Αν και δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία για την ετυμολογία του ονόματος της μακροβιότερης και πιο διαβόητης ρατσιστικής οργάνωσης των ΗΠΑ, η επικρατέστερη άποψη θέλει ως ρίζα της την ελληνική λέξη “κύκλος”, που εξάλλου είναι ετυμολογικά συγγενής του αγγλικού “circle”. Οι ηττημένοι του αμερικανικού εμφυλίου, της μακροχρόνιας πολεμικής διαμάχης μεταξύ των δυο βασικών τμημάτων της άρχουσας τάξης των τότε ΗΠΑ, που καθόρισε την πολιτικοκοινωνική διαμόρφωση της χώρας, ανοίγοντας το δρόμο για την εδραίωσή της ως πρώτης καπιταλιστικής δύναμης λίγες δεκαετίες αργότερα, δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα στα εδάφη τους.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο ιδρυτικός πυρήνας της οργάνωσης, που ιδρύθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1865 στο Πουλάσκι του Τενεσί, ήταν έξι αξιωματικοί του στρατού των Νοτίων, οι Calvin E. Jones, John B. Kennedy, Frank O. McCord, John C. Lester, Richard R. Reed και James R. Crowe. Αρχικά η οργάνωση απέφυγε να εκθέσει το πολιτικό της πρόγραμμα, περιοριζόμενη σε νυχτερινές επιδρομές κατά μαύρων πρώην σκλάβων, με τα μέλη της ΚΚΚ, η οποία κατά την πρώτη φάση της δε διέθετε διακριτά σύμβολα, ούτε τη μετέπειτα χαρακτηριστική λευκή ενδυμασία, να αποκρύβουν την ταυτότητά τους φορώντας πολύχρωμα κοστούμια και μάσκες. Σύντομα τα μέλη της οργάνωσης πολλαπλασιάστηκαν στον αμερικανικό νότο, καθώς με τις βίαιες μεθόδους της, η ΚΚΚ υποσχόταν το συνεχιζόμενο αποκλεισμό των πρώην σκλάβων από την κοινωνική και ιδίως πολιτική ζωή της χώρας, για το λόγο αυτό ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στον αποκλεισμό μαύρων ψηφοφόρων από τις εκλογές και τη στοχοποίηση όσων μελών της αφροαμερικανικής κοινότητας επιδίωκαν να δραστηριοποιηθούν πολιτικά. Κατά την πρώτη περίοδο της, η ΚΚΚ δεν είχε αντισημιτικό χαρακτήρα, προσελκύοντας Εβραιοαμερικανούς στους κόλπους της, όπως τον γιατρό και πρωτοπόρο της υδροθεραπείας στις ΗΠΑ Σιμόν Μπαρούχ.
Η εκρηκτική ανάπτυξη της ΚΚΚ έθεσε γρήγορα επί τάπητος το ζήτημα της οργανωτικής αναδιοργάνωσης και της δημιουργίας νέας ηγεσίας, κάτι που πραγματοποιήθηκε στο πρώτο ομοσπονδιακό συνέδριο της οργάνωσης στο Νάσβιλ του Τενεσί, όπου ψηφίστηκε καταστατικό και εξελέγη ο πρώην στρατηγός των Νοτίων Νέιθαν Μπέντφορντ Φόρεστ ως πρώτος “Μεγάλος μάγιστρος” της ΚΚΚ. Στην πραγματικότητα, οι διάφοροι πυρήνες της ΚΚΚ συνέχιζαν να δρουν με αρκετή αυτονομία, συγκεντρώνοντας συνολικά μισό εκατομμύριο μέλη και ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς συμπαθούντων σε όλο τον αμερικανικό νότο.
To 1924 η ΚΚΚ έφτασε να έχει 4,5 μέλη, ανάμεσά τους ακόμα και γερουσιαστές και βουλευτές του Κογκρέσου. Η οργάνωση δρούσε υπεράνω του νόμου, αποθρασυμένη από την υψηλή προστασία της οποίας απολάμβανε σε ευρύτατους κύκλους του αμερικανικού κράτους. Παράλληλα ωστόσο, η διαρκώς οξυνόμενη βία προκαλούσε και έντονες αντίρροπες τάσεις, καθώς ο κύκλος βίας και δολοφονιών δεν αφορούσε πλέον μόνο τους “παρίες” της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά ολοένα και συχνότερα “αξιοπρεπείς” πολίτες της μεσαίας τάξης. Σημείο καμπής ήταν το 1925 η απαγωγή, ο βιασμός και η δολοφονία της δασκάλας Μαντζ Ομπερχόλτσερ, που δραστηριοποιούνταν σε προγράμματα αλφαβητισμού ενηλίκων, από το υψηλόβαθμο στέλεχος της ΚΚΚ D.C Stephenson. Mετά την καταδίκη του δολοφόνου σε ισόβια, εκείνος αποκάλυψε λίστες με άτομα που είχαν δωροδοκηθεί από την ΚΚΚ, εξαναγκάζοντας σε παραίτηση πολυάριθμους πολιτικούς, ενώ ο αριθμός μελών έπεσε κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το 1930 η οργάνωση να απαριθμεί μόλις 30.000 μέλη. Το 1939 ο Έβανς εξαναγκάστηκε σε πώληση της οργάνωσης στους Τζέιμς Κόλσκοτ και Σάμιουελ Γκριν, οι οποίοι προσπάθησαν να συνδεθούν με τους ναζί στη Γερμανία, σχέδιο που ναυάγησε μετά την επίθεση των συμμάχων της Γερμανίας Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ και την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του Γ’ Ράιχ. Έτσι, για δεύτερη φορά στην ιστορία της η ΚΚΚ αυτοδιαλύθηκε το 1944.
