Μάργκαρετ Θάτσερ: Συντρίβοντας τη βρετανική εργατική τάξη
“Δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα”, διακήρυττε η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρώτη Βρετανίδα πρωθυπουργός το διάστημα 1979-1990, που στη διάρκεια της θητείας έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβάλει αυτή της την πίστη στο νόμο της ζούγκλας σε εκατομμύρια Βρετανών εργαζομένων, που της ανταπέδωσαν τη στοργή μετά το θάνατό της πριν πέντε χρόνια.
Για τους απανταχού συντηρητικούς και νεοφιλελεύθερους θαυμαστές της, η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε η “Σιδηρά Κυρία” που με την πυγμή της επέβαλε μια “τολμηρή” μεταρρυθμιστική πολιτική “χωρίς να υπολογίσει το πολιτικό κόστος”. Για τους εργαζόμενους από την άλλη, ιδιαίτερα για τη βρετανική εργατική τάξη, υπήρξε ο νεκροθάφτης των κοινωνικών κατακτήσεων της μεταπολεμικής περιόδου, αποτέλεσμα αγώνων αλλά και της ύπαρξης του αντίπαλου σοσιαλιστικού δέους, η πρωθυπουργός που αποσάθρωσε τη βρετανική παραγωγική βάση και τσάκισε αλύπητα το συνδικαλιστικό κίνημα. Δεν προκάλεσε ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη που οι εργάτες του Νησιού την αντιμετώπισαν στο θάνατό της πριν 5 χρόνια σαν σήμερα όπως ακριβώς τους είχε αντιμετωπίσει κι εκείνη όσο ζούσε: ως ορκισμένο εχθρό.
Γεννημένη στις 13 Οκτώβρη του 1925 στο Γκράνθαμ της Αγγλίας, η “κόρη του μπακάλη”, όπως την αποκαλούσαν όση ήθελαν να τονίσουν την “αξιοκρατία” που προωθεί ο καπιταλισμός καθώς και τις δικές της ικανότητες, ήρθε από νωρίς σε επαφή με κύκλους του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας, καθώς ο πατέρας της ήταν εκλεγμένος με τους Τόρηδες στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Δραστηριοποιήθηκε ως επικεφαλής της Ένωσης Συντηρητικών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από όπου αποφοίτησε ως χημικός το 1947, επάγγελμα που εξάσκησε τα επόμενα χρόνια. Το 1949 και το 1950 προσπάθησε να κερδίσει την έδρα του Ντάρτφορντ, περιοχή προπύργιο των Εργατικών, επίμονα, αλλά χωρίς επιτυχία. Το 1952 σπούδασε νομικά ενώ το 1953 απέκτησε δίδυμα με το σύζυγό της Ντένις Θάτσερ. Δεν παρέμεινε ωστόσο για πολύ μακριά από τον πολιτικό στίβο, και το 1959 εξελέγη βουλευτής του Φίντσλεϋ. Έκτοτε η άνοδός της στο Συντηρητικό κόμμα υπήρξε ταχεία, αναλαμβάνοντας αρχικά Υπουργός συντάξεων και κοινωνικών ασφαλίσεων το 1961 και μετά την άνοδο των Εργατικών στην εξουσία μέλος της σκιώδους κυβέρνησης των Τόρηδων. Όταν εκείνοι επέστρεψαν στην εξουσία το 1970 η Θάτσερ έγινε για πρώτη φορά γνωστή σε όλη τη Βρετανία ως υπουργός παιδείας, με το παρατσούκλι “Thatcher milk snatcher” (Θάτσερ, του γάλατος η αρπάχτρα, χοντρικά), εξαιτίας της κατάργησης της δωρεάν διανομής γάλατος σε όλους τους μαθητές της χώρας. Την ίδια την απασχολούσε λιγότερο η κριτική του τύπου, από το γεγονός πως το κόμμα της δεν ήταν αρκετά “τολμηρό” ώστε να εισακούσει όλες της τις ιδέες. Γι’ αυτό και το 1973 δήλωσε αντι-προφητικά στη βρετανική τηλεόραση πως δεν πίστευε πως θα έβλεπε γυναίκα πρωθυπουργό στη Βρετανία όσο ζούσε.
