Μαρκήσιος ντε Σαντ – Απεγκλωβίζοντας το θηρίο
Στον πυρήνα της, η φιλοσοφία του μαρκησίου ήταν εκείνη ενός ακραίου, εικονοκλαστικού ατομικισμού, με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά.
Διεστραμμένος ψυχοπαθής ή ριζοσπαστικός λιμπερτίνος; Λίγα ονόματα προκαλούν στο άκουσμά τους τέτοιο κράμα σαγήνης και αποστροφής όσο εκείνο του μαρκήσιου ντε Σαντ, ο βίος και η πολιτεία του οποίο οδήγησαν τον Γερμανό ψυχίατρο Ρίχαρντ φον Κραφτ-Έμπινγκ το 1888 να δημιουργήσει τον όρο “σαδισμός” για την άντληση ηδονής από την πρόκληση σεξουαλικής βίας σε άλλους, όρος που βέβαια στη συνέχεια απέκτησε ευρύτερη σημασία.
Πολλοί σύγχρονοι υποστηρικτές του ντε Σαντ κάνουν λόγο για “ειρωνεία” στις περιγραφές των άγριων σεξουαλικών βασανιστηρίων, βιασμών, ως και δολοφονιών, αντρών, γυναικών, ακόμα και άνηβων κοριτσιών. Θεωρούν πως ο ίδιος είχε απλά στόχο να γίνει διάσημος, συνδυάζοντας στο έπακρο δυο βασικά στοιχεία εμπορικής επιτυχίας διαχρονικά, το σεξ και τη βία. Πέραν των τρωτών σημείων της συλλογιστικής αυτής καθαυτής, το βασικό της πρόβλημα είναι ότι ο μαρκήσιος δεν αρκούνταν στις περιγραφές νοσηρών φαντασιώσεων, αλλά με τον ένα ή άλλο τρόπο πραγματοποιούσε ένα μέρος τους και στην πραγματική του ζωή. Η σεξουαλική ασυδοσία, ενίοτε και χωρίς τη συναίνεση των συμμετεχόντων δεν ήταν φυσικά κάτι ασυνήθιστο μεταξύ της προεπαναστατικής γαλλικής αριστοκρατίας, κι η θέση του υπεράνω του νόμου τους εξασφάλιζε συνήθως πλήρη ατιμωρησία. Ακόμα και με αυτά μέτρα όμως, η συμπεριφορά του ντε Σαντ δεν έπαυε να ξεπερνά τα όρια του σκανδάλου και να εισέρχεται ξεκάθαρα σε εκείνα του καθαρού εγκλήματος, σε βαθμό που δε γινόταν να αγνοηθεί από τις κρατικές αρχές, έστω και πάντα κατόπιν εορτής.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1740 στο Παρίσι, από αριστοκρατική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης και η μητέρα του κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας της Κοντέ. Έλαβε καλή μόρφωση κατ’οίκον και στο φημισμένο λύκειο του Λουδοβίκου του Μεγάλου στο Παρίσι. Ακολούθησε για κάποια χρόνια στρατιωτική καριέρα και το 1763 εγκατέλειψε το στρατό και παντρεύτηκε κόρη ενός ισχυρού “ευγενούς της τηβέννου”, που είχε δηλαδή αναδειχθεί μέσω του διοικητικού μηχανισμού. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, ενώ η η σύζυγός του θα γινόταν συνένοχη σε ορισμένα από τα σεξουαλικά του εγκλήματα.
