Η “ληστρική ειρήνη” του Μπρεστ-Λιτόφσκ: Το βαρύ τίμημα για τη διάσωση της Επανάστασης
Η ηγεσία των μπολσεβίκων, παρά τις απώλειες που υπέστη, τελικά δικαιώθηκε στους κύριους στόχους της, δηλαδή την επικράτηση έναντι των εσωτερικών κι εξωτερικών αντιπάλων της επανάστασης.
Σαν σήμερα πριν 100 χρόνια υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ μεταξύ των Σοβιετικών (η ΕΣΣΔ ως γνωστόν θα δημιουργούνταν κάποια χρόνια μετά, το 1922) και των Κεντρικών Δυνάμεων, κατά βάση της Γερμανίας, θέτοντας τέρμα στη συμμετοχή της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επαχθείς όροι της συνθήκης είχαν σαν αποτέλεσμα να αποκληθεί στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ ως “Raubfrieden” δηλαδή “ληστρική ειρήνη”, σε εκείνη τη συγκυρία όμως υπήρξε ένας αναγκαστικός συμβιβασμός για τη διάσωση της επανάσταση στην υπόλοιπη επικράτεια της τέως τσαρικής αυτοκρατορίας.
Ήδη η συμμετοχή της Ρωσίας στην Αντάντ από την αρχή του πολέμου είχε εμπλέξει επί τρία χρόνια το λαό σε έναν αιματηρό πόλεμο χωρίς προοπτική, και σημαντική συνέπεια του αντιπολεμικού κλίματος ήταν οι ίδιες οι επαναστατικές διεργασίες το 1917, με αποκορύφωμα την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Τα ρωσικά στρατεύματα ευρισκόμενα σε επαναστατική διάθεση ήταν εν πολλοίς υπό διάλυση, ενώ είχαν σημειωθεί περιστατικά συναδέλφωσης με Γερμανούς στρατιώτες πριν την υπογραφή της συνθήκης. Παράλληλα η οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ήταν τραγική, ενώ οι αντεπαναστατικές δυνάμεις ήταν έτοιμες να εξαπολύσουν την αντεπίθεσή τους, με τη βοήθεια των ξένων συμμάχων τους. Ήταν λοιπόν επιτακτική ανάγκη η νέα σοβιετική εξουσία να περιορίσει τον αριθμό των ανοιχτών μετώπων, ώστε να επικεντρωθεί στην εδραίωσή της και τη μέγιστη αντιμετώπιση των ανερχόμενων κινδύνων. Ήδη με δική της πρωτοβουλία είχε συναφθεί εκεχειρία σε όλο το Ανατολικό Μέτωπο στις 15 Δεκέμβρη 1917. Στη συνέχεια ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Σοβιετικών και των εκπροσώπων των Κεντρικών Δυνάμεων στην πόλη Μπρεστ-Λιτόφσκ, που βρίσκονταν κοντά στη γραμμή του μετώπου στα σύνορα της υπό γερμανική διοίκηση περιοχής.
Στόχος των Γερμανικών δυνάμεων ήταν να κλείσουν το δεύτερο μέτωπο, ώστε να ξεκινήσουν την αντεπίθεση στα Δυτικά με το μέγιστο αριθμό διαθέσιμων δυνάμεων, ενώ στηρίζοντας αποσχιστικά αντισοβιετικά κινήματα στην Ουκρανία, ευελπιστούσαν να την κρατήσουν μακριά από την επιρροή των επαναστατικών δυνάμεων, στερώντας της ένα βασικό σιτοβολώνα, τα αγαθά της οποίας ήλπιζαν να προσποριστούν οι ίδιοι. Ένας εξίσου σημαντικός στόχος του Γερμανικού Στρατιωτικού Επιτελείου εξάλλου ήταν η δημιουργία ενός δικτύου κρατών από την Πολωνία ως τη Βαλτική, που θα βρισκόταν υπό έμμεσο, αλλά σαφή γερμανικό έλεγχο.
