Με τη μικρή Παρασκευούλα στο Μεταγωγών…
Περάσανε σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια από τότε και ακόμα περπατάω νύχτες ολόκληρες σε κείνα τα μονοπάτια. Πότε φουντώνω και πότε με αναστατώνουν τα έντονα συναισθήματά μου για κείνους που σκοτώθηκαν δίπλα μου, για κείνους που βουβά κουβαλούσαν τον πόνο τους…
Αφήγηση ιστορίας Ελένης Μακρυνιώτη Τραγγανίδα
(Κείμενο της Άννας Κεφαλέλη)
Πολλά περάσαμε και πολλά είδαν τα μάτια μας. Η δική μου γενιά τα είδε όλα. Δύσκολα χρόνια. Ποια παιδικά χρόνια;… Ποτέ δεν ήμασταν παιδιά. Νωρίς γνωρίσαμε την πείνα, τη δουλειά, το μίσος, τα κυνηγητά, τη βαρβαρότητα, τον Εμφύλιο, το «Μεταγωγών» στην Ασφάλεια Αθηνών.
Εκεί, στο τμήμα «Μεταγωγών» με πήγανε όταν πιάστηκα αιχμάλωτη στα δέκα έξι μου χρόνια. Ήμουν μαχήτρια του ΔΣΕ σε τμήματα των ανταρτών. Δύσκολες εποχές. Περάσανε σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια από τότε και ακόμα περπατάω νύχτες ολόκληρες σε κείνα τα μονοπάτια. Πότε φουντώνω και πότε με αναστατώνουν τα έντονα συναισθήματά μου για κείνους που σκοτώθηκαν δίπλα μου, για κείνους που βουβά κουβαλούσαν τον πόνο τους…
Για την εποχή του 1940 μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο και μετά, έγραψα στα βιβλία μου «Μυρτιά του βουνού» και «Και τώρα πού να πάω»… Δεκαετίες περάσανε κι ακόμα πετάγομαι στον ύπνο μου. Πολλές φορές είπα πως πολλά ζήσαμε, πολλά γράφτηκαν αλλά τα περισσότερα έμειναν βουβά μέσα μας… Αυτό έγινε κι απόψε. Θυμήθηκα τη μικρή Παρασκευούλα που γνώρισα στο «Μεταγωγών»… Σ’ έναν μικρό χώρο όπου με πήγαν, είδα γυναίκες ταλαιπωρημένες, γυναίκες κουρασμένες από τα βάσανά τους, γυναίκες που κυνηγήθηκαν οι άντρες τους και τα αδέρφια τους από τους κυνηγούς των ψυχών, από τους χαφιέδες και συνεργάτες των κατακτητών.
Είδα όμως και ένα κοριτσάκι που κράταγε σφιχτά το φουστάνι τής μάνας του… Μου τράβηξε την προσοχή το κούρεμά του, τα μαλλάκια του που ήταν σηκωμένα σαν καρφιά πάνω στο κεφαλάκι της κι έμοιαζαν με βούρτσα. Η δε συμπεριφορά της μικρής έμοιαζε να είναι αλλόκοτη… Φαινόταν πως το παιδάκι, το κοριτσάκι, σαν να είχε κάτι. Πάντως δεν θα έλεγες ότι είναι και στα καλά του… Με λίγα λόγια σα να είχε ξεφύγει από τα όριά του. Με κοίταγε η μικρή με το βλέμμα τρομαγμένο και τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Δεν έπινε νερό, μα ούτε για τσίσα πήγαινε μόνη της. Η μικρή κόλλησε πάνω στη μάνα της και δεν έλεγε να την αφήσει.
Ο φόβος και ο τρόμος του παιδιού ήταν ζωγραφισμένα στα μάτια του. Με την συναγωνίστρια που πιαστήκαμε αιχμάλωτες, αρχίσαμε να τους μιλάμε και όλο πιο κοντά τους πηγαίναμε. Με την απορία στα μάτια της, η μάνα μάς ρώτησε:
-Ποιες είστε και τι θέλετε;
-Αντάρτισσα είμαι της είπα, και συνεχίζω να την κοιτάω περίεργα.
Κούνησε το κεφάλι της η μάνα, κάρφωσε και τα μάτια της πάνω μου και σε δευτερόλεπτα την πιάσανε τα κλάματα. Πετάχτηκε και ήρθε κοντά μου. Άρχισε να με αγκαλιάζει. Δεν άργησα να τη ρωτήσω:
-Τι έγινε και από πού είσαι. Έκανα την αρχή της γνωριμίας.