Έχοντας ήδη διακριθεί για το σκανδαλώδη βίο του πριν το γάμο, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Συνήθιζε να προσκαλεί πόρνες στο “μικρό του σπιτάκι” στο Αρκιουέιγ, υποβάλλοντάς τες σε σεξουαλικά βασανιστήρια διαφόρων ειδών. Φυλακίστηκε για λίγες βδομάδες, χωρίς αυτό να τον ανακόψει. Το 1768 ξέσπασε και το πρώτο ευρύτερα γνωστό σκάνδαλο γύρω από το πρόσωπό του, γη η υπόθεση Ροζ Κέλερ. Η κοπέλα ήταν ιερόδουλη που αφού δραπέτευσε από το κρησφύγετό του, διηγήθηκε σε όλο τον κόσμο τα βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλε ο μαρκήσιος δείχνοντας τις πληγές της. Φυλακίστηκε κοντά στη Λυών, ενώ το 1772, βαθιά βυθισμένος στα χρέη, πήγε στη Μασσαλία με τον εραστή κι υπηρέτη του Λατούρ για να βρει χρήματα, συνεχίζοντας παράλληλα να βασανίζει πόρνες, που τον κατήγγειλαν, προκαλώντας την “εκτέλεση” ενός ομοιώματός του και τη νέα του φυλάκιση. Δραπέτευσε και πάλι, συναντώντας τη σύζυγό του στο παλάτι της Λα Κοστ. Εκεί, το ζεύγος απήγαγε πέντε κορίτσια κι ένα νεαρό αγόρι της περιοχής , υποβάλλοντάς τα επί έξι βδομάδες σε ασύλληπτες διαστροφές, σκηνοθετημένες θεατρικά από τον ίδιο τον ντε Σαντ, υπό το βλέμμα της συζύγου του.
Τα θύματα κατήγγειλαν το μαρτύριό τους στον τοπικό δικαστή, κι ο μαρκήσιος διέφυγε στην Ιταλία μαζί με την αδελφή της γυναίκας του, κάτι που η τελευταία συγχώρεσε, όχι όμως και η πεθερά του, που έκανε το παν για να απαλλαγεί οριστικά από τον έκφυλο γαμπρό της. Το 1777 οι γαλλικές αρχές εισέβαλαν στο παλάτι του ντε Σαντ και τον οδήγησαν φιμωμένο και δεμένο στις φυλακές της Vincennes, ενώ το 1784 μεταφέρθηκε στη Βαστίλλη. Ο μαρκήσιος επρόκειτο να περάσει τα περισσότερα από τα επόμενα χρόνια της ζωής του στη φυλακή ή στο άσυλο, ξεκινώντας από τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και καταλήγοντας στην αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο αριστοκράτης ντε Σαντ είχε ακόμα και στη φυλακή προνομιακή μεταχείριση, έχοντας τη δική του βιβλιοθήκη και γραφείο, ενώ η σύζυγός του τον επισκεπτόταν τακτικά φέρνοντάς του διάφορα τρόφιμα, ρούχα κι άλλα αντικείμενα πολυτελείας, μέχρι που καβγάδιζαν για λόγους ζηλοτυπίας. Μέσα στη φυλακή επιδόθηκε στο γράψιμο των διαβόητων μέχρι σήμερα έργων του “Διάλογος μεταξύ ιερωμένου και ετοιμοθάνατου”, “120 μέρες στα Σόδομα” και “Οι ατυχίες της αρετής” (πρώιμη μορφή της μεταγενέστερης “Ζυστίν”). Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, λίγο πριν την κατάληψη της Βαστίλης, είχε καλέσει τους επαναστάτες να έρθουν να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Μεταφέρθηκε σε άσυλο φρενοβλαβών, όπου έμεινε ως τον Απρίλη του 1790.
Μετά την απελευθέρωσή του δοκίμασε την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας, ενώ ολοκλήρωσε μια σειρά μυθιστορημάτων, με γνωστότερη τη “Ζυστίν”. Εμφανίστηκε ως υποστηρικτής της επανάστασης, αν και κατηγορήθηκε λανθασμένα ως εμιγκρές, γλιτώνοντας οριακά την γκιλοτίνα, από την οποία είχε προλάβει να σώσει πάντως τα πεθερικά του, παρά την αμοιβαία τους έχθρα. Επί Ναπολέοντα, ο οποίος θεωρούσε “φρικτή” τη “Ζυστίν”, ο ίδιος συνελήφθη ξανά το 1801 και στάλθηκε ξανά στο Κλαρεντόν, όπου συνέχισε να προκαλεί σκάνδαλα, προκαλώντας παρέμβαση του Γάλλου ηγέτη για να περιοριστεί στο ελάχιστο η ελευθερία κινήσεών του. Ο ίδιος πάντως πέτυχε να ανεβάσει έργα του στο Κλαρεντόν, με ηθοποιούς τους τρόφιμους, θέμα που αποτέλεσε ενάμιση αιώνα αργότερα πηγή έμπνευσης για τον Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Πέτερ Βάις. Πέθανε στο άσυλο το 1806, ζητώντας “τα ίχνη του τάφου μου να εξαφανιστούν από προσώπου γης, καθώς με κολακεύει να πιστεύω πως η μνήμη μου θα διαγραφεί από το μυαλό των ανθρώπων”.
