Μακρόνησος, Δεκέμβρης 1948 – Ένα επαίσχυντο σχέδιο των βασανιστών έχει απροσδόκητη κατάληξη. Μια μεγάλη νίκη των εξόριστων
Το άρρωστο μυαλό του διοικητή του κολαστηρίου της Μακρονήσου καταστρώνει ένα σατανικό σχέδιο για να καταρρακώσει το ηθικό των εξόριστων, που όμως θα έχει απροσδόκητη για τον ίδιο κατάληξη…
Τον Δεκέμβρη του 1948 το άρρωστο μυαλό του διοικητή του κολαστηρίου της Μακρονήσου καταστρώνει ένα σατανικό σχέδιο για να καταρρακώσει το ηθικό των εξόριστων. Αφού πρώτα παρέταξε τους εξόριστους κατά λόχους στο δρόμο έξω από το ΒΕΤΟ (Β’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), τους οπλίζει τα χέρια με πέτρες και ξύλα και τους διατάσσει να επιτεθούν σε πολυπληθή ομάδα εξόριστων που θα εισέρχονταν στο τάγμα, ανάμεσά τους κορυφαίοι στρατηγοί και αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, και άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Η απροσδόκητη (για τον αρχιβασανιστή) κατάληξη αυτής της αποτρόπαιας επιχείρησης, προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα…
Το περιστατικό περιγράφεται συγκλονιστικά από τον αγωνιστή Φίλιππο Γελαδόπουλο στο βιβλίο του «Μακρονήσι», και το παραθέτει η Ρένα Λευκαδίτου – Παπαντωνίου στο βιβλίο «Μακρόνησος, μια υπόμνηση…για ό,τι έγινε, για ό,τι γράφτηκε», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εντός».
«Σε λίγο θα περάσουν καμιά πεντακοσαριά Βούλγαροι. Τους φέρνουν από την Ικαρία και πάνε στον Αηγιώργη (σ.σ. το Δ’ τάγμα). «Είναι αυτοί που έκαναν τις συμφωνίες με τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους και πούλησαν την Ελλάδα». Θα τους γιουχαΐσουμε, θα τους λιθοβολήσουμε. Θα τους πάρουμε στο κυνήγι»….
«… Εμείς είχαμε παραταχθεί εδώθε από το δρόμο και περιμέναμε
σε λίγο ξεχωρίσαμε μια φάλαγγα που ερχόταν. Ολοένα και ζύγωνε κι η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδάει…
Η φάλαγγα λίγο ακόμα και θάτανε μπροστά μας. Οι αλφαμίτες ανάμεσά μας δίνανε πνιχτές διαταγές «πετροβολάτε, πετροβολάτε»….
«ένοιωσα ένα δάγκωμα στο ραχοσπόνδυλο Μα τα μάτια μου εκεί στη φάλαγγα. Κοιτάμε μα δεν πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε. Μπροστά τραβούσε ένας ιερέας, κρατώντας στο ζερβί του χέρι το καλυμμαύχι και στο άλλο ένα ραβδί. Πατούσε γερά και τα ολόασπρα μαλλιά του ανέμιζαν τρελά.
«….Ένα ρίγος άρχισε να με συνεπαίρνει. Οι αλφαμίτες με σπρώχνουν, κάτι γκάριζαν, μα δεν τους άκουγα. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει σε τρία παλικάρια με ξύλινα πόδια… στ’ αυτιά μου φτάνουν ψίθυροι … «οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης»… Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Να, τώρα ακολουθούν δύο λεβέντες με σταθερό βήμα και στητό κορμί, (οι αλφαμίτες βάνουν πέτρες στη φούχτα μου) μα τα μάτια μου μένουν καρφωμένα.
«Ο Σαράφης, ο Σαράφης κι ο Αυγερόπουλος» αυτοί οι ψίθυροι ακούγονται ένα γύρω. Ένας αλφαμίτης μου πασάρει μια σανίδα για να πάρουμε λέει, τους Βούλγαρους στο κυνήγι. Κοντά, κοντά στο Σαράφη και τον Αυγερόπουλο, όλοι οι τιμημένοι αξιωματικοί της αντίστασης, Μάντακας και Χατζημιχάλης, Νάσης και Πυριόχος, Παπασταματιάδης και Τρωγιάνος, Φλούτζης και Μακρίδης, Δεληβοριάς και Βαζαίος, Αραχωβίτης και Μοσχάτος, Μωραΐτης και Τσιτσιπής, Μπαρούτσος και Γλύπτης, Κοσμόπουλος και Μπουρατζής, Μαντούκος και Φουσκάκης…
Δεν ζω πια. Κάτι σπαρτάρισε μέσα μου. Ένα φως σαν αστραπή φώτισε τα σκοτάδια και μια φωνή (αχ πόσο συγκρατημένη) γλίστρησε στην ψυχή μου….
Της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
Της στρώνω βάγια και περνά.
Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρια μου. Για μια στιγμή έστρεψα το κεφάλι δώθε-κείθε τα παιδιά όλα έκλαιγαν ακόμη κι οι αλφαμίτες κι ο λοχαγός Σταθάκης…
Ακολουθούσε η μεγάλη φάλαγγα. Ξεχωρίζω το Γαβριηλίδη και το Λουντέμη, τον Ιμβριώτη και τον Ρίτσο τον Ηλιού και τον Φωτιάδη, τον Κατράκη, τον Καρούσο, το Λειβαδίτη και τον Παπαϊωάννου.
Μα τα κλάματα δε μ’ αφήνουν με λούζουν. Αχνά πια ξεχωρίζω όχι τα πρόσωπα μα τις σιλουέτες των παλικαριών που φορτωμένοι με τους μπόγους τους, τραβούν το δρόμο προς τον Γολγοθά.
Ούτε ένας από τους εννιά χιλιάδες φαντάρους δεν έβγαλε μια φωνή αποδοκιμασίας.
Οι αξιωματικοί κατέρρευσαν.».(…) «Μονάχα ο Τζανετάτος έμενε να δαγκώνει τα χείλια του και το μούτρο τον ήταν πιο κίτρινο απ’ το θάνατο.»