«Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι»…
Σαν σήμερα, τις 10 του Ιούνη 1944, διαπράχτηκε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των Ναζί. Το χωριό Δίστομο του νομού Βοιωτίας ξεθεμελιώθηκε από τη φασιστική θηριωδία: 218 κάτοικοι, νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά σφαγιάστηκαν χωρίς καμιά διάκριση από τις δυνάμεις των SS, που άφησαν πίσω τους στάχτες και καπνίζοντα ερείπια…
«Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά…»
Συγκλονίζουν οι στίχοι του Νίκου Καββαδία από το ποίημα με τίτλο «Federico Garcia Lorca» που έγραψε συγκλονισμένος από τις θηριωδίες των ναζί, και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος…
Ο αγώνας για τη συντριβή του φασισμού είναι γεμάτος από τόπους μαρτυρίου και θυσίας, σε πολλές χώρες στην Ευρώπη. Εκατοντάδες είναι στη χώρα μας τα θυσιαστήρια της λευτεριάς και του αντιφασιστικού αγώνα, με αποτυπωμένη τη φρίκη του φασισμού, που άλλωστε αποτυπώθηκε για πάντα στην Ιστορία και στη μνήμη.
Σαν σήμερα, στις 10 του Ιούνη 1944, το χωριό Δίστομο του νομού Βοιωτίας «ξεθεμελιώθηκε από τη φασιστική θηριωδία και πέρασε στην ιστορία δίπλα στο Μεσολόγγι και στα Ψαρά, μαζί με τα Καλάβρυτα και την Κάνδανο, τα Κούρνοβα και τα Χαϊδάρια, σαν σύμβολο και σαν μέτρο της αξίας που έχει η Λευτεριά σε τούτον τον ματωμένο τόπο».
Οι Γερμανοί καταχτητές επιδίδονται σε φρικαλεότητες, επιχειρώντας ν’ αφανίσουν το Δίστομο από τον χάρτη, ως αντίποινα στη γιγαντωμένη Εαμική Αντίσταση του λαού μας στη Ρούμελη και σ’ όλη τη σκλαβωμένη Ελλάδα και στον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της, τον ΕΛΑΣ, που συγκροτήθηκε και επανδρώθηκε με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές. Δολοφονούν με φριχτό τρόπο άντρες και γυναικόπαιδα, καίνε τα σπίτια του χωριού και σκορπούν ανείπωτο πόνο και θλίψη σ’ όσους επέζησαν, καταθέτοντας για πολλοστή φορά τα διαπιστευτήρια της ιδεολογίας τους και της αποστολής τους. “Μα οι μέρες τους τώρα μετρήθηκαν πια και τέλος φρικτό τους προσμένει…” Σύντομα ο ΕΛΑΣ θα απελευθερώσει την Ελλάδα.
«Είναι 10 του Ιούνη 1944, οι γερμανοί κάνουν επίθεση στο Δίστομο με 50 αυτοκίνητα, στρατό και πυροβολικό. Θέλουν να εκδικηθούν για το αντάρτικο, να τσακίσουν το φρόνημα του λαού της υπαίθρου, των ηρωικών αγροτών μας, που το τροφοδοτούσε και το ενίσχυε.
Οι ναζίδες μπαίνουν στο χωριό και σκορπούν τον όλεθρο, καίνε και θερίζουν τα πάντα με τη φωτιά και το σίδερο, με την κτηνωδία και τη θηριωδία. Βιάζουν κορίτσια και γυναίκες, κόβουν τους μαστούς των μητέρων, κι ύστερα τις εκτελούν. Βρέφη, ανήλικα, και ενήλικους, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το περνούν απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα· κροτούν συνέχεια τα πολυβόλα τους.
Μα κάποτε νυχτώνει κι οι γερμανοί δεν βλέπουν να κάνουν το μακάβριο έργο τους. Τότε βάζουν φωτιά στο Δίστομο, και λαμπάδιασε η νύχτα με τις πύρινες γλώσσες του τραγικού χωριού. Το πυροβολικό χτυπάει συνέχεια, και οι κατακτητές μπαίνουν μέσα στα σπίτια και τα λεηλατούν και τα πυρπολούν.
Κάποτε, τέλος, τελείωσε το θηριώδες έργο τους, και οι ναζίδες άφησαν το «χωριό» και φεύγουν για τη Λειβαδιά… «θριαμβευτές».
Το «χωριό» που έχει πια απομείνει ήταν ένας σωρός από στάχτες και καπνίζοντα ερείπια, και ο «θρίαμβος» των Ούννων, ένας φρικώδης απολογισμός για το τραγικό Δίστομο: το Δίστομο δεν υπήρχε, ήταν ένα ισοπεδωμένο και ανασκαμμένο χωράφι.
Απ’ τους τραγικούς κατοίκους που εξετελέσθηκαν 218: μέσα σ’ αυτούς 104 άντρες και 114 γυναίκες. Και απ’ αυτούς 20 ήταν μέχρι πέντε ετών, 45 από 5 – 20 ετών, 111 από 20-60 και 42 άνω των 60 ετών. Και το όνομα του επικεφαλής δημίου του ναζιστικού αυτού «θριάμβου»: υπολοχαγός Χάιντε Ζόμπελ»… (Κώστα Μπίρκα «Η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης»)
Το φρικιαστικό έργο των βαρβάρων δεν περιορίστηκε στο Δίστομο. Σε όλη τη διαδρομή Δίστομο-Λειβαδιά οι ναζί σκοτώνουν όποιον συναντούν στο διάβα τους. Ανάμεσα στα θύματα βρίσκονται και όσοι συγγενείς των σκοτωμένων του Διστόμου είχαν βγει να μαζέψουν τις σορούς των δικών τους.
Τρεις μέρες μετά τη σφαγή, στην τοποθεσία «Βερβά» που βρίσκεται κοντά στο Δίστομο, οι Γερμανοί πιάνουν την οικογένεια του φαρμακοποιού από το Δίστομο Γιώργη Γαμβρίλη. Ο Γαμβρίλης τη μέρα της σφαγής βρισκόταν στη Λειβαδιά και επέστρεψε εσπευσμένα στο Δίστομο για να δει τι απόγινε η οικογένειά του που, από τύχη, είχε γλιτώσει από τη μανία των ναζί. Προσπαθώντας να φυγαδεύσει την οικογένειά του παγιδεύονται από τους γερμανούς που τους σκοτώνουν όλους.
«Ο Τάκης Λάπας πούχει δώσει με συνταρακτική λιτότητα τη σφαγή του Διστόμου γράφει για την οικογένεια του άτυχου Γαμβρίλη: Όταν την άλλη μέρα πήγανε να τους θάψουν οι χωριανοί τους, τους βρήκαν σε τούτη την κατάσταση. Ο Γαμβρίλης είχε αγκαλιασμένα τα δυο παιδιά του, το Βασίλη εφτά χρονών και το Δημήτρη πέντε, για να τα προστατέψει από τα δολοφόνα χτυπήματα. Τη γυναίκα του Θηρεσία που ήταν γκαστρωμένη στο μήνα της, την είχαν ξεκοιλιάσει και το έμβρυο βρέθηκε παραπεταμένο μακριά της. Κοντά στη μάνα τους ήταν λογχισμένα τ’ άλλα δυο παιδιά της, η Βασιλική τεσσάρων χρονών και η Αννέτα ενάμιση»…
Αυτοί υπήρξαν οι ναζί καταχτητές, ίδιοι μ’ αυτούς κι οι ιδεολογικοί απόγονοί τους. 78 χρόνια από τη Σφαγή του Διστόμου ο φασισμός, όπως κι η ξενοφοβία κι ο ρατσισμός είναι εχθροί του λαού, «παιδιά» του συστήματος της εκμετάλλευσης. Η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να δοθεί ξεκομμένα από την πάλη ενάντια στο σύστημα που τον γεννά. Όμως, για τις θηριωδίες των ναζί στο Δίστομο και αλλού, δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος από τα λόγια του φωτισμένου δάσκαλου Μπέρτολτ Μπρεχτ, που από το 1934 ήδη ξεκαθαρίζει την ήρα από το στάρι:
«Πολλοί από εμάς πιστεύουν πως για την υπεράσπιση των σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού.
Αυτές όμως οι θηριωδίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν.
Όσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με αυτές τις θηριωδίες αλλά θέλουν να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν μπορούν να κάνουν ένα μακροχρόνιο αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα, που εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ.
Και δεν μπορούν να κάνουν αυτό τον αγώνα γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες, κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή.
Αυτοί που είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να είναι ενάντια στον καπιταλισμό, μοιάζουν με εκείνους που θέλουν να έχουν μερίδιο στο μοσχάρι, είναι όμως ενάντια στη σφαγή του.
Θέλουν να φάνε το κρέας αλλά δεν θέλουν να δουν το αίμα.
Είναι ικανοποιημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του πριν τους το παραδώσει. Αυτοί δεν είναι ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας που γεννούν τη βαρβαρότητα.
Είναι μόνο ενάντια στη βαρβαρότητα.
Και υψώνουν τη φωνή τους ενάντιά της.
Και το κάνουν στις χώρες εκείνες που κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όμως οι χασάπηδες πλένουν τα χέρια τους πριν παραδώσουν το κρέας».
Δείτε ακόμα:
Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μικρή μοιρολογήτρα» του Βασίλη Ρώτα