Η μάχη στις Καρούτες – Όταν το “παρδαλό στράτευμα” του ΕΛΑΣ τσάκισε επίλεκτο γερμανικό τάγμα

Μια σπουδαία νίκη του ΕΛΑΣ, από ένα “παρδαλό στράτευμα” εξαιτίας των αταίριαστων και διαφορετικών ρούχων που φορούσαν.

Σαν χθες έλαβε χώρα μια σπουδαία νίκη του ΕΛΑΣ, όταν αντάρτες στο χωριό Καρούτες της Άμφισσας, που είχε ήδη καεί το 1942, με τη βοήθεια Άγγλων και Αμερικανών σαμποτέρ διέλυσαν τάγμα 250 ναζί στρατιωτών, σκοτώνοντας 100 από αυτούς μαζί με το διοικητή τους και συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Από την πλευρά τους έχασαν 29 αντάρτες, ενώ υπήρξαν και τρεις απώλειες αμάχων από το χωριό.

Όλα είχαν ξεκινήσει την προηγουμένη, στις 4 Αυγούστου, όταν ο αντάρτης που φυλούσε σκοπιά στο Έλατο, το ψηλότερο πέρασμα της Γκιώνας ειδοποίησε τους συναγωνιστές του για τη φάλαγγα Γερμανών που ποερνούσε. Ένα τμήμα του Έκτου Λόχου από το Τάγμα του Κρόνου, που υπάγονταν στην 5η αντάρτικη ταξιαρχία με αρχηγό τον Κέρκη μέτρησε τους ναζί και επόπτευσε όσα κουβαλούσαν μαζί τους. Επρόκειτο για το τρίτο τάγμα του Συντάγματος 19 των “Ορεινών Κυνηγών” της Αστυνομίας, που είχε διακριθεί για τις επιδόσεις του κατά των ανταρτών. Υποδιοικητής του ήταν ο υπολοχαγός Όττο Βέμπερς κι αποσπασματάρχης ο λοχαγός Χάκερτ. Οι αντάρτες είχαν στο ενεργητικό τους μια προηγούμενη αποτυχημένη επιχείρηση ένα μήνα πριν, χωρίς να τους πτοήσει όμως. Σύντομα το νέο διαδόθηκε σε όλ την περιοχή. Οι Γερμανοί απάντησαν με ριπές πολυβόλων στα πρώτα σκόρπια χτυπήματα των ανταρτών, που μετά από αυτό εξαφανίστηκαν αμέσως.

 

Οι Γερμανοί θεωρώντας πως ο κίνδυνος πέρασε, συνέχισαν την πορεία τους, ενώ λίγες ώρες μετά υπήρξε πάλι ανταλλαγή πυρών εξ αποστάσεων, χωρίς οι ναζί να μπορούν να εντοπίσουν τον καλά κρυμμένο εχθρό, ο οποίος την ίδια ώρα οπισθοχωρούσε καταλαμβάνοντας θέσεις στις Καρούτες βάσει σχεδίου. Θεωρώντας πως οι “συμμορίτες” είχαν διασκορπιστεί ο Χάκερτ κατέφτασε στο χωριό το απόγευμα. Την ώρα εκείνη τα χωριά της περιοχής ενημερωμένα για την άφιξη των Γερμανών άδειαζαν τα σπίτια τους κι αποχαιρετούσαν τους αντάρτες.

Το τελικό σχέδιο να δοθεί η μάχη μέσα στο χωριό ανήκει στον επιτελάρχη Λογοθέτη, λοχαγό Γιώργη Σαμαρίδη από τη Σάμο. Με την έγκρισή του ζωγραφίστηκε λεπτομερώς σε τρία φύλλα χαρτί. Το στράτευμα ήταν “παρδαλό” καθώς φορούσαν διαφορετικά κι αταίριαστα μεταξύ τους ρούχα.

Τα ξημερώματα της 5ης Αυγούστου οι Γερμανοί καθησυχασμένοι αρχίζουν να κόβουν βόλτες στο χωριό.

Πρώτο θύμα ήταν ένα μουλάρι ο κατσούλης, που σκότωσαν οι Γερμανοί την ώρα που έπειν νερό για να το φάνε.

Οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει σοβαρά μέτρα προστασίας θεωρώντας πως δεν υφίσταται πια κίνδυνος. Την ίδια ώρα κατέφταναν οι σύνδεσμοι αξιωματικοί της Συμμαχικής Αποστολής, ο Αμερικανός Μπομπ Φορντ και ο Άγγλος ανθυπασπιστής Τζόε, μαζί με τον αεροπόρο υπαξιωματικό Τομ και τον Κύπριο λοχία Πέτρο σε ρόλο διερμηνέα.

Η μάχη ξεκίνησε γύρω στις τρεις το μεσημέρι κι η πρώτη ριπή σκότωσε ένα Γερμανό φρουρό που είχε φωνάξει συναγερμό όταν άκουσε τον ήχο από τις σφαίρες που έπεσαν στο έδαφος καθώς γλίστρησε ο νεαρός που τις κουβαλούσε. Λίγο αργότερα η μάχη θα γενικευτεί, με όλα τα όπλα των ανταρτών να μπαίνουν στη μάχη. Ο λοχαγός Χάκερτ πέφτει νεκρός πριν καν να προλάβει να δώσει οποιαδήποτε εντολή. Οι Γερμανοί προσπαθούν να οχυρωθούν στο σχολείο και τα σπίτια των κατοίκων.

Ο πρώτος νεκρός αντάρτης ήταν ο Κώστας Μπούρας ή Πρίαμος με δυο σφαίρες στο στήθος, ενώ λίγο μετά θα θυσιαστεί ο Παναγιώτης Κολοβός από τον Ορχομενό. Ο έκτος λόχος κατορθώνει τελικά με χειροβομβίδες να καταλάβει το σχολείο κι έπειτα η μάχη θα συνεχιστεί πολυαίμακτη σπίτι με σπίτι. Πάνω στην αναμπουμπούλα της μάχης σκοτώθηκε κατά λάθος από φίλια πειρά ο αντάρτης Ατρόμητος, καθώς τον πέρασαν για Γερμανό λόγω των ξανθών του μαλλιών.

Τελευταίο οχυρό των Γερμανών ήταν τα τσιμαρέικα, δυο ή τρία καμένα σπίτια όπου είχαν ταμπουρωθεί τριάντα Γερμανοί αποφασισμένοι για μάχη μέχρις εσχάτων. Σε εκείνη τη μάχη σκοτώνεται ο 18χρονος επονίτης Λάμπρος από τη Θήβα, το νεαρότερο θύμα της σύγκρουσης. Τελικά ο Γιάννης Τριανταφύλλου, ιδιοκτήτητης του σπιτιού, κατορθώνει να βγάλει τους Γερμανούς από εκεί.

Ο υπολοχαγός υποδιοικητής Όττο Βέμπερς ζητά να παραδοθεί στον εύελπι Σπύρο Νικολακόπουλο (Ολύμπιο) σηκώνοντας τα χέρια και κηρύσσοντας με σφυρίχτρα το τέλος της μάχης. Η ώρα είναι 7.30 το βράδυ και ο εχθρός έχει παραδοθεί. Οι αντάρτες είχαν πάρει το αίμα τους πίσω.

Όπως ανέφερε στο βιβλίο του “Η μάχη στις Καρούτες (5.8.1944). Ιστορημένη από τον Ηλία Παπανικολή”  ο Ηλίας Παπανικολής:

“Το χωριό καθάρισε αίματα και αποκαΐδια και ξαναχτίστηκε όπως – όπως, με τον καιρό, σκεπάζοντας τα χαλάσματα. Οι 140 σκοτωμένοι εχθροί που ξόφλησαν έτσι δα για λογαριασμό τους, κάηκαν μέσα στη ρεματιά που ‘ναι στα πόδια του χωριού και τα καψαλιασμένα σκέλεθρά τους παραχώθηκαν με τον καιρό, από τις κατεβασιές του βουνού. Οι αντάρτες που έπεσαν στη μάχη, είναι λίγο πιο πάνω θαμμένοι, μέσα στον κοινό τάφο τους, στο νεκροταφείο του χωριού. Μία άκρη στη νοτιοδυτική γωνιά του κοιμητηρίου. Αυτός είναι ο τάφος με τους σκοτωμένους πατριώτες. Ολότελα γυμνός κι ασημάδευτος ο τύμβος των γενναίων

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: