Κυριακή γιορτή και σχόλη;- Όταν η Σοβιετική Ένωση καταργούσε τα σαββατοκύριακα
Στόχος ήταν η οικονομία να κινείται κάθε μέρα, χωρίς παράλληλα οι εργάτες να χάσουν την ξεκούρασή τους.
Η υλοποίηση του πρώτου πενταετούς πλάνου στην ΕΣΣΔ (1928-1932), ανάμεσα στις υπόλοιπες κοσμοϊστορικές αλλαγές που έφερε στη σοβιετική οικονομία και κοινωνία, υπήρξε και μια περίοδος πειραματισμών που τελικά εγκαταλείφθηκαν, αλλά είναι ενδεικτικοί του τρόπου με την οποία το νεαρό εργατικό κράτος προσπαθούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και να πετύχει επίσης στόχους κοινωνικής αναμόρφωσης. Ένα τέτοιο πείραμα ήταν η εισαγωγή της “nepreryvka” δηλαδή της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας, που στόχο είχε σταδιακά να αντικαταστήσει την παραδοσιακή επταήμερη εβδομάδα. Εμπνευστής του μέτρου ήταν πολιτικός και οικονομολόγος Γιούρι Λάριν και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε σαν σήμερα το 1929.
Επρόκειτο για έναν κύκλο πέντε ημερών όπου κάθε μέρα είχε το δικό της χρωματικό κωδικό και το δικό της σύμβολο,μια αρμαθιά στάχια, ένα κόκκινο αστέρι, ένα σφυροδρέπανο, ένα βιβλίο και μια ένα μάλλινο στρατιωτικό πηλήκιο. Ο πληθυσμός κατανεμήθηκε σε ομάδες, κάθε μία από τις οποίες λάμβανε μια διαφορετική μέρα ανάπαυσης. Εκείνη την εποχή τα ημερολόγια κυκλώνονταν σε διαφορετικά χρώματα, κίτρινο, ροδακινί, κόκκινο, μωβ και πράσινο. Στόχος ήταν η οικονομία να κινείται κάθε μέρα, χωρίς παράλληλα οι εργάτες να χάσουν την ξεκούρασή τους. Από την άλλη είναι γεγονός πως τα παράπονα δεν άργησαν να έρθουν, παράπονα τα οποία εκφράζονταν δημόσια στο επίσημο κομματικό όργανο, την Πράβντα. Εκεί οι εργάτες παραπονούνταν για την έλλειψη συγχρονισμού των ημερών ανάπαυσης μεταξύ οικογενειών, συγγενών και φίλων, που καθιστούσε πρακτικά άχρηση τη μέρα ξεκούρασης. Οι αρχές έλαβαν σοβαρά υπόψη τους, τροποποιώντας τις μέρες ανάπαυσης ώστε να είναι κοινές εντός οικογενειών, ενώ το 1931 η σοβιετική εβδομάδα επεκτάθηκε σε έξι μέρες. Μια παράπλευρη συνέπεια της μεταρρύθμισης αυτής, για την οποία οι μελετητές ερίζουν αν ήταν προκαθορισμένη, υπήρξε η παρεμπόδιση των θρησκευτικών λειτουργιών με την κατάργηση της Κυριακής, αλλά και της Παρασκευής και του Σαββάτου, τόσο οι χριστιανοί, όσο και οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι της ΕΣΣΔ δε θα μπορούσαν εύκολα να ανταποκρίνονται στο λατρευτικό τυπικό. Είναι γεγονός πως η συμμετοχή σε τελετουργίες έπεσε κατακόρυφα, πιθανότατα αυτό όμως σχετίζεται με τις πολύ πιο ουσιώδεις κοινωνικές αλλαγές στην ΕΣΣΔ εκείνα και τα επόμενα χρόνια, παρά με αυτό το βραχύβιο μέτρο.
Σημαντικές ήταν οι διαφορές στην εφαρμογή του μεταξύ πόλης και υπαίθρου, όπου οι αγροτικές ασχολίες ακολουθούσαν ρυθμούς που έτσι κι αλλιώς δε χωρούσαν εύκολα στο νέο σύστημα εργασίας-ανάπαυσης. Παρατηρήθηκε πάντως το φαινόμενο οι χωρικοί να αυξάνουν τις μέρες σχόλης τους, καθώς έπαυαν να δουλεύουν τόσο κατά τις επίσημες εβδομαδιαίες αργίες τους, όσο και στη διάρκεια των παραδοσιακών, θρησκευτικών κυρίως εορτών. Τα προβλήματα πάντως του νέου συστήματος έγιναν ορατά αρκετά γρήγορα, καθώς η παραγωγικότητα τελικά μειώθηκε, ενώ η συνεχής χρήση των μηχανών στα εργοστάσια αποδείχτηκε επιβλαβής για τη λειτουργικότητά τους. Έτσι τον Ιούνη του 1940, η επταήμερη εβδομάδα αποκαταστάθηκε και η Κυριακή καθιερώθηκε και πάλι ως αργία για τις περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων. Παράλληλα εφαρμόστηκαν άλλα μέτρα ελέγχου της παραγωγικότητας, όπως η ποινικοποίηση της αδικαιολόγητης απουσίας ή παραίτησης από τη δουλειά και η καθυστέρηση άνω των 20 λεπτών κατά την προσέλευση. Παράλληλα με αυτή την αυστηροποίηση των όρων εργασίας, πρέπει να σημειωθεί ότι διαρκής ήταν προσπάθεια για μείωση των ωρών εργασίας. Από τις 10-12 ώρες που καλούνταν οι εργάτες να δουλέψουν προεπαναστατικά, αμέσως μετά την επανάσταση καθιερώθηκε το 8ωρο, το οποίο στη συνέχεια κατέβηκε στις 7,5 και το 1927 στις 7 ώρες. Ο στόχος για την επίτευξη διήμερης εβδομαδιαίας ανάπαυσης (5μερο 8ωρο) επιτεύχθηκε κάπως αργότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, γεγονός στο οποίο είχε συμβάλει ο πόλεμος και οι ανάγκες της ανοικοδόμησης της ΕΣΣΔ. Μέχρι και το τέλος της ΕΣΣΔ, παρότι τελικά το 5ημερο 7ημερο δεν εφαρμόστηκε όπως είχε προταθεί το 1966, ο μέσος χρόνος εργασίας έβαινε σταθερά μειούμενος, αγγίζοντας τις 40 ώρες τη βδομάδα κατά μέσο όρο, με αποκλίσεις από κλάδο σε κλάδο (περισσότερος ώρες στη διοίκηση, λιγότερες στην εκπαίδευση).