήμα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού σε τρεις σταθμούς “Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος ελληνισμός” παραμένει το βασικό ιδεολόγημα από το οποίο διέπεται τόσο η δημόσια, όσο και η σχολική ιστορία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τρόπος να γράψει κανείς ιστορία του ελληνικού έθνους, όποια κι αν θεωρεί πως είναι η αφετηρία του τελευταίου, χωρίς να αναμετρηθεί ρητά ή άρρητα με την κληρονομιά του Παπαρρηγόπουλου.Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1815, από αστική οικογένεια με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Η οικογένεια εκδιώχθηκε από την οθωμανική πρωτεύουσα λόγω αντιποίνων μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης. Ο ίδιος με τη μητέρα και τα αδέρφια του κατέφυγαν στην ελληνική παροικία της Οδησσού, όπου φοίτησε στο γαλλικό λύκειο Ρισελιέ.
Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1830, όπου λίγα χρόνια μετά διορίστηκε ως γραφέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, θέση από την οποία απολύθηκε το 1845, λόγω του διατάγματος περί “ετεροχθόνων”, που απαγόρευσε σε γεννημένους εκτός της ελληνικής μετεπαναστατικής επικράτειας να κατέχουν δημόσια αξιώματα.
Λίγο νωρίτερα, το 1843, Ο Παπαρρηγόπουλος είχε δημοσιεύσει το πρώτο ιστοριογραφικό του έργο, με τίτλο “Περί της εποικίσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον.” που απαντούσε στις-εξίσου πολιτικά υποκινούμενες με τις δικές του- απόψεις του Αυστριακού ιστορικού και περιηγητή Φαλμεράυερ ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ήταν κράμα Σλάβων, Αλβανών και ελληνόφωνων βυζαντινών πληθυσμών που δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες. Ο συγγραφέας δεχόταν την παρουσία σλαβικών φυλών στη βυζαντινή Πελοπόννησο, θεωρώντας την ωστόσο πολύ πιο περιορισμένη σε μέγεθος και επιπτώσεις, απ’ό,τι παρουσίαζε ο Φαλμεράυερ και ορισμένες βυζαντινές πηγές, δίνοντας έμφαση σε όσες αναδείκνυαν τη δική του σκοπιά.
Μετά την απόλυσή του αφιερώθηκε πλήρως στην ιστοριογραφία, συγγράφοντας μεταξύ άλλων σχολικά εγχειρίδια, ενώ δίδαξε και στο Γυμνάσιο Αθηνών. Μετά από προσπάθειες χρόνων, εξέδωσε το 1853 σημαντικότερ έργο του, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον, προς διδασκαλίαν των παίδων”, το οποίο επίσης αρχικά προόριζε ως διδακτικό εγχειρίδιο γυμνασίου, αλλά είχε ήδη αναδειχθεί έκτακτος αρχικά και από το 1857 τακτικός καθηγητής της Ιστορίας των αρχαίων Εθνών στο Πανεπιστήμιο αθηνών.
Αποτελούμενο από πέντε τόμους συνολικά, που εκδόθηκαν στο διάβα των ετών, το έργο αυτό, πριν γίνει “κανόνας” της εθνικής ιστοριογραφίας, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, τόσο για τον εκλαϊκευτικό του χαρακτήρα, όσο και για το περιεχόμενό του. Επουσιώδεις ήταν οι κριτικές που του ασκήθηκαν από τοπικιστικά ή προσωπικά κριτήρια σε σχέση με τις αναφορές του σε πρόσωπα και περιοχές ως προς το ρόλο τους στην επανάσταση του 1821. Πιο σημαντική από ακαδημαϊκής πλευράς ήταν η κριτική του σπουδαίου φιλόλογου και αρχαιολόγου Στέφανου Κουμανούδη, που δεν αποδεχόταν την ανεπιφύλακτη ένταξη της Αρχαίας Μακεδονίας στον ελληνισμό, αλλά κυρίως ήταν πολέμιος της ιστοριογραφικής αποκατάστασης του Βυζαντίου. Η τελευταία κριτική εξάλλου έβρισκε σύμφωνη την πλειονότητα των λογίων της εποχής, που αντιμετώπιζαν το Βυζάντιο ως μια σκοτεινή εποχή, αντίθετη προς τα ιδανικά της αρχαιότητας με τα οποία προσπαθούσαν να συνδέσουν χωρίς ενδιάμεσους τους νεοελληνικούς πληθυσμούς ως κληρονόμους τους.
Ο Παπαρρηγόπουλος δεν πρωτοτυπούσε ασφαλώς με την ιδέα της ένταξης του Βυζαντίου ως συνδετικού κρίκου μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων, καθώς πρώτος εκφραστής της περίπου την ίδια εποχή είχε υπάρξει ο συνάδελφός του Σπυρίδων Ζαμπέλιος, από τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος υιοθέτησε και το σχήμα περί θεϊκής νομοτέλειας στην ιστορία. Περίπου μια δεκαετία νωρίτερα εξάλλου, ο ίδιος δεν φαινόταν να ενστερνίζεται ακόμα τις απόψεις περί ελληνικότητας του Βυζαντίου. Η υιοθέτηση της περιόδου αυτή στην διαμορφούμενη εθνική αφήγηση είχε ως κύριο στόχο να ενισχύσει με περισσότερα βέλη τη φαρέτρα του ελληνικού εθνικισμού, που από τη δεκαετία του 1840 λαμβάνει πλέον την μορφή που θα τον καθορίσει ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή τη μορφή της Μεγάλης Ιδέας. Εξάλλου ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε στενά συνδεδεμένος πολιτικά τόσο με τον για ένα διάστημα πρωθυπουργό και πατέρα του όρου Ιωάννη Κωλέττη, όσο και με τον επίσης οπαδό της Μεγάλης Ιδέας βασιλιά Όθωνα. Υπήρξε επίσης πρόεδρος της παραστρατιωτικής εθνικιστικής οργάνωσης “Εθνική Άμυνα”, όσο και στο “Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων”, βασικού ημιεπίσημου εργαλείου προώθησης της εθνικής πολιτικής του κράτους σε ελληνόφωνους αλλά κυρίως αλλόφωνους πληθυσμούς εκτός της ελλαδικής επικράτειας, κυρίως στην Οθωμανική Μακεδονία.
Παρότι η πλήρης αποδοχή του Βυζαντίου ως τμήματος της ελληνικής ιστορία θα περίμενε τον 20ο αιώνα για να εδραιωθεί, είναι σαφές ότι η “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, η ακριβέστερα η ιδεολογική της παρακαταθήκη, ήταν σημαντικό όπλο στην πολιτική εδαφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους στην βασανιστική μα σταθερή πορεία του προς τον αστικό εκσυγχρονισμό και την σε γενικές γραμμές επιτυχημένη, αν και λιγότερο αναίμακτη απ’ό,τι συχνά πιστεύεται, ένταξη ενός ευρύτατου μωσαϊκού ετερογενών πληθυσμών στον εθνικό κορμό. Ο ανορθολογισμός της ιστοριογραφικής προσέγγισης του Παπαρρηγόπουλου είχε σαν ύστατη απόληξη τον τραγέλαφο περί “ελληνοχριστιανικού πολιτισμού”, που αποτυπώθηκε και συνταγματικά στο μετεμφυλιακό σύνταγμα του 1952, για να γελοιοποιηθεί αργότερα από τη χούντα και να εγκαταλειφθεί μεταπολεμικά ως έννοια, αν κι όχι ως περιεχόμενο, γνωρίζοντας διαρκής εξάρσεις και υφέσεις έκτοτε. Το ζήτημα των τομών και των συνεχειών, αλλά και του ίδιου του ορισμού της έννοιας του ελληνισμού, εξακολουθεί πάντως να παραμένει μια πρόκληση και για τη μαρξιστική ιστοριογραφία, όπως φαίνεται κι από τις συζητήσεις σχετικά με το έργο του Νίκο Σβορώνου, ο οποίος διατύπωσε τη δική του θεωρία περί συνέχειας. Μια θεωρία που αποτελεί ανταπάντηση στην προσέγγιση του Παπαρρηγόπουλου, χωρίς να διαρρηγνύει τους δεσμούς της με την κεντρική ιδέα περί συνεχούς ύπαρξης ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, θέτοντας ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητα της για την καταπολέμηση του πυρήνα αυτού του ακόμα κι από αστική σκοπιά πλέον αντιδραστικού ιδεολογήματος. Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας ίσως, εκεί που φαίνεται να δικαιώνονται, έστω και μερικώς και υπό άλλο πρίσμα, τα πορίσματα του Παπαρρηγόπουλου από μεγάλη μερίδα της σύγχρονης έρευνας, είναι ακριβώς στο κομμάτι για το οποίο δέχτηκε και τη σκληρότερη κριτική από τους συγχρόνους του, δηλαδή τη θέση του -ύστερου- Βυζαντίου στην ελληνική εθνογένεση.