Μάτα Κίτε Ράνγκι – Γιατί τα μάτια έπαψαν να κοιτούν τον ουρανό στο Νησί του Πάσχα;
H πτώση του πολιτισμού των Ράπα Νούι δεν ήταν αποτέλεσμα ύβρεως και ματαιοδοξίας των ντόπιων, αλλά μια μορφή εξόντωσης στα όρια της γενοκτονίας.
H Πασχαλιά εν πλω δεν ήταν ποτέ κάτι ασυνήθιστο για θαλασσοπόρους και ναυτικούς. Ωστόσο, για τα τρία πλοία του Ολλανδού εξερευνητή Jakob Rogeveen, εκείνη η Κυριακή του Πάσχα στις 5 Απριλίου 1622 θα ήταν διαφορετική, καθώς ο ίδιος και οι 223 άντρες του, κατάκοποι μετά από μέρες στον Ειρηνικό, έβλεπαν επιτέλους στεριά στον ορίζοντα. Ενθουσιασμένος, ο Rogeveen αρχικά πίστεψε ότι μπορεί και να έφτανε στο σκοπό του ταξιδιού, την ανακάλυψη της Terra Australis, της “Νότιας Γης”, μιας άγνωστης ηπείρου, που οι χαρτογράφοι ήδη από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια ήταν βέβαιοι πως υπήρχε, για να “αντισταθμίζει” τη μάζα γης στο βόρειο ημισφαίριο. Πλησιάζοντας, οι Ολλανδοί απογοητεύτηκαν αρχικά, καθώς γινόταν σαφές ότι πως η λωρίδα γης δεν ήταν παρά ένα μικρό νησί. Αναθάρρησαν ωστόσο, όταν είδαν φωτιές να βγαίνουν από τα χωριά, σημάδι ότι το νησί ήταν κατοικημένο. Πλησιάζοντας στην ακτή, είδαν τους ντόπιους να έρχονται με τα κανό τους, μοιάζοντας φιλικοί κι ενθουσιώδεις. Εκείνο όμως που τράβηξε περισσότερο την προσοχή τους ήταν τα μεγάλα πέτρινα αγάλματα, με ύψος ως και δέκα μέτρα, που είχαν στραμμένα τα νώτα τους στη θάλασσα. Πώς είχαν στηθεί αυτά τα γλυπτά σε ένα άγονο νησί, δίχως δέντρα για ξυλεία, δίχως μηχανήματα από κατοίκους που στα μάτια των Ευρωπαϊων έμοιαζαν πρωτόγονοι; Κι αν η κατασκευή τους είχε προέλθει από κάποιον άλλο, πιο αναπτυγμένο πολιτισμό, πού είχαν χαθεί τα ίχνη του; Οι Ολλανδοί έφυγαν σύντομα από το νησί, δίχως να πάρουν απάντηση, ενώ το μυστήριο των πέτρινων αγαλμάτων θα στοίχειωνε το δυτικό φαντασιακό για τους επόμενους αιώνες.