Σαν λερναία Ύδρα ωστόσο, η ΚΚΚ κατόρθωσε να ξαναβγάλει κεφάλι τη δεκαετία του ’50, ως αντίδραση στο αναδυόμενο και ολοένα πιο δυναμικό κίνημα χειραφέτησης των μαύρων στις νότιες πολιτείες. Οι ομάδες που δημιουργήθηκαν είχαν χαλαρές ως ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ τους, πέρα από την υιοθέτηση κοινής ονομασίας, συμβόλων και τελετουργική. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η βία κατά μαύρων και αγωνιστών της χειραφέτησης των Αφροαμερικανών, με δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις σε όλες τις νότιες πολιτείες, και ιδιαίτερα στην Αλαμπάμα, όπου τα μέλη της ΚΚΚ είχαν στενές σχέσεις με τον τοπικό κυβερνήτη Τζωρτζ Ουόλας, όπως και με το αστυνομικό τμήμα της μεγαλύτερης πόλης της πολιτείας, το Μπέρμιγχαμ. Η στάση ανοχής έως και σύμπραξης των αστυνομικών με την ΚΚΚ ήταν μια θλιβερή πραγματικότητα και σε άλλες περιοχές του νότου. Πολλές ήταν και οι δολοφονικές επιθέσεις, ακόμα και εναντίον παιδιών, όπως στη φριχτή βομβιστική επίθεση κατά εκκλησίας Βαπτιστών στο Μπέρμιγχαμ το 1963, με θύμα τέσσερα κορίτσια της μαύρης κοινότητας 11-14 ετών.
Η εξιχνίαση και κυρίως η απονομή δικαιοσύνης γι’ αυτά τα εγκλήματα σκόνταφτε πάνω στη συνειδητή ολιγωρία τοπικών δικαστικών και αστυνομικών αρχών, ενώ ακόμα και υποθέσεις που έφταναν στο δικαστήριο συχνά κατέληγαν σε αθώωση των κατηγορουμένων μελών της ΚΚΚ, λόγω της εύνοιάς τους από τους σχεδόν χωρίς εξαίρεση λευκούς ενόρκους. Παράλληλα, το FBI, αν και ξεκίνησε να εισάγει πληροφοριοδότες του στους κόλπους των ομάδων της ΚΚΚ, έδειχνε μεγαλύτερη ανησυχία για την “κομμουνιστικό κίνδυνο”, που θεωρούσε πως προερχόταν και από τις οργανώσεις χειραφέτησης κατά των μαύρων, που κατακλύστηκαν από χαφιέδες.
Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας των Αφροαμερικανών και των συμμάχων τους δεν έμεινε χωρίς καρπούς στην κοινή γνώμη, δεδομένου και του αποτροπιασμού που προκαλούσε η τυφλή βία των ρατσιστών της ΚΚΚ. Η οργάνωση βρέθηκε με μόλις 1200 μέλη στα τέλη της δεκαετίας του ’60, προσπαθώντας μάταια έκτοτε να αναμορφώσει το προφίλ της ώστε να αποκτήσει ξανά σημαντικά ερείσματα στη λευκή εργατική και μεσαία τάξη. Αυτό δε σήμανε και τερματισμό των εγκληματικών της δραστηριοτήτων, με αποκορύφωμα τη σφαγή του Γκρίνσμπορο το 1979 στη Νότια Καρολίνα, όταν μέλη της ΚΚΚ και τους Αμερικανικού Ναζιστικού Κόμματος δολοφόνησαν πέντε κομμουνιστές διαδηλωτές, έγκλημα για το οποίο δεν τιμωρήθηκε κανείς από τους δράστες, αλλά και τα όργανα της τάξης που διευκόλυναν το μακελειό. Ιδιαίτερη αίσθηση στις ΗΠΑ προκάλεσε και η δολοφονία της Viola Liuzzo το 1965, μιας λευκής μητέρας πέντε παιδιών που συμμετείχε στο κίνημα χειραφέτησης των Αφροαμερικανών. Για να αποκρύψει το FBI την παρουσία πληροφοριοδότη του τη στιγμή της δολοφονίας, προσπάθησε να παρουσιάσει τη Liuzzo ως κομμουνίστρια, αδιάφορη μητέρα και χρήστρια ναρκωτικών.
Σήμερα η ΚΚΚ εξακολουθεί να αποτελείται από μια χαλαρή συσσωμάτωση περιφερειακών οργανώσεων με το ίδιο όνομα σε όλες τις ΗΠΑ, που προσπαθούν να αντλήσουν δύναμη συνδεόμενες με πιο πρόσφατης εσοδείας ακροδεξιές οργανώσεις λευκής φυλετικής υπεροχής και αξιοποιώντας την προπαγάνδα στο διαδίκτυο για τη στρατολόγηση νέων μελών. Τουλάχιστον αμφίσημες μπορούν να χαρακτηριστούν οι σχέσεις της ΚΚΚ με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χαίρει της ανοιχτής στήριξης πολλών μελών της, αλλά και του πρώην μεγάλου Μάγιστρου της οργάνωσης Ντέιβιντ Ντιουκ, με τον ίδιο στο παρελθόν να αποστασιοποιείται μάλλον χλιαρά από αυτή την υποστήριξη. Από τις πιο πρόσφατες παρουσίες της ΚΚΚ, ήταν εκείνη σε αντιδιαδηλώσεις κατά του κινήματος Black Lives Matter, συχνά παρέα με διάφορους νεοναζί και τις σβάστικές τους, υπό τη διακριτική παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων.