La Retirada – «Κόκκινοι Ισπανοί» πρόσφυγες στη Γαλλία
Πρώτα διώχθηκαν, μετά αφέθηκαν και… το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος ύπαρξης τους
Με την πτώση της Βαρκελώνης στα χέρια των εθνικιστών και των φασιστικών στρατευμάτων του Φράνκο τον Ιανουάριο του 1939, προκλήθηκε το μεγαλύτερο κύμα μετανάστευσης στην ιστορία της Ισπανίας, όταν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, δημοκρατικοί, αντιφασίστες, αναρχικοί με τις οικογένειες τους και μέλη Διεθνών Ταξιαρχιών (διαδοχικά κύματα προσφύγων) προσπάθησαν να διαφύγουν στη Γαλλία, καθώς αυτό ήταν το μοναδικό μέσο για να γλιτώσουν τους διωγμούς.
Η «έξοδος» ονομάστηκε La Retirada (της «υποχώρησης»).
Η Γαλλική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου (σοσιαλιστές και αριστεροί ριζοσπάστες) τους αντιμετώπισαν ως εισβολείς. «Κόκκινοι Ισπανοί» (έτσι ονομάστηκαν) έγιναν δεκτοί ως «ξένοι ανεπιθύμητοι». Αυτός ο χαρακτηρισμός σήμαινε επίσης ότι θα μπορούσαν να φυλακιστούν με τον νόμο.
Σε λίγες μέρες η νότια Γαλλία γεμίζει στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γυναίκες και παιδιά στάλθηκαν αρχικά σε κέντρα φιλοξενίας και εκατοντάδες χιλιάδες άντρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν το Αρζελές-συρ-Μερ (Camp de concentration d’Argelès-sur-Mer) το οποίο λειτούργησε μεταξύ του 1939 και του 1941 στην παραλία του ομώνυμου χωριού του νομού των Ανατολικών Πυρηναίων στη Γαλλία. Υπολογίζεται ότι στο στρατόπεδο διέμειναν γύρω στους 100.000 πρόσφυγες. Το μόνο τους καλωσόρισμα ήταν συρματοπλέγματα, και ένας ειδικός κλάδος της χωροφυλακής («Gardes Mobiles») με βάναυσους και εγκληματικά στοιχεία στελεχωμένα από Σενεγαλέζους, Μαροκινούς και Μαυριτανούς στρατιώτες.
Στημένα πρόχειρα χωρίς καμιά προστασία από τις χαμηλές θερμοκρασίες και τους σφορδούς ανέμους, εκτός από μερικές αυτοσχέδιες παράγκες. Οι περισσότεροι άντρες κοιμόντουσαν σε τρύπες σκαμμένες στο έδαφος. Δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε αποχέτευση και σχεδόν καθόλου φαγητό. Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν απάνθρωπες. Οι ίδιοι οι έγκλειστοι χρειάστηκε να κατασκευάσουν στην άμμο καλύβες από ξύλο και καραβόπανο, πρόχειρες κουζίνες και αποχωρητήρια.
Η βοήθεια που έλαβαν από οργανισμούς όπως ο Ερυθρός Σταυρός δεν ήταν αρκετή και πολλά άτομα πέθαναν από την πείνα, την υγρασία, το κρύο και τις διάφορες αρρώστιες. Η αντιμετώπιση των δεσμοφυλάκων τους μόνο με τις φασιστικές και αργότερα ναζιστικές αγριότητες μπορούν να συγκριθούν. Σύντομα ακολούθησαν παρόμοια στρατόπεδα εγκλεισμού στο St Cyprien και στο Le Barcarès όπου χιλιάδες κρατούμενοι πέθαναν από δυσεντερία και συναφείς ασθένειες.
Ως αποτέλεσμα της άρνησης της Γαλλίας να προσφέρει άσυλο στους πρόσφυγες, μέχρι τα τέλη του 1939, μεγάλος αριθμός Ισπανών, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, είχαν επιστρέψει στην Ισπανία. Παρά τις υποσχέσεις του δικτάτορα πλέον Φράνκο για αμνηστία πολλές γυναίκες και παιδιά εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν.
Από τις καταγραφές ο συνολικός αριθμός εκείνων που δεν επέστρεψαν ποτέ στην Ισπανία ανέρχεται σε περίπου 220.000. Κάποιοι κατάφεραν να μεταναστεύσουν στη Νότια Αμερική και αλλού. Άνδρες ηλικίας μεταξύ 20 και 48 ετών έπρεπε να εργαστούν-αμισθί- για τις γαλλικές στρατιωτικές αρχές και περίπου 55.000 εγγράφηκαν σε διάφορες οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων. Το ένα τρίτο του σημερινού πληθυσμού του Λανγκντόκ-Ρουσιγιόν είναι απόγονοι αυτών των Ισπανών προσφύγων.
Άλλοι πρόσφυγες (οι άνδρες που χωρίστηκαν από τις γυναίκες και τα παιδιά) μεταφέρθηκαν αργότερα σε καθορισμένα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» που εξαπλώθηκαν στη Νότια Γαλλία όπου ενώθηκαν μετά τη γερμανική κατοχή (από τον Μάιο του 1940) με άλλους «ανεπιθύμητους», συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης, κομμουνιστές, αντιφασίστες και τσιγγάνων. Χιλιάδες ισπανοί πρόσφυγες παραδόθηκαν από το καθεστών Βισί στους ναζί όπου και εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων των Ναζί – ειδικά στο Μαουτχάουζεν. Πολλοί επιζώντες εξόριστοι, ωστόσο, παρά τη μεταχείρισή τους, προσφέρθηκαν εθελοντικά να ενταχθούν στη Γαλλική Αντίσταση και συνέβαλαν ουσιαστικά ως στην Απελευθέρωση της. Γράφει ο Βρετανός ιστορικός Πολ Πρέστον στο βιβλίο του «Το Ισπανικό Ολοκαύτωμα»: «Στις 20 Αυγούστου 1940, ένα τρένο αποτελούμενο από βαγόνια βοοειδών έφυγε από την Ανγκουλέμ με 927 Ισπανούς πρόσφυγες επιβαίνοντες. Πίστευαν ότι τους μετέφεραν στο εσωτερικό της Γαλλίας. Το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες και νύχτες, με τους πρόσφυγες να μην μπορούν να καθίσουν, χωρίς φαγητό και νερό. Στις 24 Αυγούστου έφτασαν στο Μαουτχάουζεν». Συνολικά, περισσότεροι από 5.000 Ισπανοί πέθαναν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά την παράδοσή τους από τις γαλλικές αρχές.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν και αρκετά μέλη Διεθνών Ταξιαρχιών, πολλοί Γερμανοί, Αυστριακοί, Ούγγροι, Πολωνοί αντιφασίστες που παραδόθηκαν στους ναζί από το καθεστώς Βισί. Μερικοί από αυτούς ήταν Εβραίοι, όλοι ήταν «σεσημασμένοι» κομμουνιστές.
Τον Μάρτιο του 1945 αναγνωρίστηκε στους Ισπανούς πρόσφυγες το επίσημο καθεστώς του Πολιτικού Πρόσφυγα.
Ένα ντροπιαστικό μεγάλο κεφάλαιο της γαλλικής ιστορίας που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
(Οι φωτογραφίες είναι του Ούγγρου πολεμικού φωτογράφου και φωτορεπόρτερ Ρόμπερτ Κάπα)