Το “Νησί του Πάσχα” είναι ένα από τα συνολικά 25.000 περίπου νησιά του Ειρηνικού, κι όπως τα περισσότερα εξ αυτών, προέκυψε από ηφαιστειακή δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του λεγόμενου “Πολυνησιακού τριγώνου”, ενώ και το ίδιο έχει τριγωνικό σχήμα. Το νεότερο από τα τρία ανενεργά ηφαίστεια που συνενώθηκαν σε μια ενιαία μάζα γης μετά από εκρήξεις εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν, λέγεται Τεπίτο Οτέ Χενούα, δηλαδή “Το κέντρο του κόσμου”. Η σημερινή πολυνησιακή ονομασία του νησιού και των ιθαγενών κατοίκων, “Ράπα Νούι” (Μεγάλο Ράπα), είναι αμφιλεγόμενης προέλευσης και πιθανόν να μην χρησιμοποιούνταν πριν το β’ μισό του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στις άλλες ονομασίες που ενδεχομένως να συνδέονται με το πώς αποκαλούσαν οι ιθαγενείς το νησί πριν την άφιξη των Ευρωπαίων, η γνωστότερη στα καθ’ ημάς είναι σίγουρα το “Μάτα Κίτε Ράνγκι”, που σε ελληνοψεκασμένους κύκλους απαντάται παραφθαρμένο ως “Μάτα Κίτε Ράνι” για να μοιάζει περισσότερο με το “μάτια που κοιτούν τον ουρανό”. Κατά μια εκπληκτική γλωσσολογική σύμπτωση, αυτή ακριβώς είναι η σημασία της φράσης στα ελληνικά, χωρίς φυσικά να έχει καμία σχέση με κάποιου είδους γενετικό σύνδεσμο μεταξύ ελληνικής και της γλώσσας των Ράπα Νούι, που ανήκει στην ευρεία ομάδα των αυστρονησιακών γλωσσών. Η ονομασία αυτή, που απαντάται στις προφορικές παραδόσεις των κατοίκων, σχετίζεται ίσως με τους κρατήρες των ηφαιστείων, που από ψηλά μοιάζουν με οφθαλμούς, ενώ κατά μια πιο “ρομαντική” εκδοχή, σχετίζονται με τα μάτια των μοάι, των αγαλμάτων δηλαδή που εξασφάλισαν την παγκόσμια φήμη του μικρού νησιού.
To νησί έχει 24 χλμ μήκος 12 χλμ πλάτος, απέχει 3200 χλμ από το κοντινότερο σημείο της ηπειρωτικής χώρας και 2000 χλμ. από το κοντινότερο νησί. Οι πρώτοι Πολυνήσιοι ήρθαν από τα δυτικά, φεύγοντας από την Ασία γύρω στο 3000 π.Χ με τις εκπληκτικές σχεδίες τους και κατόρθωσαν να εποικήσουν όλο τον Ειρηνικό, χρησιμοποιώντας μόνο τον έναστρο ουρανό για να κάνουν υπολογισμούς για τις θαλάσσιες διαδρομές τους, ενώ επίσης ακολουθούσαν τα θαλασσοπούλια και χωρίς γραφή μετέδιδαν τη γνώση τους με ποιήματα και τραγούδια, όλα αυτά κόντρα στον άνεμο που έπνεε δυτικά. Υπάρχουν πολλές απόψεις για το πότε έφτασαν στο οι πρώτοι έποικοι στο Ράπα Νούι, αλλά οι πιο σύγχρονες έρευνες μιλούν για το 1200 μΧ., ενώ η μυθική παράδοση κάνει λόγο για το βασιλιά Χότου Ματούα ως πρώτο οικιστή. Το σίγουρο είναι πως οι έποικοι έφεραν μαζί τους τρόφιμα συνήθη στην Πολυνησία, όπως μπανάνες, γλυκοπατάτες και ζαχαροκάλαμο, φυτά για ίνες υφασμάτων, καθώς και ζώα, και συγκεκριμένα κοτόπουλα και τον πολυνησιακό αρουραίο, ένα κοινό φαγητό των φτωχών ανθρώπων. Τα Νησιά του Πάσχα έγιναν έτσι ο τελευταίος σταθμός ενός ταξιδιού του ανθρώπου σε όλες τις ηπείρους, αρχής γενομένης από την Αφρική 60.000 χρόνια πριν.
Οι μαρτυρίες από τα χρονικά των Ευρωπαίων επισκεπτών, που συνήθως έμεναν για λίγο στο νησί, είναι συχνά αντιφατικές, επιφανειακές, με ελάχιστα σχόλια για την κοινωνία, τη γλώσσα και την κουλτούρα των ιθαγενών. Δεύτερη πηγή της ιστορίας των νησιών, ειδικότερα πριν την επαφή με τον έξω κόσμο, είναι η προφορική παράδοση των ιθαγενών, όπου όμως είναι δύσκολο να ξεχωρίσει η ιστορία από το μύθο, ενώ όλες οι ιστορίες και τα ποιήματα καταγράφηκαν μόλις το 1880, όταν ήδη ο πολιτισμός του νησιού είχε αλλάξει δραστικά, ο πληθυσμός είχε περιοριστεί δραματικά, ενώ δεν αποκλείεται οι Ευρωπαίοι που κατέγραψαν τις παραδόσεις να παρέφρασαν τις ιστορίες λόγω παρερμηνείας ή σκοπιμότητας.
Σε κάθε περίπτωση, κατά την παράδοση, οι πρώτοι έποικοι έφτασαν στην παραλία Ανακένα στα βόρεια του νησιού, που είναι φυσικό λιμάνι. Το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό, καθώς τροπικοί φοίνικες και άλλα 21 είδη δέντρων, δέσποζαν στο σήμερα άγονο νησί. Ο φοίνικας Paschalococos, που εξαφανίστηκε γύρω στο 1650, ήταν ίσως από τους μεγαλύτερους στον κόσμο, και κάλυπτε τότε όλο το νησί. Το χώμα ήταν πάντα φτωχό, αλλά το δάσος έδινε κάποια τρόφιμα και επίσης πουλιά για κυνήγι. Ανθρώπινοι σκελετοί που ανασκάφηκαν στην Ανακένα δείχνουν πως οι έποικοι κι οι απόγονοί τους έτρωγαν δελφίνια, φώκιες, χελώνες και ψάρια, τα οποία μαγείρευαν σε υπόγειους φούρνους. Εφαρμόζονtας την τακτική της καμένης γης, άρχισαν να επεκτείνονται σε όλο το νησί, φτάνοντας ως και τις 3000 κατοίκους στο απόγειο της ανάπτυξής τους. Παράλληλα όμως, όπως είναι λογικό, τα τροπικό δάσος άρχισε να συρρικνώνεται μέχρι εξαφάνισης, δίνοντας τη θέση του στο άδενδρο τοπίο που γνωρίζουμε σήμερα.
Το βασικό χαρακτηριστικό του νησιού φυσικά, που συνεχίζει από εκείνη τη μακρινή Κυριακή του Πάσχα το 17ο αιώνα να καθηλώνει το βλέμμα των ξένων επισκεπτών και εξωτερικών θεατών όπου γης, είναι φυσικά τα τεράστια πέτρινα αγάλματα, γνωστά ως μοάι ή “αρίνγκα όρα άτα τεπούνα”, δηλαδή τα ζωντανά πρόσωπα των θεοποιημένων προγόνων. Οι επιβλητικές αυτές μονολιθικές κατασκευές, στηρίζονται σε μονολιθικές πλατφόρμες (άχου) και σχεδόν όλα, αντίθετα από ό,τι θα ανέμενε κανείς, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τα μέσα και όχι προς τη θάλασσα. Το υλικό τους είναι σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις το μαλακό πέτρωμα τόφου, προερχόμενο από το λατομείο στον κρατήρα του ηφαιστείου Ράνου Ραράκου. Τα μάτια λαξεύονταν και βάφονταν τελευταία, απηχώντας παραδόσεις που απαντώνται ανεξάρτητα μεταξύ τους και σε άλλους πολιτισμούς του κόσμου. Η κατασκευή ενός μοάι ήταν ένα πραγματικό θαύμα υπομονής, επιδεξιότητας και συλλογικού πνεύματος, καθώς υπολογίζεται πως για κάθε γλυπτό χρειαζόταν τουλάχιστον 12 άνθρωποι να δουλεύουν επί ένα χρόνο, λαξεύοντας με λεπίδες από βασάλτη κατευθείαν την πέτρα, ως την απόσπαση του γλυπτού. Το πιο επικίνδυνο κομμάτι ήταν όταν άφηναν να κυλήσει το άγαλμα στην πλαγιά πριν συνεχιστεί η μεταφορά τους στη λίθινη βάση, όπως αποδεικνύουν τα πολλά – σχεδόν 400 – εγκαταλελειμμένα μοάι, τα οποία ως εικόνα θεωρούνται εξίσου αναγνωρίσιμα με όσα έφτασαν στην “κανονική” τους θέση.
Ακόμα μεγαλύτερα ερωτήματα γεννιούνται όμως για τα περίπου 500 αγάλματα, το μεγαλύτερο εκ των οποίων ύψους 10 μέτρων και βάρος 82 τόνων, που μεταφέρθηκαν τελικά στον τελικό τους προορισμό με επιτυχία, ακόμα και 20 χλμ μακριά από το αρχικό σημείο. Ο τρόπος μεταφοράς των αγαλμάτων τριβέλιζε το μυαλό περιηγητών και αρχαιολόγων για δεκαετίες. Στα αγωνιώδη ερωτήματα των ξένων επισκεπτών για το πώς οι πρόγονοί τους πέτυχαν τέτοιο κατόρθωμα, οι νησιώτες είχαν μία απάντηση, τα μοάι “είχαν περπατήσει” στον προορισμό τους. Αρχικά, η ιδέα των “αγαλμάτων που περπατούσαν” εκλήφθηκε ως δοξασία ή απόπειρα παραπλάνησης των αμύητων εξωτερικών παρατηρητών από τα μυστικά της φυλής. Μάλιστα, η κυρίαρχη αρχαιολογική και όχι μόνο άποψη, ήθελε τη μεταφορά των γλυπτών να γίνεται σε κορμούς δέντρων. Η μεταφορά αυτή, συνέχιζε το αφήγημα, το οποίο, εκκινώντας από Βικτωριανούς περιηγητές, κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλές ο διάσημος Αμερικανός ανθρωπολόγος Τζάρεντ Ντάιμοντ, οδήγησε στην αποψίλωση του πλούσιου δάσους, ιδιαίτερα δε των ενδημικών φοινίκων, κάτι που σήμανε με τη σειρά του οικολογική καταστροφή, με άμεσο επακόλουθο την κοινωνική κατάρρευση, το λιμό και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Η θεωρία αυτή ήταν και είναι ιδιαίτερα γοητευτική στα αυτιά του σύγχρονου δυτικού κοινού, αφού απηχεί τους φόβους του για τον περιβαλλοντικό αρμαγεδδώνα που μπορεί να φέρει η υπέρμετρη ανάπτυξη του βιομηχανικού πολιτισμού, ιδωμένου πάντα μέσα από ένα αταξικό και ανιστορικό πρίσμα. Το αφήγημα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας που οδήγησε στην κατάρρευση τους φορείς της αλαζονείας έχει ωστόσο κενά και πιθανότατα καταρρέει με κρότο, αντίστοιχο με εκείνον των πεσμένων μοάι στις πλαγιές του Ράνου Ραράκου.
Αφενός, μοιάζει ολοένα και πιθανότερο, ο θρύλος για τα αγάλματα που περπατούσαν να πατούσε στην πραγματική πρακτική, όπως τη μετέδωσαν από γενιά σε γενιά οι προφορικές αφηγήσεις. Κι αυτό γιατί αρχαιολόγοι, όπως οι Τέρι Χαντ και Καρλ Λίπο, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ήταν πεσμένα τα ελαττωματικά ή σπασμένα αγάλματα, όπως και το ότι αυτά είχαν ογκωδέστερο κορμό από τα “έτοιμα” αγάλματα στις πλατφόρμες, πρότειναν την ιδέα πως τα αγάλματα μεταφέρονταν κάθετα. Οι νησιώτες τα μετέφεραν δένοντάς τα από τις δύο πλευρές με σκοινιά, τα οποία τραβούσαν πέρα- δώθε, έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση πως “περπατούσαν”, όπως ακριβώς υποστήριζαν οι ιθαγενείς στις παραδόσεις τους. Μάλιστα, οι αρχαιολόγοι ανασύστησαν το πείραμα με ένα μοντέλο μοάι από τσιμέντο, χρησιμοποιώντας τρεις ομάδες ατόμων, επιβεβαιώνοντας ότι πράγματι μια τέτοια τεχνική μεταφοράς ήταν εφικτή. Υπολογίστηκε μάλιστα πως με τον τρόπο αυτό, τα μοάι θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε απόσταση ως και 1χλμ τη μέρα.
Αφετέρου, ακόμα κι αν χρησιμοποιούνταν κορμοί για τη μεταφορά των μοάι, σαφώς δε θα μπορούσαν να προέρχονται από τους φοίνικες του νησιού, που είχαν πολύ μαλακό εσωτερικό κάτω από τη σκληρή επιφάνεια. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί ότι πράγματι τα δάση του νησιού αποψιλώθηκαν, αυτό όμως οφειλόταν από τη μια στην ανάγκη για καλλιεργήσιμη γη και από την άλλη στην παρουσία του πολυνησιακού αρουραίου, που είχαν φέρει μαζί τους οι πρώτοι έποικοι του νησιού φεύγοντας από τις αρχικές πατρίδες τους. Ο πολυνησιακός αρουραίος ήταν μια όχι ακριβώς περιζήτητη, αλλά επαρκής πηγή πρωτεΐνης για τα μακρινά ταξίδια των Πολυνήσιων. Φτάνοντας στο νησί, άρχισαν να αναπαράγονται ανεξέλεγκτα, βρίσκοντας σε αφθονία το αγαπημένο τους φαγητό την καρύδα. Τρώγοντας καρύδες και σπόρους, οι αρουραίοι εμπόδιζαν την αναγέννηση των φοινίκων και οδήγησαν μέσα σε λίγους αιώνες στην εξαφάνισή τους.
Oι κάτοικοι ωστόσο δεν έμειναν άπραγοι, αλλά αντέδρασαν στην αποψίλωση καλλιεργώντας συστηματικά οι ίδιοι φοίνικες, δημιουργώντας κήπους και χρησιμοποιώντας σειρές από πέτρες για να συγκρατήσουν την εξάτμιση και διαρροή του νερού, ενισχύοντας έτσι τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους. Σύντομα το μισό νησί καλύφθηκε από πέτρες, μια πρακτική που απαντάται σε διάφορους πολιτισμούς που ζούσαν ή ζουν σε συνθήκες λειψυδρίας. Η απώλεια του δάσους λοιπόν, δε συνδέεται πειστικά με πολιτισμική κατάρρευση, εξάλλου οι σκελετοί της περιόδου, ακόμα και μετά την αποψίλωση του δάσους, δείχνουν ότι ο μέσος ιθαγενής ήταν λιγότερο υποσιτισμένος από το σύγχρονό του Ευρωπαίο. Επιπλέον, καταγραφή του Rogeveen το επιβεβαιώνει, αφού όταν έφτασαν οι Ολλανδοί στο νησί, οι ντόπιοι δεν τους ζήτησαν φαγητό, ενώ αντίθετα οι Ολλανδοί μετά από ατελείωτες εβδομάδες εν πλω, ζήτησαν μπανάνες και κοτόπουλα με αντάλλαγμα υφάσματα.
Η εικόνα αυτή των καλοζωισμένων νησιωτών άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Αν το 1770 τα δυο ισπανικά πλοία που κατέφτασαν στο νησί, το οποίο το ονόμασαν “Νησί του Σαν Κάρλος”, αφιερώνοντάς το στον Ισπανό βασιλιά, πρόλαβαν ακόμα όρθια τα Μοάι, δε συνέβη το ίδιο και με τον διάσημο εξερευνητή κάπταιν Τζέιμς Κουκ, που έφτασε μόλις λίγα χρόνια μετά, το 1774. Ο μεγάλος θαλασσοπόρος, φτάνοντας στο νησί του Πάσχα, αντίκρισε μια εικόνα ερήμωσης και παρακμής, μόλις 600-700 άτομα, που αντί για τη φιλική περιέργεια που είχαν επιδείξει – αρχικά τουλάχιστον – στους Ευρωπαίους επισκέπτες προηγουμένως, υποδέχτηκαν τους ξένους οπλισμένοι με ό,τι μέσο διέθεταν. Το πιο σημαντικό όμως ήταν πως πλέον, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, όλα τα Μοάι κείτονταν στο έδαφος, δίχως κανείς να νοιάζεται για την τύχη τους. Πώς είχε φτάσει σε αυτό το σημείο μια κοινωνία που μέχρι πρότινος αφιέρωνε τόση ενέργεια και πόρους για την δημιουργία και συντήρηση των αγαλμάτων;
Το κλειδί βρίσκεται ακριβώς στις συνέπειες της επαφής με τον έξω κόσμο. Μπορεί οι ντόπιοι να είχαν υποδεχτεί φιλικά τους άντρες του Rogeveen, οι Ολλανδοί ωστόσο, καχύποπτοι από προηγούμενες ιστορίες αγρίων και επικίνδυνων ιθαγενών, έφεραν όπλα, τα οποία μάλιστα, υπό ασαφείς συνθήκες χρησιμοποίησαν, αρχίζοντας να πυροβολούν κατά των κατοίκων. Η χειρότερη παρακαταθήκη που άφησαν πίσω τους ωστόσο δεν ήταν οι σφαίρες και η πυρίτιδα, αλλά οι ιοί και τα μικρόβια που κουβαλούσαν μαζί τους. Είναι αδύνατον να υπολογιστεί τι ποσοστό των κατοίκων του νησιού εξολοθρεύτηκε από τις ασθένειες για τις οποίες ήταν παντελώς απροετοίμαστος ο “παρθένος” οργανισμός τους, γνωρίζουμε όμως από τις αντίστοιχες εμπειρίες των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής, πως εξολοθρεύτηκε το 80%, σε κάποιες απομονωμένες περιοχές ως και το 90% των ντόπιων. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι η έκταση της καταστροφής δεν ήταν παρόμοια ή και μεγαλύτερη στο μικρό νησί του Πάσχα, με δεδομένο ότι σε κάθε επίσκεψη Ευρωπαίων μεταφερόταν ξανά παθογόνοι μικροοργανισμοί στους οποίους οι κάτοικοί είχαν μικρή ή καθόλου ανοσία. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι παράξενο οι Ράπα Νούι να πίστεψαν πως οι πρόγονοί τους, τους οποίους λάτρευαν υπό τη μορφή των μοάι, τους είχαν εγκαταλείψει οριστικά, οδηγώντας στην παραμέληση των αγαλμάτων από έναν πληθυσμό ούτως ή άλλως αριθμητικά ανεπαρκή για τη συντήρησή τους, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα το γκρέμισμά τους, συμβολικό και πραγματικό, από τα βάθρα που είχαν στήσει οι προηγούμενες γενιές των κατοίκων.
Οι δραματικές περιπέτειες των Ράπα Νούι δε θα τελείωναν εκεί. Όσοι είχαν μείνει όρθιοι από τις αρρώστιες, έπεσαν θύματα μιας άλλης μάστιγας, αυτής του δουλεμπορίου. Η πρώτη επιχείρηση αυτού του τύπου πραγματοποιήθηκε από Αμερικανούς κυνηγούς φώκιας το 1805, που περνώντας από το νησί απήγαγαν 22 κατοίκους, ενώ στις επόμενες δεκαετίες αυτού του τύπου οι επιδρομές συνεχίζονταν αυξανόμενη ένταση. Ιδιαίτερα τραυματικές ήταν οι εκστρατείες που οργανώθηκαν από Περουβιανούς δουλεμπόρους μετά το 1860, όταν ομάδες αποτελούμενες από ως και 1500 άτομα κυνηγούσαν κυριολεκτικά τους ντόπιους, ψάχνοντας μέχρι και στις σπηλιές όπου οι τελευταίοι προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο. Οι αιχμάλωτοι πωλούνταν ως σκλάβοι σε φυτείες και πλουσιόσπιτα στο Περού, ώσπου μετά από διεθνή κατακραυγή, αποφασίστηκε ο επαναπατρισμός των 100 περίπου Ράπα Νούι δούλων που είχαν μείνει ζωντανοί. Ελάχιστοι όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν από το ταξίδι εν πλω, μόλις 12 άτομα, τα οποία με τη σειρά τους, συνέβαλαν άθελά τους στην εξόντωση των συμπατριωτών τους, καθώς προκάλεσαν επιδημία ευλογιάς στο νησί του Πάσχα, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στον ήδη αποδεκατισμένο πληθυσμό του νησιού. Yπολογίζεται πως το 1866 είχαν απομείνει μόλις 111 Ράπα Νούι στο νησί, από τους οποίους κατάγεται το σύνολο των κατοίκων που δηλώνουν πως κατάγονται από τους ιθαγενείς.