-Από τα Γρεβενά μου λέει.
-Το παιδί τι έχει;
-Να, είδε το «ΚΑΚΟ»… μπροστά του. Έζησε και είδε όλα τα οικογενειακά μας βάσανα. Δεν ξέρω τι κατάλαβε και πώς έγινε, αλλά από τότε άλλαξε όλη η συμπεριφορά του. Δεν ξέρω τι να πω, αλλά από τότε σαν να μην είναι το παιδί μου.
Από τότε όλο και πιο πολύ πλησίαζα τη μάνα και το παιδί. Η Παρασκευούλα, έτσι το έλεγαν, άρχισε να μας περιεργάζεται. Της μιλούσαμε όλες λίγο λίγο και το παιχνίδι μας δεν άργησε. Το τραγούδι «Περνάει περνάει η μέλισσα» άρχισε να αρέσει στην Παρασκευούλα. Παίζαμε και άλλα παιχνίδια, λέγαμε και άλλα τραγουδάκια και η μικρή μας συγκρατούμενη άρχισε να μαλακώνει και να παρακολουθεί τη ζωή μας εκεί μέσα. Το βλέμμα της άρχισε να ξεπαγώνει…
Όλη την ώρα η Παρασκευούλα με κοίταγε, με έκοβε από πάνω ως κάτω με κείνο το περίεργο βλέμμα της. Κάποια στιγμή ήρθε στην παρέα και η δεύτερη συγκρατούμενη που ανάφερα πριν. Το παιχνίδι με την μικρή μας Παρασκευούλα συνεχίστηκε. Τι κι αν μέσα μας λέγαμε «και τώρα τι θα γίνει… θα ζήσουμε;;;… θα μας εκτελέσουν όπως τόσους άλλους;;;»… Βλέπαμε δίπλα και τη μάνα με απερίγραπτη ταλαιπωρία στο σώμα της και στο πρόσωπό της. Ήταν εκεί, γύρω στα τριάντα της χρόνια και έδειχνε πολύ πιο μεγάλη. Τα μαύρα ρούχα του πένθους τη μεγάλωναν ακόμα πιο πολύ. Η ταλαιπωρία ήταν μεγάλη και φαινόταν.
Την είδα έτσι και πολλές φορές την πλησίασα. Μόνο Τι κάνεις; Γιατί είσαι έτσι; και Τι έπαθες;… τη ρώτησα και με μια κοφτή απάντηση τα είπε όλα: «Δε θέλω να πω τίποτα»… Πότε μας έλεγε λίγα, όπως στην αρχή της γνωριμίας μας και πότε κλείδωνε την καρδούλα της και τα κρατούσε μέσα της.
Αργότερα μας είπε πως την είχανε βιάσει και σκότωσαν τον άντρα της μπροστά της. Αυτός είχε κρυφτεί, τον βρήκαν οι κυνηγοί τον ανθρώπων, οι χαφιέδες και οι παρακρατικοί της εποχής και τον σκότωσαν μπροστά στη γυναίκα του αλλά και μπροστά στη κόρη τους Παρασκευούλα.
Έτσι εξηγείται, σκέφτηκα, ο τρόμος που βγαίνει στα μάτια του μικρού κοριτσιού.
Έτσι εξηγείται γιατί η μικρή Παρασκευούλα έχασε τη μιλιά της. Είδε τη σκηνή η μικρή και δεν ξαναμίλησε.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, η μάνα πήρε τη μικρή Παρασκευούλα κι έφυγε από το σπίτι. Χτύπησε την πόρτα του αδερφού της μάνας της όπου δεν την δέχτηκαν. Με μισάνοιχτη την πόρτα τής φώναζαν: «Φύγε, φύγε από εδώ. Θα μας καταστρέψεις». Με λίγα λόγια την έδιωξαν για να μην πάθουν και αυτοί το ίδιο «ΚΑΚΟ»…
Η φουκαριάρα πήρε την κόρη της από το χέρι κι έφυγε για το άγνωστο. Κάτω από ένα δέντρο έβγαλε τη νύχτα εκείνη. Την πήραν όμως χαμπάρι οι χαφιέδες, τη «μάζεψαν» όπως λέμε και ούτε ήξερε που την πήγαν. Σκοπός των χαφιέδων ήταν να αρπάξουν το παιδί, την Παρασκευούλα.