Οι μπολσεβίκοι από την πλευρά τους στόχευαν κατά βάση στη διάσωση της επανάστασης στο εσωτερικό. Ο Τρότσκι που πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις ευελπιστούσε πως παρατείνοντας τις διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν οι μπολσεβίκοι να κερδίσουν με το μέρος τους και να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη σε άλλες χώρες, ποντάροντας και στην αρχή της κατάργησης της μυστικής διπλωματίας και της πρότασης ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Παράλληλα στις τάξεις των επαναστατών προσδοκούσαν σε γρήγορη νίκη τη Αντάντ που θα εξάλειφε την αναγκαιότητα ρωσικών παραχωρήσεων στις Κεντρικές δυνάμεις. Η ταχεία προέλαση του γερμανικού στρατού ματαίωσε αυτές τις ελπίδες, ενώ οι απεργίες και αντιπολεμικές εκδηλώσεις σε Γερμανία και Αυστρία που σημειώθηκαν ιδίως στις αρχές του 1918, αν και σημαντικές, δεν έλαβαν τελικά επαναστατική κατεύθυνση.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν με διακοπές από τις 8 Νοέμβρη 1917 ως τις 3 Μάρτη 1918 και διακρίθηκαν σε δυο μεγάλες φάσεις. Κατά την πρώτη, ως τις 8 Γενάρη του 1917, επικεφαλής από γερμανικής πλευράς ήταν ο διπλωμάτης Ρίχαρντ φον Κίλμαν, ενώ στη δεύτερη ο στρατηγός Μαξ Χόφμαν, ενώ από σοβιετικής πλευράς επικεφαλής της πρώτης φάσης ήταν ο Άντολφ Αμπράμοβιτς Γιόφε, και στην επόμενη ο Λέων Τρότσκι. Συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση στην Ουκρανία έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα ενάντια στους μπολσεβίκους, καθότι ο Κόκκινος Στρατός, που επιχειρούσε κατά των εθνικιστών της χώρας, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία της αστικής “Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας”, η οποία απέστειλε αντιπροσωπεία στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, κλείνοντας στις 9 Φλεβάρη ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τις κεντρικές δυνάμεις. Εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία οι Γερμανοί στις 16 Φλεβάρη ανακοίνωσαν στο Ρώσο στρατηγό Σαμοϊλο πως θεωρούσαν λήξασα την εκεχειρία από την επομένη. Πράγματι η λεγόμενη “Επιχείρηση Γροθιά” εξαπολύθηκε στις 17 του μήνα χωρίς ο ρωσικός στρατός να είναι σε θέση να προβάλει αντίσταση. Ο Λένιν διακήρυσσε πως “Πρέπει να δράσουμε, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο!”, ενώ στις 20 του Φλεβάρη ανακοίνωνε στο σοβιέτ της Μόσχας “Δεν υπάρχει πια στρατός. Οι Γερμανοί επιτίθενται από τη Ρίγα σε όλο το μέτωπο”. Λίγες μέρες μετά η γερμανική στρατιωτική ηγεσία επανήλθε στο σοβιετικό αίτημα ειρήνευσης με σκληρότερους όρους, που περιλάμβαναν την εκκένωση της Φινλανδίας, της Λιβονίας, της Εσθονίας και της Ουκρανίας, όπως και την πλήρη αποστράτευση του ρωσικού στρατού. Προβλεπόταν προθεσμία απάντησης μόλις 48 ωρών με διάρκεια διαπραγματεύσεων τριών ημερών το μέγιστο.
O Λένιν πίεζε για άμεση αποδοχή των όρων ειρήνης, έχοντας να αντιμετωπίσει μεγάλη πολεμική τόσο στο εσωτερικό του κόμματός του, με τον Τρότσκι να τηρεί παρελκυστική στάση ενάντια στις εντολές του Λένιν για υπογραφή ειρήνης και τους “αριστερούς” κομμουνιστές υπό τους Μπουχάριν και Ράντεκ να τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής ενός
“επαναστατικού πολέμου” κατά του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, όσο και από αντίπαλες δυνάμεις, όπως οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, που προέβαλαν μεταξύ άλλων και εθνικιστικά συνθήματα. Ο ηγέτης της επανάστασης επέβαλε τελικά τη θέλησή του, εξαλείφοντας τον κίνδυνο παραπέρα υποχωρήσεων σε βάρος της σοβιετικής επικράτειας, απειλώντας με παραίτηση από όλα του τα αξιώματα. Έτσι, η συνθήκη υπογράφηκε στις 3 Μάρτη για να επικυρωθεί 12 μέρες αργότερα στο 4ο έκτακτο συνέδριο των Σοβιέτ στη Μόσχα.
Με τη συνθήκη οι Σοβιετικοί έχαναν την κυριαρχία της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Κουρλάνδης στη Λετονία. Το μέλλον των περιοχών θεωρητικά θα καθορίζονταν από το Γερμανικό Ράιχ στη βάση υποτίθεται της αυτοδιάθεσης των Εθνών. Η Εσθονία, η Λιβονία και σχεδόν όλη η Λευκορωσία δυτικά του ποταμού Δνείπερου θα παρέμενε υπό γερμανική στρατιωτική κατάληψη, ενώ η Ουκρανία και η Φινλανδία αναγνωρίζονταν ως ανεξάρτητα κράτη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπούσε αρμενικά εδάφη που είχε χάσει στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 καθώς και το Βατούμι της Γεωργίας. Οι Κεντρικές δυνάμεις δέχτηκαν να μη ζητήσουν πολεμικές αποζημιώσεις ή προσαρτήσεις. Οι απώλειες εδαφών αντιστοιχούσαν στο 1/4 της προπολεμικής ρωσικής επικράτειας, όπου ταυτόχρονα βρισκόταν το 1/3 της υφαντουργίας καθώς και τα 2/3 της παραγωγής σιδήρου και άνθρακα, ενώ πληθυσμιακά οι απώλειες ανέρχονταν στο 1/3 των κατοίκων προπολεμικά. Ακολούθησε και συμπληρωματική συνθήκη μεταξύ Σοβιετικών και Κεντρικών δυνάμεων στις 27 Αυγούστου 1918, με παραχώρηση της Εσθονίας, της Λιβονίας αλλά και της Γεωργίας, ενώ συμφωνήθηκε η πληρωμή αποζημίωσης έξι δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων για περιουσίες που είχαν απαλλοτριώσει στα εδάφη τους οι μπολσεβίκοι από την αρχή της επανάστασης. Ως αντάλλαγμα, ο γερμανικός στρατός δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει τη Λευκορωσία και να μη συμπράξει στρατιωτικά με τους εχθρούς της επανάστασης. Τα σχέδια εξάπλωσης προς ανατολάς και αντεπίθεσης προς δυσμάς για τους Γερμανούς έπεσαν στο κενό. Αφενός η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο αποδεικνυόταν οικονομικά όλο και πιο καθοριστική, αφετέρου 1 εκ. Γερμανοί στρατιώτες παρέμεναν δεσμευμένοι για τον έλεγχο των ανατολικών εδαφών, ενώ και η ροή πρώτων υλών και τροφίμων από τις νέες περιοχές αποδείχτηκε πολύ μικρότερη από το αναμενόμενο. Η ηγεσία των μπολσεβίκων, παρά τις απώλειες που υπέστη, τελικά δικαιώθηκε στους κύριους στόχους της, δηλαδή την επικράτηση έναντι των εσωτερικών κι εξωτερικών αντιπάλων της επανάστασης, ενώ κατόρθωσε από νωρίς, το 1919, να ξανακατακτήσει την Ουκρανία, και δυο χρόνια αργότερα τη Γεωργία (οι χώρες της Βαλτικής έγιναν σοβιετικές δημοκρατίες το 1940). Εξάλλου οι εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο κατέστησαν κενό γράμμα τη συνθήκη με την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Γερμανικού Ράιχ και Αντάντ στις 11 Νοέμβρη 1918, οδηγώντας τη σοβιετική κυβέρνηση σε ακύρωση της συνθήκης.
Για την ίδια τη σημασία της συνθήκης ο Λένιν τον Οκτώβρη του 1918 σημείωνε τα εξής: «Πρώτο, αν δεν υπογράφαμε την ειρήνη του Μπρεστ, θα είχαμε παραδώσει μεμιάς την εξουσία στη ρωσική αστική τάξη και έτσι θα είχαμε βλάψει πάρα πολύ τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεύτερο, με τίμημα τις εθνικές θυσίες διατηρήσαμε μια τέτοια διεθνή επαναστατική επιρροή που τώρα να μιμείται αμέσως η Βουλγαρία, κοχλάζουν η Αυστρία και η Γερμανία, εξασθένισαν και οι δύο μεγάλοι ιμπεριαλισμοί, ενώ εμείς δυναμώσαμε και αρχίσαμε να δημιουργούμε έναν πραγματικά προλεταριακό στρατό»