Λεβ Βιγκότσκι- Ο “Μότσαρτ” της σοβιετικής ψυχολογίας
Η επίδρασή του δεν περιορίστηκε στην πατρίδα του, αλλά μετά τη μετάφραση του έργου του από τη δεκαετία του ’60 κι εξής, επηρέασε σημαντικά και τη δυτική ψυχολογία.
Ο Λεβ Βιγκότσκι συγκαταλέγεται στην τριάδα των ιερών τεράτων της σοβιετικής ψυχολογίας, μαζί με τους Αλεξέι Λεόντιεφ και Αλεξάντρ Λουρία. Ο Βρετανός φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης Στήβεν Τούλμιν τον αποκάλεσε μάλιστα “Μότσαρτ της ψυχολογίας”. Η επίδρασή του δεν περιορίστηκε στην πατρίδα του, αλλά μετά τη μετάφραση του έργου του από τη δεκαετία του ’60 κι εξής, επηρέασε σημαντικά και τη δυτική ψυχολογία, ειδικότερα την εξελικτική ψυχολογία, προωθώντας σημαντικά την κατανόηση της παιδικής ανάπτυξης και παρέχοντας εργαλεία για την καλύτερη υποστήριξή της, βοηθώντας το παιδί να αναπτύξει τις ικανότητές του στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Γεννήθηκε στην Όρσα της Λευκορωσίας, μέρους τότε της Ρωσικής αυτοκρατορίας στις 17 Νοέμβρη 1896, σε αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του διορίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του Λεβ ως διευθυντής τμήματος της Ενωμένης Τράπεζας του Γκομέλ, όπου ο Βιγκότσκι πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του ήταν δασκάλα που είχε αφιερωθεί στην ανατροφή κι εκπαίδευση των παιδιών της. Ο Λεβ έμαθε τα πρώτα του γράμματα κοντά της και δίπλα σε έναν κατ’οίκον δάσκαλο, ενώ παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε δημόσιο σχολείο, όπου υπήρξε εξαίρετος μαθητής, λαμβάνοντας μάλιστα χρυσό μετάλλιο αριστείας στα 17 του χρόνια. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Μόσχας αρχικά στην ιατρική κι αργότερα στη νομική, μελετώντας παράλληλα φιλοσοφία. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στο Γκόμελ διδάσκοντας λογοτεχνία και φιλοσοφία, ιδρύοντας ένα εργαστήριο στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Γκόμελ. Παντρεύτηκε επίσης την Ρόζα Σμέχοβα, με την οποία απέκτησαν δυο κόρες. Το 1924 έκανε μια παρουσίασα στον Στο δεύτερο Πανρωσικό Ψυχονευρολογικό συνέδριο του Λένινγκραντ, η οποία ενθουσίασε το κοινό και ο οδήγησε στο διορισμό του στο Ψυχολογικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Ο ίδιος ζούσε στα υπόγεια του Ινστιτούτου έχοντας πρόσβαση στο εκτενές του αρχείο.
Το 1925 ο Βιγκότσκι ολοκλήρωσε τη διατριβή του με θέμα την ψυχολογία της τέχνης και αφιερώθηκε στην καθιέρωση τςη ειδικής αγωγής στην ΕΣΣΔ, αναδιαρθρώνοντας παράλληλα το ψυχολογικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Καρπός των προσπαθειών του ήταν η ίδρυση του Εργαστηρίου Ψυχολογίας Αποκλίνουσας Παιδικής Ηλικίας στη Μόσχα. Περισσότερο ακόμα ενισχύθηκε η φήμη του με το έργο “Η ιστορική σημασία της κρίσης στην Ψυχολογία”, μια φιλοσοφική ανάλυση των θεμελίων της ψυχολογίας. Σε αυτό το έργο υποστηρίζει πως η ψυχολογία είναι μια συγκεκριμένη επιστήμη. Κάθε ψυχολογική θεωρία έχει τη φιλοσοφική της βάση, φανερή ή λανθάνουσα, η οποία προκαθορίζει και το περιεχόμενό της. Για το λόγο αυτό, εάν δεν μπουν τα θεμέλια της ψυχολογίας, εν προκειμένω της μαρξιστικής, δεν οδηγεί πουθενά η συγκόλληση κάποιων πορισμάτων του με αποσπασματικές θέσεις του διαλεκτικού υλισμού. Για τον ίδιο «Δεν υπάρχουν πολλές ψυχολογίες, υπάρχουν μόνο δύο: η φυσικο-επιστημονική, υλιστική και η υποκειμενική-σπιριτουαλιστική», κι απαιτείται η «χειρουργική παρέμβαση» για το διαχωρισμό τους».
Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ο Βιγκότσκι, στη Ρωσία η ψυχολογία ήταν ένα πολύ περιορισμένο ακαδημαϊκά αντικείμενο, στο οποίο κυριαρχούσαν οι εκπρόσωποι του φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ενώ διεθνώς επικρατούσαν άλλα αστικά ψυχολογικά ρεύματα, με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, όπως η ψυχανάλυση, η ψυχολογία γκεστάλτ και ο μπιχεβιορισμός (κυρίως στις ΗΠΑ). Η Οχτωβριανή Επανάσταση όπως είναι λογικό άφησε το αποτύπωμά της στις αναζητήσεις των Σοβιετικών ψυχολόγων, μεταξύ των οποίων αναδύθηκε σύντομα μια μαρξιστική τάση που συγκρούστηκε με τους ιδεαλιστές. Όμως κι όσοι επηρεάζονταν από το μαρξισμό δε συνιστούσαν ενιαίο σώμα, καθώς ορισμένοι προσπαθούσαν να εντάξουν αποσπάσματα των κλασικών σε μια μηχανιστική και βιολογίζουσα αντίληψη περί ψυχολογίας, χωρίς επαφή με το βαθύτερο πνεύμα του διαλεκτικού υλισμού.
Το έργο του Βιγκότσκι συνιστά ακριβώς αυτή την απόπειρα υπέρβασης ενός διπόλου ιδεαλισμού και βιολογισμού στην ψυχολογία, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις της μαρξιστικής ψυχολογίας στην ΕΣΣΔ μέσω της πολιτιστικο-ιστορικής σχολής, ονομασία βέβαια που αποδόθηκε αργότερα από μελετητές του κι όχι από τον ίδιο το Βιγκότσκι.
Ο Βιγκότσκι, όπως και άλλοι σοβιετικοί ψυχολόγοι, εκκινούσε από τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παβλόφ, ωστόσο δεν περιορίστηκε σε μια απλή αναπαραγωγή της. Στο επίκεντρο των αντιλήψεών του βρίσκονται οι “ανώτατες ψυχικές λειτουργίες”, δηλαδή ένα είδος ψυχολογικών λειτουργιών που είναι μοναδικά στον άνθρωπο. Οι φυσικές ψυχικές λειτουργίες γίνονται πολιτιστικές υπό την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος, δηλαδή έχουν αδιάσπαστα κοινωνικό χαρακτήρα. Όπως ο άνθρωπος κατακτά τη φύση μέσω της χρήσης εργαλείων, έτσι κατακτά και τις ανώτατες ψυχικές λειτουργίες μέσω ψυχολογικών εργαλείων ή μέσων κοινωνικο-ιστορικής φύσης. Αυτή η αντίληψη διαχωρίζει το Βιγκότσκι τόσο από φροϋδικές προσεγγίσεις που δίνουν προτεραιότητα σε ενστικτώδεις τάσεις, όσο και σε εκείνες τον μπιχεβιοριστών, που βλέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά μονομερώς διαμορφούμενη από την “ενίσχυση” εξωτερικών ερεθισμάτων, στη λογική δράση-αντίδραση. Εργαλειακή λειτουργία λαμβάνει και ο λόγος στο έργο του Βιγκότσκι, καθώς όπως το εργαλείο επιδρά και μεταμορφώνει τον υλικό κόσμο, έτσι και η λέξη (σύμβολο) επιδρά στην ψυχική συμπεριφορά. Ο άνθρωπος αφομοιώνει (εσωτερικεύει) τις επικρατούσες πολιτισμικές αξίες μέσω της επικοινωνίας του με τους ενήλικες, κάνοντάς τις σταδιακά συνειδησιακό του κτήμα.
Καταλαβαίνει κανείς ότι κεντρικός ρόλος αποδίδεται στην εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση ως βασικών μοχλών ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών, κι εφόσον οι δυο πρώτες λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα, έτσι και η διαμόρφωση του ψυχισμού υπόκειται στις εκάστοτε ιστορικές μεταβολές. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, στο οποίο ο ρόλος του ενήλικα στην ανάπτυξη του παιδιού θεωρείται καθοριστικός, ο Βιγκότσκι αναπτύσσει την έννοια της “ζώνης της πλησιέστερης ανάπτυξης”, δηλαδή για μια σειρά δραστηριοτήτων ή προβλημάτων τα οποία ένα παιδί δε μπορεί να φέρει σε πέρας μόνος του σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, παρά μόνο με τη βοήθεια ενός ενηλίκου ή ενός συνομηλίκου που ήδη έχει κατακτήσει τη διαδικασία επίλυσης. Η μάθηση λοιπόν δε θα πρέπει απλά να συμβαδίζει με την ανάπτυξη του παιδιού, αλλά να λειτουργεί καταλυτικά και να την προωθεί παραπέρα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ήδη.
Άλλη σημαντική έννοια που εισάγει ο Βιγκότσκι είναι εκείνο της “κοινωνικής κατάστασης ανάπτυξης του παιδιού”, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το παιδί αλληλεπιδρά με το κοινωνικό του περιβάλλον, στα πλαίσια συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στα πλαίσια αυτής της θεωρίας προσπαθούσε να αντικρούσει απόψεις που έβλεπαν τη συμπεριφορά του παιδιού ως αποτέλεσμα ευθείας επίδρασης του περιβάλλοντός του, φέρνοντας το παράδειγμα του αλκοολισμού. Ο Βιγκότσκι έθετε στο επίκεντρο τον τρόπο με τον οποίο το παιδί δε γίνεται απλά παθητικός δέκτης περιβαλλοντικών επιρροών, αλλά μέσω των αντιδράσεων ανταποκρίνεται σε αυτό ενεργά.
Έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, στα 38 του σαν σήμερα το 1934, έχοντας κολλήσει φυματίωση από τον μικρότερο αδερφό του, τον οποίο φρόντιζε. Άφησε πίσω του πάνω από 180 συγγράμματα, κάποια από τα οποία εκδόθηκαν δεκαετίες μετά το θανατό του.