Σύντομα έμελλε να διαψευστεί, διότι η εκλογική ήττα των Συντηρητικών το 1974 την έκανε να φανεί “από μηχανής Θεός” στην κρίση του κόμματος, κατορθώνοντας να εκτοπίσει τον Έντουαρντ Χιθ από την ηγεσία του κόμματος το 1975. Σε ομιλίες της εκείνη την εποχή διατυπώνει ένα από τα αγαπημένα επιχειρήματα κάθε νεοφιλελεύθερου έκτοτε, την ταύτιση κρατισμού και σοσιαλισμού, και την απόδοση πάσης φύσεως δεινών στον τελευταίο: «Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι η κρίση του καπιταλισμού, αλλά η κρίση του σοσιαλισμού. Καμιά χώρα δεν είναι δυνατόν να ευημερήσει αν η οικονομική και κοινωνική ζωή κυριαρχείται από την εθνικοποίηση και τον κρατικό έλεγχο». Το 1979 αναδείχθηκε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, όταν το κόμμα της επωφελήθηκε από τα όρια της κεϋνσιανής διαχείρισης που είχαν διαφανεί πλήρως στην τελευταία θητεία των Εργατικών, με τη Βρετανία να βρίσκεται στα πρόθυρα χρεωκοπίας, κάτι που την είχε οδηγήσει τρία χρόνια νωρίτερα στην αγκαλιά του ΔΝΤ, την ανεργία στα ύψη και τα συνδικάτα επί ποδός πολέμου.
Η Θάτσερ, πέρα από τη σαφή στήριξη της άρχουσας τάξης, κατόρθωσε να συσπειρώσει μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα, αλλά και τμήματα εργατικής αριστοκρατίας, ιδίως στην Αγγλία, που θα αποτελούσαν έκτοτε την κοινωνική της βάση. Σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, η Θάτσερ αύξησε συνολικά τη φορολογία των Βρετανών, καθώς μείωσε τη φορολογία εισοδήματος των πλουσιότερων από 83% σε 60% (ενώ για την πλειοψηφία του πληθυσμού από 33% σε 30%), ενώ αύξησε την εξ ορισμού αντιλαϊκή έμμεση φορολογία, ανεβάζοντας το ΦΠΑ από 8% σε 15%, αυξάνοντας το φόρο στη βενζίνη καθώς και τις εισφορές των εργαζομένων για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS). Εκτός από τα σώματα ασφαλείας, το στρατό, κι εν μέρει τον τομέα της υγείας, εφήρμοσε περικοπές σε όλες τις δημόσιες δαπάνες, περιλαμβανομένων των επιχορηγήσεων στις κρατικές επιχειρήσεις, τις εργατικές κατοικίες, την τοπική αυτοδιοίκηση και την εκπαίδευση. Ο πληθωρισμός τον οποίο υποτίθεται πως θα καταπολεμούσαν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα συνέχισε να εκτοξεύεται, ενώ η ανεργία έφτασε στο 12%, καθώς η Βρετανία έμπαινε στη χειρότερη περίοδο ύφεσης μεταπολεμικά, κάτι που είχε αποτέλεσμα εξεγέρσεις σε μια σειρά βρετανικών πόλεων το 1981.
Την ίδια χρονιά τήρησε και άτεγκτη στάση στο ζήτημα της απεργίας πείνας των κρατουμένων για δράση στον IRA, με γνωστότερο ανάμεσά τους τον Μπόμπυ Σαντς, αφήνοντας εκείνον και άλλους εννιά συγκρατούμενούς του να λιμοκτονήσουν στη φυλακή, καθώς όπως δήλωνε ασυγκίνητη στις κάμερες “Ένα έγκλημα, είναι ένα έγκλημα” (το 1984 ο IRA πραγματοποίησε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας της σε ξενοδοχείο του Μπράιτον, με 5 θύματα, κυρίως συζύγους συντηρητικών στελεχών).
