Μακάριος Γ’ – Επιτεύγματα και σκιές ενός πρωταγωνιστή της κυπριακής ανεξαρτησίας
Ορμώμενος από έντονα αντικομμουνιστικές κι εθνικιστικές καταβολές, κατόρθωσε, παρά την κριτική που μπορεί να του ασκηθεί για σειρά χειρισμών του, να κερδίσει το σεβασμό φίλων και αντιπάλων του σε κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού ζητήματος.
Ο Μακάριος Γ’, ο “Εθνάρχης” των Ελληνοκυπρίων, συγκαταλέγεται σε εκείνες τις μορφές του αντιαποικιοκρατικού αγώνα τον 20ου αιώνα, που λόγω της δράσης τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα έπαιξαν εκ των πραγμάτων έναν προοδευτικό ρόλο, παρά τις επιμέρους σκοτεινές πτυχές της δράσης και της σκέψης τους, που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ήταν ιδιαίτερα συντηρητική. Ορμώμενος από έντονα αντικομμουνιστικές κι εθνικιστικές καταβολές, κατόρθωσε, παρά την κριτική που μπορεί να του ασκηθεί για σειρά χειρισμών του, να κερδίσει το σεβασμό φίλων και αντιπάλων του σε κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού ζητήματος.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1913 ως Μιχαήλ Χριστόδουλος Μούσκος στο χωριό Παναγία στην επαρχία Πάφου της ορεινής Κύπρου, κι έχασε τη μητέρα του σε μικρή ηλικία, χωρίς να έχει ούτε φωτογραφία της. Ο πατέρας του ήταν βοσκός που δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα, ενώ κι ο ίδιος τον βοηθούσε με τα κοπάδια του. Μετά το δημοτικό έγινε δόκιμος στο μοναστήρι του Κύκκου όπου λειτουργούσε γυμνάσιο, αλλά αργότερα με υποτροφία της μονής γράφτηκε στην Δ’ Τάξη του Παγκύπριου Γυμνασίου Λευκωσίας, διαμένοντας στον Άγιο Προκόπιο, μετόχι της μονής Κύκκου. Εκεί τον ξυλοφόρτωνε συχνά ο ηγούμενος Χρυσόστομος, ενώ ο νεαρός Μιχαήλ εκτελούσε και χρέη καφετζή του μοναστηριού. Ως εξαιρετικός μαθητής ανέλαβε στα 19 του τη διεύθυνση της σχολής Κύκκου. Άργησε σχετικά να χειροτονηθεί λόγω διαμάχης της μονής με την Αρχιεπισκοπή Κύπρου, τελικά όμως έγινε διάκονος το 1938 με το όνομα Μακάριος Κυκκώτης. Σπούδασε θεολογία και νομικά στην Αθήνα, όπου πέρασε και την περίοδο της κατοχής, ενώ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με εθνικιστικούς κυπριακούς κύλους. Το 1946 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μετά αρχιμανδρίτης, ενώ το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς αναχώρισε στις ΗΠΑ με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησίων για θεολογικές σπουδές. Το 1948 και χωρίς αρχικά να το επιθυμεί, καθώς ήθελε να παραμείνει στην Αμερική, εκλέγεται επίσκοπος Κιτίου κι επιστρέφει στην Κύπρο, όπου αναλαμβάνει διευθυντής του 4μελούς γραφείου της Εθναρχίας, που είχε ως στόχο την ένωση Κύπρου- Ελλάδας. Ως επίσκοπος Κιτίου επισκέφτηκε και τη Μακρόνησο, όπου κατέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο επισκεπτών ως εξής: “Ενα ψυχικό λουτρό ήταν για μας η επίσκεψή μας εις την Μακρόνησον. Φεύγουμε μ’ ακλόνητη την πίστη πως η Ελλάδα μας ποτέ δεν πεθαίνει”
Μετά την ενθρόνισή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο στις 20.10.1950 ο Μακάριος προώθησε ενεργά τη διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος, πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση, που προσπαθούσε διαρκώς να ισορροπήσει μεταξύ της προσπάθειας να μη δυσαρεστήσει τη Μ.Βρετανία αλλά και να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη στο εσωτερικό, για προσφυγή στον ΟΗΕ. Το 1952 πραγματοποιείται με πρωτοβολία του ίδιου η Α’ Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση, που ενέκρινε ψήφισμα ένωσης με την Ελλάδα, με αποκλεισμό του ΑΚΕΛ και των προσκείμενων σε αυτό μαζικών οργανώσεων. Τον επόμενο χρόνο έστειλε αίτημα στο γ.γ του ΟΗΕ για να τεθεί το κυπριακό στη Γενική συνέλευση, ζητώντας από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Παπάγο να τον υποστηρίξει στο αίτημα. Μετά από δισταγμούς η ελληνική κυβέρνηση πράγματι κατέθεσε προσφυγή περί αυτοδιάθεσης των Κυπρίων στον οργανισμό τον Αύγουστο του 1954, η οποία τελικά απορρίφθηκε, με την Ελλάδα να το αποδέχεται και τα σοσιαλιστικά κράτη, που είχαν στηρίξει την ελληνική πρόταση, να απέχουν μετά από αυτή την αλλαγή στάσης.