Αν και η προφητεία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, είναι αλήθεια ότι η πραγματική αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον ντε Σαντ αρχίζει τον 20ό αιώνα. Ο ποιητής Γκιγιώμ Απολιναίρ ήταν ο πρώτος που στις αρχές του περασμένου αιώνα έγραψε το πρώτο ανοιχτά υπερασπιστικό δοκίμιο για το μαρκήσιο, ενώ τη σκυτάλη πήραν τη δεκαετία του ’20 οι υπερρεαλιστές, όπως ο Μπρετόν και Νταλί, θεωρώντας τον κήρυκα σεξουαλικής και πολιτικής ελευθερίας. Η εξερεύνηση των πιο σκοτεινών πτυχών και παρορμήσεων της ανθρώπινης ψυχής ερμηνεύτηκε ως μια πρόδρομη εμφάνιση των θεωριών του Φρόιντ για τα ένστικτα και το ασυνείδητο. Ενδιαφέρον για το έργο του έδειξαν και μεταγενέστερα τμήματα της γαλλικής διαννόησης, περιλαμβανομένου του Ζαν Πωλ Σαρτρ, ενώ έργα του, που στη Γαλλία νομιμοποιήθηκαν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ενέπνευσαν έμμεσα κι ορισμένα συνθήματα του γαλλικού Μάη του ’68. Πολλοί κριτικοί της τέχνης θεωρούν πως εντοπίζουν επιρροές του και σε πολλά ρεύματα της μοντέρνας τέχνης, αρχής γενομένης από το Σεζάν, ενώ ξεκάθαρη είναι η σφραγίδα του στο διάσημο έργο του σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι “Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα”, όπου εξετάζεται με τρόπο σοκαριστικό όσο κι ενδελεχή η διασύνδεση της φασιστικής με τη σεξουαλική βία.
Η οικογένεια του μαρκησίου, που κάποτε είχε σβήσει από τα οικογενειακά κατάστιχα το “καταραμένο” μέλος της, σήμερα όχι απλά καμαρώνει για την κληρονομιά του, αλλά αξιοποιεί και εμπορικά το όνομά του, λανσάροντας φερώνυμη σειρά ειδών πολυτελείας. Η επιρροή του ντε Σαντ στην κουλτούρα του ύστερου καπιταλισμού, ακόμα κι όταν δεν είναι εξιδανικευτική, δε μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός. Στον πυρήνα της, η φιλοσοφία του μαρκησίου ήταν εκείνη ενός ακραίου, εικονοκλαστικού ατομικισμού, με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς όπως στη ζωή, έτσι και στα έργα του, θύματά του ήταν συχνά άτομα είτε του κοινωνικού περιθωρίου, όπως πόρνες και επαίτες, είτε χαμηλά στην ιεραρχία, όπως υπηρέτες και χωρικοί. Η αποθέωση των πιο άγριων ενστίκτων στο όνομα ενός δήθεν “αντικονφορμισμού” ταιριάζει γάντι στις εποχές που ο πολιτικός, αλλά ακόμα και ο σεξουαλικός ριζοσπαστισμός επιχειρείται να αποσπαστούν κατά το δυνατόν από την έννοια της συλλογικότητας, εγκλωβιζόμενοι στα πλαίσια μιας “προσωπικής επανάστασης”, απέναντι σε “όλους και όλα”.