Ώθηση στη δημοφιλία της που βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση έδωσε ο πόλεμος των Φώκλαντ, δυο διαμφισβητούμενων μεταξύ Αργεντινής και Βρετανίας νησιών στο Νότιο Ατλαντικό, τα οποία κατέλαβε η Αργεντινή στις 2 Απρίλη 1982, προκαλώντας την ανταπάντηση της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας και ναυτικού που εξασφάλισαν τελικά τη νίκη των Βρετανών μετά από συγκρούσεις 10 εβδομάδων. Στο γεγονός αυτό οφείλεται κατά πολύ η επανεκλογή των συντηρητικών στις εκλογές του 1983, όπως και στην άνοδο μιας νέας τάξης μικροεπιχειρηματιών κι ελεύθερων επαγγελματιών στον τομέα των υπηρεσιών.
Η δεύτερη θητεία της Θάτσερ σημαδεύεται από την ιστορική απεργία των ανθρακωρύχων, που ξεκίνησε από την Εθνική Ένωση των Ανθρακωρύχων στις 10 Μάρτη 1984 μετά την απόφαση της κρατικής βρετανικής υπηρεσίας άνθρακα να κλείσει 20 ορυχεία στη χώρα και να περιορίσει την παραγωγή άνθρακα, οδηγώντας στο δρόμο 20.000 εργάτες. Αποφασισμένη να μην αφήσει “τη χώρα να διαλυθεί από μια χούφτα μαρξιστές”, και κάνοντας ευρεία χρήση της απεργοσπασίας και της αστυνομικής καταστολής (την οποία θεωρούσε μάλιστα υπερβολικά ανεκτική, φλερτάροντας με την ιδέα προσφυγής στο στρατό) κατήγαγε τελικά νίκη ενάντια στον ηρωικό αγώνα των ανθρακωρύχων. Ήταν ένα χύπημα από το οποίο το συνδικαλιστικό κίνημα, που είχε βάλει ήδη από το 1980 στο στόχαστρο με το Employment Act (νόμος που απαιτούσε το 80% των εργαζομένων για την κήρυξη απεργίας σε μια επιχείρηση, τι μας θυμίζει άραγε), αλλά και με σειρά περιοριστικών μέτρων στη συνέχεια, δεν κατόρθωσε ποτέ να συνέλθει.
Την ίδια εποχή επισπεύδει και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που περιλάμβανε από εργατικές κατοικίες, μέχρι τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τα λιμάνια, ακόμα και το Διαστημικό Πρόγραμμα της Βρετανίας. Ακόμα και στο NHS, το οποίο παρά την επιθυμία της δεν τόλμησε τελικά να αγγίξει, επέφερε αλλαγές στη διοίκηση, εισάγοντας ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, σε βάρος των ασθενών. Η προσωρινή ευημερία των αριθμών εξασφάλισε, με σημαντικές απώλειες και τρίτη θητεία για την κυβέρνησή της το 1987, ωστόσο το πολιτικό της άστρο είχε ήδη αρχίσει να δύει, με έρευνες του 1989 να καταγράφουν 67% δυσαρέσκεια στο πρόσωπό της. Παραιτήθηκε το 1990, καθώς η υποστήριξή της στην επιβολή τοπικού κεφαλικού φόρου (με επαπειλούμενη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων(!) σε περίπτωση χρεών), η νέα άνοδος της ανεργίας καθώς και η γενικότερη επιδείνωση των οικονομικών δεικτών προκάλεσαν την υπονόμευσή της από το ίδιο της το κόμμα. Αποσύρθηκε από την πολιτική και αφιερώθηκε στη συγγραφή απολογητικών βιβλίων για το έργο της, ενώ χρίστηκε βαρώνη του Κέστιβεν το 1992. H πολιτική της κληρονομιά ουσιαστικά δεν έπαψε ποτέ να είναι ζωντανή στη βρετανική κυβερνητική πολιτική, και δεν είναι τυχαίο που ο Πήτερ Μάντελσον, από τους πρωτεργάτες των “Νέων Εργατικών” του Τόνυ Μπλαίρ, δήλωνε το 2002 ότι “Είμαστε όλοι θατσερικοί τώρα”.
Αξίζει να σταθούμε σε δύο ακόμα σημεία της παρακαταθήκης της Θάτσερ. Το ένα είναι η συμβολή της στη διάλυση της ΕΣΣΔ, σε αγαστή συνεργασία με τον αγαπημένο της φίλο Ρόναλντ Ρήγκαν, τον οποίο αποχαιρέτισε συγκινημένη μέσω απευθείας σύνδεσης με την κηδεία του το 2004 ως τον άνθρωπο που “προσπάθησε να επουλώσει το πληγωμένο πνεύμα της Αμερικής, να αποκαταστήσει τη δύναμη του ελεύθερου κόσμου, να απελευθερώσει τους σκλάβους του κομμουνισμού”. Αλλά κυρίως χάρη στην αμέριστη βοήθεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον οποίο παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις στις σχέσεις τους, είχε αναγνωρίσει ήδη από το 1984, μήνες πριν αναρριχηθεί στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, σε επίσκεψή του στη Μ.Βρετανία ως “έξυπνο, γεμάτο σιγουριά” άνδρα, “με τον οποίο “μπορούσες να κάνεις δουλειά”.
Το άλλο είναι ο ευρύτατα διαδεδομένος μύθος για την τάξη που έβαλε η σιδηρά κυρία στο ποδόσφαιρο, αφού αφενός η βία απλώς άλλαξε κλίμακα και τόπους εκδήλωσης, αφετέρου ακόμα και αυτά τα επιφανειακά μέτρα, δεν ήταν δικής της έμπνευσης, αλλά του υπουργού δικαιοσύνης Λόρδου Ταίηλορ, με τον οποίο μάλιστα η ίδια ήρθε σε σύγκρουσή σχετικά με την έκθεσή του για την τραγωδία του Χίλσμπορο, θεωρώντας “ανεπίτρεπτες” τις αναφορές του στις ευθύνες της βρετανικής αστυνομίας. Αν περνούσε από το χέρι της Θάτσερ, η “εξυγίανση” που θα επιβαλλόταν θα ήταν μέσω της ουσιαστικής εξάλειψης του ποδοσφαίρου, ενός αθλήματος που μισούσε και θεωρούσε ευτελές και εγγενώς βίαιο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε συνεχή προβλήματα υγείας καθώς και απώλεια μνήμης. Η είδηση του θανάτου της, στις 8 Απρίλη 2013, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από εργάτες σε όλη τη Βρετανία, με δημόσιες πανηγυρικές τελετές να οργανώνονται σε σειρά πόλεων όλης της χώρας. Οι καθωσπρεπιστές ανά τον κόσμο σοκαρίστηκαν με αυτή την αναιδή αψήφηση του ο “νεκρός δεδικαίωται”, θεωρώντας προφανώς ότι το μίσος ενός κυβερνήτη προς το λαό είναι ευπρεπές, αλλά εκείνο του λαού προς τους δυναστές του, έστω και αντικειμενικά ανώδυνο μετά το θάνατό τους, κατακριτέο και βέβηλο. Στην Ελλάδα πρόσφατα ζήσαμε σε μικρογραφία παρόμοιες νουθεσίες μετωπολογικάριων, με αφορμή πολύ πιο περιορισμένες εκδηλώσεις χαράς, και κατά βάση θυμηδίας, ιδιαίτερα στα ΜΚΔ, μετά το θάνατο του επιτίμου της ΝΔ.