Ήταν η εποχή που η μάνα έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα. Οι φήμες της εποχής για τα παιδιά της Φρειδερίκης «έδιναν και έπαιρναν»… Κάτι τέτοιο πέρασε και από το μυαλό της μάνας. Περνούσαν τα δευτερόλεπτα και η μάνα αισθανόταν τους κινδύνους. Ήταν όμως αποφασισμένη να το παλέψει. Φώναζε με όση δύναμη της απέμεινε: «Όποιος πάρει το παιδί μου θα τον σκοτώσω». Τίποτα δεν τη σταματούσε. Οι λεπτομέρειες της περιπέτειας ήρθαν σιγά σιγά και μετά από πολλές συζητήσεις. Λίγα λίγα μας τα ’βγαζε η γυναίκα και όλο μεγάλωνε ο πόνος της. Η γυναίκα μάς συνήθισε και αργότερα άνοιξε την καρδιά της.
Ένα πρωί μας ξάφνιασαν φωνές απ’ το διάδρομο. Άνοιξε και το μικρό παραθυράκι της πόρτας. Από εκεί παρακολουθούσαν κάθε μας κίνηση οι δεσμοφύλακες.
Τώρα το παραθυράκι άνοιξε τα ξημερώματα. Περίεργη ώρα για μας τις κρατούμενες. Το ξημέρωμα το συνδέαμε με τις εκτελέσεις αγωνιστών γι’ αυτό και θορυβηθήκαμε. Να όμως που κάποιος φύλακας ρωτάει βιαστικά μέσα απ’ το παράθυρο:
-Είναι κανείς από τη Λοκρίδα εδώ;;;… Μήπως από την Παρνασσίδα;;;…
-Είμαστε εμείς οι δυο είπαμε με μια φωνή.
-Δύο νεαροί σας γυρεύουν…
-Εμάς μας γυρεύουν δύο νεαροί τέτοια ώρα και χαράματα;;;
Οι νεαροί που στέκονταν δίπλα στο φύλακα μας είπαν:
-Είμαστε ο Μέντης Μήτσος από τη Μενδινίτσα και ο Κακαράς Δημήτρης από το χωριό Ριτζέρι (σήμερα Καλλίδρομο).
Δυο Δημήτρηδες, δυο ξαδέρφια που τα πιάσανε οι αντίπαλοί μας, τα δικάσανε και τα φέρανε εδώ στο «Μεταγωγών» για να τα κρατήσουν λίγες ώρες και στην κατάλληλη ώρα να τα εκτελέσουν. Δυο ξαδέρφια που σε λίγο θα τα εκτελούσαν… Ποιος αντέχει την ώρα και τούτη τη στιγμή;… Βρήκαμε τη δύναμη και ουρλιάζαμε: «Αφήστε τα παιδιά, αφήστε μας να τ’ αγκαλιάσουμε»…
Δεν καταφέραμε τίποτα. Στο δωμάτιο ήμασταν στοιβαγμένες γυναίκες με διάφορες κατηγορίες και αιτίες. Άλλες ήταν όπως εγώ με την συναγωνίστρια για πολιτικούς λόγους, άλλες τις μάζεψαν στα «λουλουδάδικα», στο «μπουρδέλο» λέγαμε τότε, ποινικές κρατούμενες και άλλες όπως η Παρασκευούλα με τη μάνα της που ήταν οι συνέπειες του μίσους και του αγώνα μας. Ήταν η εποχή που κυνηγούσαν ολόκληρες οικογένειες γιατί κάποιος ήταν δημοκράτης ή κομμουνιστής.
Λίγες μέρες πριν είδα μια κοπέλα του δωματίου μας να μιλάει με έναν δεσμοφύλακα. Έβλεπα να γλυκοσαλιάζουν, να αγκαλιάζονται, πότε να ανοίγει και πότε να κλείνει η πόρτα μας. Κάνανε τις δικές τους χαρούλες. Οι δεσμοφύλακες κάνανε σκοπιά και ρίχνανε και τη ματιά τους… Κατάλαβα πως αυτή για άλλον λόγο είναι στο «Μεταγωγών». Να όμως που αυτή η γυναίκα άκουσε τις φωνές μας, άκουσε για εκτελέσεις και όρθωσε το ανάστημά της. Τα παιδιά που προορίζονταν για εκτέλεση ζητούσαν πατριώτες από την περιοχή τους. Θέλανε να ενημερώσουν τους δικούς τους πως σε λίγο φεύγουν για εκτέλεση. Τα ουρλιαχτά μας δυνάμωσαν. Οι φωνές μας τρυπούσαν ντουβάρια και οι φύλακες ουρλιάζανε. Μα πιο πολύ αυτή η κοπέλα που πήρε την υπόθεση στα χέρια της. Χίμηξε πάνω τους και οι δεσμοφύλακες της έλεγαν εξαντλημένοι:
-Σκάσε μωρή, θα μας περάσουν από Στρατοδικείο…
-Είστε εσείς μωρέ άξιοι να πάτε γελώντας στο θάνατο;;;
Ακούγαμε τις κραυγές και όλες κλαίγαμε και ουρλιάζαμε. Η μικρή Παρασκευούλα όμως κοιτούσε αμήχανα, άνοιξε τα χεράκια της, πηγαινοερχότανε και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν μόνο τριάμισι χρονών και ζούσε τα ουρλιαχτά των μεγάλων… τη ζωή των κρατουμένων, την αγωνία όλων μας. Κραυγές και κλάματα ανακατεμένα που δύσκολα καταλάβαινε η Παρασκευούλα. Τα ξημερώματα έφυγαν τα παιδιά για την εκτέλεσή τους κι εμάς μας κλείσανε το μικρό παραθυράκι της πόρτας για να μην δούμε ούτε τα τελευταία βήματά τους. Δεν ξέχασα ποτέ τούτες τις στιγμές. Πολλούς θανάτους είδα, μα αυτό το πράγμα μας ταρακούνησε περισσότερο.
Οι μέρες κυλούσαν κι εμείς περιμέναμε τη σειρά μας… Οι μέρες περνούσανε και η μικρή Παρασκευούλα άρχιζε να μας πλησιάζει πάλι. Κάθε μέρα όλο και πιο κοντά ερχότανε. Τώρα δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά μου. Ήταν ένα φοβισμένο παιδί. Μόνο με τη μάνα της πήγαινε για τουαλέτα. Έβλεπε τον δεσμοφύλακα κι έτρεχε πίσω να κρυφτεί. Έπιανε και τη φούστα μου σφιχτά και νόμιζε πως δεν τη βλέπουν.
Αλήθεια, ποιος μπορεί να φανταστεί την ψυχολογία αυτού του παιδιού; Φωνάζαμε Παρασκευούλα από εδώ, Παρασκευούλα από εκεί κι αυτή τίποτα. Εδώ στο «Μεταγωγών» ήμασταν στριμωγμένες πολλές γυναίκες. Άλλες γυναίκες φεύγανε και άλλες μάς φέρνανε. Σε λίγο ήρθε και η σειρά μου να φύγω. Πώς να κουνηθώ;… Η Παρασκευούλα γαντζωμένη στο λαιμό μου όλο και πιο σφιχτά με κρατούσε. Οι φύλακες βιαζόντουσαν και η Παρασκευούλα μ’ έσφιγγε ακόμα πιο πολύ. Ποιος να καταλάβαινε την ψυχή μας;
Ο φύλακας νευρίασε και με άγρια φωνή είπε:
-Πάρτο κυρία μου, πάρε και το παιδί σου από δω πέρα… να γλυτώσουμε και λίγο απ’ τη φασαρία…
Κείνη τη στιγμή πηδάει σαν ελατήριο επάνω η κοπέλα που λίγο πριν έκανε χαρούλες με τον δεσμοφύλακα… και φωνάζοντας του ’λεγε:
-Εμένα δεν με νοιάζει… Τη ζωή μου τη φτιάξατε εσείς… Παλιάνθρωποι…
Το τι βρισίδι τους έριξε δε λέγεται. Βαριές κουβέντες πέφτανε και σε αμηχανία βρεθήκαμε. Ποιος το περίμενε. Πριν λίγες μέρες τη βλέπαμε που σαλιάριζε με τον δεσμοφύλακα και τώρα η γυναίκα αυτή που είδε τα γεγονότα και άκουσε για εκτελέσεις, εξαγριώθηκε. Τώρα μας παίρνανε κι εμάς απ’ το δωμάτιο, είδε και το γάντζωμα της μικρής Παρασκευούλας πάνω μου και γύρισε το μάτι της. Τώρα δεν στέκομαι στις λεπτομέρειες γιατί φουντώνουν ακόμα τα συναισθήματά μου και η οργή μου για κείνα που ζήσαμε όλο και μεγαλώνει.