Οι δουλεμπορικές επιδρομές δεν έφεραν μόνο στο όριο της φυσικής εξαφάνισης τον πληθυσμό του νησιού, αλλά έδωσαν κι ένα ανεπανόρθωτο χτύπημα στην πολιτισμική παράδοση των Ράπα Νούι. Κι αυτό γιατί ανάμεσα στους απαχθέντες, βρίσκονταν οι ιερείς τους, βασικοί φορείς των πλούσιων προφορικών παραδόσεων της φυλής, αλλά κυρίως οι μοναδικοί γνώστες του συστήματος γραφής ρόνγκο – ρόνγκο. Η ρόνγκο – ρόνγκο, που θεωρείται γραφή της γλώσσας ραπαούι, μια μορφή της οποίας ομιλείται και σήμερα από μερίδα των κατοίκων ιθαγενούς καταγωγής, αποτελούνταν από 120 σύμβολα και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Συνήθως θεωρείται πως οι κάτοικοι πήραν την ιδέα όταν ήρθαν σε επαφή με τα συστήματα γραφής των Ευρωπαίων, υπάρχει όμως και η άποψη πως η ρόνγκο – ρόνγκο προϋπήρχε, καθώς ένα από τα σύμβολα μοιάζει να απεικονίζει το χαρακτηριστικό κορμό του ενδημικού φοίνικα που είχε ήδη για δεκαετίες εξαφανιστεί πριν φτάσουν οι πρώτοι ξένοι στο νησί του Πάσχα. Αν ισχύει η δεύτερη εκδοχή, η ρόνγκο – ρόνγκο είναι μια από τις ελάχιστες καθαρά αυτόχθονες μορφές γραφής που αναπτύχθηκαν ποτέ στην ιστορία των ανθρώπινων πολιτισμών.
Oι αποδεκατισμένοι κι εξουθενωμένοι κάτοικοι δεν είχαν τη δύναμη να πετάξουν ούτε πέτρες στη βρετανική φρεγάτα που σταμάτησε το 1868, με μοναδικό σκοπό τη λεηλασία των μοάι και συγκεκριμένα ενός από τα πιο σπάνια γλυπτά, καθώς ήταν λαξευμένο σε βασάλτη κι όχι τόφου, και έφερε περίτεχνες λεπτομέρειες. Μέχρι σήμερα το λάφυρο αυτό βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, και τα επανειλημμένα αιτήματα επιστροφής εκ μέρους της κυβέρνησης της Χιλής, όπου υπάγεται διοικητικά το νησί από το 1888 έχουν πέσει στο κενό.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η πτώση του πολιτισμού των Ράπα Νούι δεν ήταν αποτέλεσμα ύβρεως και ματαιοδοξίας των ντόπιων, αλλά μια μορφή εξόντωσης στα όρια της γενοκτονίας, ένα είδος μικρογραφίας – τηρουμένων των αναλογιών – όσων είχαν συμβεί στους προκολομβιανούς πολιτισμούς της κεντρικής και νότιας Αμερικής αρχής γενομένης 130 χρόνια πριν από εκείνη τη μοιραία για τους κατοίκους Κυριακή του Πάσχα το 1622.
Mε πληροφορίες από το podcast “Fall of Civilizations”