Η αποτυχία της προσφυγής οδηγεί τον Μακάριο να δώσει την έγκρισή του για την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, υπό το γνωστό αντικομμουνιστή στρατηγό Γρίβα, με στόχο την Ένωση. Τα σχέδια της οργάνωσης βρίσκονταν για χρόνια στα σκαριά, με ενεργή συμμετοχή της ελληνοκυπριακής και τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης. Το τουρκοκυπριακό της αντίστοιχο ήταν η οργάνωση Βολκάν, και στη συνέχεια η ΤΜΤ του Ραούφ Ντενκτάς. Η βρετανική καταστολή στο νησί, υποδαυλίζοντας και τις εθνοτικές αντιθέσεις και απαγορεύοντας τη δράση προοδευτικών δυνάμεων και στις δυο κοινότητες, οξύνθηκε, το αντιαποικιοκρατικό κίνημα ωστόσο ήταν αδύνατο να ελεγχθεί με τη βία. Ο νέος Βρετανός κυβερνήτης Χάρντιγκ συναντήθηκε με το Μακάριο αρχικά το 1955 στη Λευκωσία, όπου ο αρχιεπίσκοπος για πρώτη φορά εγκαταλείπει το σύνθημα της ένωσης χάρην της αυτοδιάθεσης. Η τελική μορφή του “Σχεδίου Χάρντιγκ” που υποβλήθηκε ένα χρόνο αργότερα ωστόσο ουσιαστικά ισοδυναμούσε με συνέχιση της αποικιοκρατίας κι απορρίφθηκε από τον Μακάριο, που κατόπιν αυτού συνελήφθη κι εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, προκαλώντας τεράστιες λαϊκές αντιδράσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Υπό την πίεση αυτή ο Μακάριος απελευθερώθηκε το 1957 ενώ το 1958 απέρριψε το νέο βρετανικό “Σχέδιο Μακμίλαν” που ισοδυναμούσε με ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού, με την Τουρκία να αναγνωρίζεται ως “ενδιαφερόμενο” μέρος.
Υπέγραψε τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1959 και του 1960 αντίστοιχα παρότι δεν τις αποδεχόταν, φοβούμενος άμεση διχοτόμηση του νησιού σε διαφορετική περίπτωση. Οι συμφωνίες προέβλεπαν τυπικά Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, ουσιαστικά όμως υπό τριμερή βρετανική και ελληνοτουρκική συγκυριαρχία, μέσα από το καθεστώς των “εγγυητών”, ενώ και οι προβλέψεις για την κατανομή των κυβερνητικών εξουσιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού καθιστούσαν το σχέδιο μη βιώσιμο στην πράξη. Στις πρώτες εκλογές μετά την ανεξαρτησία, το Δεκέμβρη του 1959 ο Μακάριος εκλέχθηκε πρόεδρος με ποσοστό άνω του 66%, έναντι του αντιπάλου του Ιωάννη Κληρίδη (πατέρα του μετέπειτα προέδρου της Κύπρου Γλαύκου), που είχε στηριχθεί και από το ΑΚΕΛ. Αντιπρόεδρος εξελέγη χωρίς ανθυποψήφιο ο Τουρκοκύπριος (υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις συμφωνίες) Φαζίλ Κιουτσούκ, οι σχέσεις του οποίου με το Μακάριο υπονομεύονταν από αμοιβαία καχυποψία. Συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι το 1961, αποκτώντας ακόμα μεγαλύτερο διεθνές κύρος.
Οι υπαρκτές δυσλειτουργίες του νέου κυπριακού συντάγματος, αλλά και οι πιέσεις εθνικιστικών κύκλων της ελληνοκυπριακής πλευράς, όπως και το “κλείσιμο ματιού” των Βρετανών, που πόνταραν στην αποσταθεροποίηση για να λειτουργήσουν ως επιδιαιτητές, οδήγησαν τον Μακάριο στην απόφαση για αναθεώρηση 13 σημείων του συντάγματος, που ισοδυναμούσαν με σημαντικό περιορισμό της τουρκοκυπριακής εκπροσώπησης, δίνοντας έδαφος στους υποστηρικτές της διχοτόμησης κι εγκαταλείποντας ουσιαστικά την αυτοδιάθεση υπέρ της ένωσης, ως το 1968 όταν επίσημα επανήλθε στο προηγούμενο σύνθημα (οι πραγματικές διαθέσεις του Μακάριου στο ζήτημα παραμένουν ένα σημείο τριβής μεταξύ των μελετητών μέχρι και σήμερα). Στα τέλη του 1963 με αφορμή τον φόνο δύο Τουρκοκυπρίων σε ελληνοκυπριακό αστυνομικό μπλόκο στη Λευκωσία ξεσπούν οι γνωστές ενδοκοινοτικές ταραχές που συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά με πολλά θύματα κι από τις δύο πλευρές και τον κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου και τουρκικής εισβολής να είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Το ενδεχόμενο τότε αποτράπηκε μετά από αυστηρή προειδοποίηση της ΕΣΣΔ στην Άγκυρα, αλλά κι επειδή οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν σε εκείνη τη φάση ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τότε πραγματοποιήθηκε και η πρώτη πράξη διχοτόμησης του νησιού, με το διαχωρισμό της Λευκωσίας σε ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό τομέα μέσω της διαβόητης “πράσινης γραμμής”.
Η Χούντα των Αθηνών εξαρχής έβαλε στο στόχαστρό της το Μακάριο, διοχετεύοντας ανθρώπους τους στην παρακρατική οργάνωση Εθνικό Μέτωπο, όπου συνωστίζονταν ακροδεξιοί και φιλομακαριακοί, με τον ίδιο τον πρόεδρο να δίνει αρχικά την ευλογία του στην οργάνωση (σε σημείο που τότε φημολογούνταν πως ήταν αρχηγός της), η τρομοκρατική δράση της οποίας ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο, έχοντας αλώσει τόσο τις μυστικές υπηρεσίες όσο και την Αστυνομία της Μεγαλονήσου. Ο Μακάριος έγινε τρεις φορές στόχος δολοφονικής απόπειρας με εγκέφαλο τον παλιό του υπουργό εσωτερικών και άμυνας Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, η σοβαρότερη εκ των οποίων στις 8 Μάρτη του 1970. Εκείνη τη μέρα το περιοδικό Der Spiegel αποκάλυψε σχέδιο της ελληνικής χούντας για πραξικόπημα στο νησί, με την κωδική ονομασία “Ερμής”. Το έγγραφο αυτό περιήλθε στα χέρια του Μακάριου μετά τη μυστηριώδη δολοφονία του Γεωρκάτζη λίγες μέρες μετά, ο ίδιος ωστόσο θέλοντας σε εκείνη τη φάση να αποφύγει ανοιχτή ρήξη με τη χούντα προσποιήθηκε ότι ήταν πλαστό. Στις 27 Μάη της ίδιας χρονιάς ο πρόεδρος της Κύπρου ανήγγειλε την διάλυση του Εθνικού Μετώπου, ωστόσο η αντιμετώπισή των υπόδικων μελών της ήταν εξαιρετικά ελαστική, κάτι που πλήρωσε τελικά λίγα χρόνια αργότερα, καθώς το σύνολο της ηγεσίας του Μετώπου συμμετείχε μετά στην φιλοχουντική ΕΟΚΑ Β’, που μαζί με την Εθνική Φρουρά Κύπρου και την ΕΛΔΥΚ προχώρησαν στις 15 Ιουλίου 1974 στο χουντικής επίνευσης πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Ο ίδιος διέφυγε και από την Πάφο εκφώνησε το γνωστό του διάγγελμα στον κυπριακό λαό, αποδεικνύοντας ότι είναι ζωντανός και καλώντας τον να αντισταθεί στα σχέδια της χούντας. Στη συνέχεια έφθασε στη Νέα Υόρκη, όπου κατήγγειλε από βήματος ΟΗΕ τη χούντα για “εισβολή στην Κύπρο”. Λίγους μήνες μετά τον “Αττίλα ΙΙ” που κατέληξε στη συνεχιζόμενη ως σήμερα τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού, ο Μακάριος επέστρεψε με τιμές ήρωα στην Κύπρο. Τελευταία σημαντική πολιτική του πράξη ήταν η συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στις 12 Φλεβάρη 1977, όπου προβλεπόταν, με τρόπο μη νομικά δεσμευτικό για τα συμβαλλόμενα μέρη ως άξονας λύσης του κυπριακού η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Έφυγε από τη ζωή από έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 3 Αυγούστου 1977.