Ήρθε και η στιγμή που με πήρανε εμένα και την συναγωνίστρια και μας βάλανε στο δωμάτιο μελλοθανάτων όπως το λέγανε. Στο δωμάτιο με τις μωρομάνες πήγαν και την Παρασκευούλα με τη μάνα της. Μας έβλεπε καμιά φορά στο διάδρομο και έτρεχε στην αγκαλιά μας. Τώρα με πλησίαζε χαρούμενη, έφυγε κι εκείνο το παγωμένο βλέμμα της. Προσπαθούσε κάτι να μου πει. Μόνο «Εγώ… Εγώ»… έβγαινε από μέσα της κι εγώ κοίταγα απορημένη τη μάνα της. Ήμουν έτοιμη να τη ρωτήσω αν μιλάει τώρα η Παρασκευούλα. Αυτό κατάλαβε και η μάνα της και ανταποκρίθηκε: «Μιλάει, τώρα μιλάει»… Τώρα η μάνα δεν φορούσε τα πένθιμα ρούχα. Βρήκε όμως εκεί το περιβάλλον της. Γνώρισε η Παρασκευούλα και άλλα παιδιά. Άρχισε να παίζει μαζί τους. Άκουγε και παραμυθάκια από τις μάνες και περνούσαν οι πληγές της. Δεν ξέρω πόσο έμειναν στο «Μεταγωγών». Τελευταία φορά η Παρασκευούλα έτρεξε να μου πει:
-Εγώ… δεν κλαίω… μπαμπά μου έφυγε…
-Θα γυρίσει μωρό μου της λέω.
-Όχι, δεν θα γυρίσει.
Μένω για λίγο άφωνη και αμήχανη ταυτόχρονα. Κοίταξα ταραγμένη τους γύρω μου και με μάτια βουρκωμένα είπα: «Πάρτε την Παρασκευούλα, δεν αντέχω άλλο».
Εμένα από το «Μεταγωγών» με στείλανε στις φυλακές Αβέρωφ. Σ’ ένα επισκεπτήριο ήρθε ο αδερφός μου να με δει. Βρήκα την ευκαιρία και του ζήτησα να πάει τα κακά μαντάτα στις οικογένειες των εκτελεσμένων παιδιών. Βούρκωσε ο αδερφός μου και «όλο δύσκολα μού ζητάς»… ψέλλιζε.
Και τι να κάνουμε αδερφέ;;; Κάποιος πρέπει να πάει και να πει το κακό χαμπέρι στους δικούς τους. Ζορίστηκε πολύ ο καημένος και όλο με ρωτούσε:
-Γιατί αδερφούλα μου με βάζεις σε τέτοια δοκιμασία;
-Και τι να κάνει η μάνα;;;… Να κάτσει και να περιμένει κάνα γράμμα από το σκοτωμένο παιδί της;;;…
Αποφυλακίστηκα από τις Φυλακές Αβέρωφ και έπιασα τη ζωή απ’ την αρχή. Στους πέντε δρόμους βρέθηκα και στους αμέτρητους ανέμους.
Έπρεπε να ζήσω. Έπρεπε να δουλέψω. Παιδί του χωριού ήμουν και στις γειτονιές της Αθήνας περιπλανιόμουν. Ποιος να με δέχονταν στη δουλειά χωρίς Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων;
Ήταν η εποχή που ήμασταν καταδικασμένοι εμείς οι δημοκράτες σε αργό θάνατο. Παντού μας παρακολουθούσαν και παντού μας κυνηγούσαν. Η Ασφάλεια εύκολα μάς έβρισκε και η γνωστή διαταγή «Διώξτε την» μάς ακολουθούσε παντού.
Η αναζήτηση της δουλειάς με πήγε μέχρι τα περιβόλια του Αη Γιάννη του Ρέντη. Εκεί ήταν ένας μεγάλος μπαχτσές όπου δούλευαν οι κυνηγημένοι… Όπως έμαθα, μόνο εκεί μπορούσα να μάθω καμιά τέχνη ή να βρω ακόμα και δουλειά.
Όταν έφτασα στα περιβόλια αυτά με περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Έβλεπα πολλές μαυροφορεμένες γυναίκες και τρόμαξα με το παραπάνω. Όπως έμαθα, ήταν μανάδες σκοτωμένων παιδιών στο αντάρτικο, ήταν γυναίκες που χάσανε τους άντρες τους στις μάχες του ΔΣΕ. Εκεί αντάμωσα και τη μάνα του Μήτσου του Γλυκού που σκοτώθηκε δίπλα μου, από τον Καλλίδρομο, τη Βαγγελιώ τη Λορίδα και πολλές άλλες γυναίκες.
Δεν γνώριζα ότι εκεί θα έβρισκα και τη μάνα της μικρής Παρασκευούλας από το «Μεταγωγών». Αγκαλιστήκαμε και κλάψαμε μαζί. Θυμηθήκαμε πολλά από το ΧΘΕΣ.
Όλες οι γυναίκες είχαν τη δική τους Ιστορία και όλες κουβαλούσαν το δικό τους πόνο.
Θέρμη 3/1/2022