Μελετώντας τα συμπεράσματα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Με αφορμή τα 75 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (9 Μάη 1945), που σημαδεύτηκε από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, με την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ, εντείνονται τα αφιερώματα, η αρθρογραφία από πολλές πλευρές σε σχέση με τις αιτίες αλλά και τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Με αφορμή τα 75 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (9 Μάη 1945), που σημαδεύτηκε από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, με την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ, εντείνονται τα αφιερώματα, η αρθρογραφία από πολλές πλευρές σε σχέση με τις αιτίες αλλά και τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μελέτη των ιστορικών συμπερασμάτων είναι πολύ χρήσιμη, ιδιαίτερα για κάθε κομμουνιστή και κομμουνίστρια, με δεδομένο ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αλλά αποτελεί «συνέχιση της πολιτικής με άλλα βίαια μέσα», συνεπώς η αναζήτηση των αιτιών του πολέμου πρέπει να γίνει μέσα στις αντιθέσεις και αντιφάσεις του καπιταλισμού, των αστικών κρατών, των διακρατικών σχέσεων. Το ζητούμενο για κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι η διαμόρφωση ενός νέου συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε την ιδιαιτερότητα ότι σε αυτόν πήρε μέρος η ΕΣΣΔ, ένα κράτος εργατικό, που οικοδομούσε τον σοσιαλισμό. Ηταν άλλωστε στις «αιτίες» του πολέμου ο στόχος διάλυσης της ΕΣΣΔ, στόχο που μοιράζονταν από κοινού και τα δύο αντιτιθέμενα αστικά στρατόπεδα που πήραν μέρος στον πόλεμο. Το γεγονός αυτό έφερε πιο σύνθετα και δύσκολα καθήκοντα τόσο στο ΚΚ της ΕΣΣΔ, το κόμμα του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο, όσο και στα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών. Το ΚΚΕ εδώ και πολλά χρόνια, μελετώντας την Ιστορία του, ως αναπόσπαστο τμήμα της Ιστορίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα – με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον – ιδιαίτερα από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολύ περισσότερο που το τέλος του Β’ ΠΠ συνοδεύτηκε από την όξυνση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και την ένοπλη αναμέτρηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος με το αστικό κράτος τόσο τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά κυρίως τον τρίχρονο αγώνα του ΔΣΕ. Η μελέτη αντικειμενικά εστιάζει σε ζητήματα στρατηγικής του ΔΚΚ και του ΚΚΕ, που επέδρασαν καθοριστικά στις πολιτικές αποφάσεις, σε λάθος επιλογές και καθυστερήσεις.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, στην ΚΟΜΕΠ τεύχος 3 (Μάης – Ιούνης 2020) δημοσιεύτηκε κείμενο του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο: «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό – Με αφορμή τα 75 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από το κείμενο του ΠΓ που αφορά τη συνόψιση συμπερασμάτων και εκτιμήσεων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:

1.Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και αυτό αφορά όλα τα καπιταλιστικά κράτη που ενεπλάκησαν σε αυτόν, ανεξάρτητα αν κάποια βαρύνονται για την έναρξή του, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Βουλγαρία, και κάποια άλλα για τη διαμόρφωση των συνθηκών που τον επέβαλαν, όπως το Ην. Βασίλειο, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, για τη μη αντίδραση στις πολεμικές επιθέσεις των πρώτων.

Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή ο πόλεμος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών για το μοίρασμα των αγορών, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η φασιστική συμμαχία, ο Αξονας, επιτέθηκε και ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, το πρώτο και μόνο τότε εργατικό κράτος.

Και γι’ αυτήν την εξέλιξη ευθύνονται και τα άλλα καπιταλιστικά κράτη, όπως το Ην. Βασίλειο, η Γαλλία, που δεν επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ενωση, αλλά δεν απέτρεψαν την προετοιμασία της Γερμανίας ενάντια στην ΕΣΣΔ. Το αντίθετο, τροφοδότησαν και προσδοκούσαν μια τέτοια επίθεση, για να πετύχουν την ανατροπή του εργατικού κράτους. Αυτές οι επιδιώξεις δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο κάθε πόλεμος έχει τη δική του δυναμική, επομένως φέρνει διατάξεις και αναδιατάξεις συμμαχιών και μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, ακόμα και συγκυριακές συμμαχίες όπως των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ενωση από ένα σημείο και μετά, όταν η ναυτική δύναμη των ΗΠΑ δέχτηκε επίθεση από ιαπωνικές δυνάμεις (Περλ Χάρμπορ).

2.Η Σοβιετική Ενωση, ως εργατικό κράτος, έδινε τη μάχη όχι για την υπεράσπιση μόνο της ανεξαρτησίας της, αλλά για την υπεράσπιση του εργατικού σοσιαλιστικού της χαρακτήρα. Αυτή η υπεράσπιση αφορούσε και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, την πάλη του να διευρυνθεί το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Από αυτήν την άποψη, τα ΚΚ καπιταλιστικών χωρών μπορούσαν και έπρεπε να κατανοήσουν και να μην εναντιωθούν σε τακτικές κινήσεις της Σοβιετικής Ενωσης για να κερδίσει χρόνο (π.χ. το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μόλοτοφ) ή να οργανώσει την άμυνα και την αντεπίθεσή της (π.χ. διαπραγματεύσεις συμφωνίας με ΗΠΑ – Ην. Βασίλειο).

Είναι θεμιτό ένα σοσιαλιστικό κράτος το οποίο κινδυνεύει – σε συνθήκες που το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα βρίσκεται σε πόλεμο, είναι διασπασμένο – να κάνει και εκείνες τις κινήσεις της εξωτερικής του πολιτικής ώστε και χρόνο να κερδίσει και καλύτερα να μπορέσει να οργανωθεί και να αντιμετωπίσει, ενδεχομένως και από κοινού με κάποιες άλλες δυνάμεις, ζητήματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων από το άμεσα εναντίον του επιθετικό μπλοκ. Ακόμα και διαπραγματεύσεις να κάνει και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενδεχομένως και για το θέμα της λήξης του πολέμου, των συμφωνιών ανακωχής που προϋποθέτουν διεθνείς συμβάσεις κ.λπ. Ολα αυτά δικαιολογούνται.

Ωστόσο, οι παράγοντες που διαμορφώνουν την «επόμενη μέρα» και αφορούν την ταξική πάλη είναι πιο σύνθετοι. Ο κάθε πόλεμος έχει και τη δική του δυναμική στο εσωτερικό της κάθε χώρας που εμπλέκεται στον πόλεμο, αρχικά είτε ως επιτιθέμενο κράτος είτε ως κατεχόμενο. Στο κατεχόμενο, π.χ., αναπτύσσεται αντίσταση, ένοπλος αγώνας, σε πολλές περιπτώσεις ο συσχετισμός αλλάζει μέσα στη διαδικασία αυτού του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, όπως στην Ελλάδα, όπου κυρίως ηγήθηκε το ΚΚΕ και όχι η αστική τάξη της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται μια διαδικασία που αλλάζει ο συσχετισμός της ταξικής πάλης, ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις από τη μια μεριά και την αστική κυρίαρχη μέχρι τότε τάξη από την άλλη. Αυτές οι αλλαγές πρέπει να παίξουν ρόλο «στη διεκδίκηση της επόμενης μέρας από ποια τάξη» και όχι μόνο ή κυρίως να καθοριστούν από διαπραγματεύσεις κρατών που κέρδισαν στον πόλεμο, στην προκειμένη περίπτωση από τα σύμμαχα, αλλά ταξικά διαφορετικά κράτη ΕΣΣΔ – ΗΠΑ – Ην. Βασιλείου. Από αυτήν την άποψη, ο πρώτος λόγος της μεταπολεμικής εξέλιξης σχετίζεται με την εξέλιξη του αγώνα στο εσωτερικό της κάθε χώρας, και σε αυτό πρέπει να έχουν λόγο αποφασιστικό οι εσωτερικές διεργασίες από τη σκοπιά του επαναστατικού εργατικού κινήματος, προσελκύοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη διεθνιστική ταξική αλληλεγγύη του κομμουνιστικού κινήματος ή και του ή των συγκροτημένων σοσιαλιστικών κρατών.

Ομως τα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής ενός σοσιαλιστικού κράτους σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να θεωρητικοποιούνται, να ιδεολογικοποιούνται, να γίνονται στοιχεία της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ούτε από την πλευρά της ΕΣΣΔ, ούτε από την πλευρά των ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών. Και στις δύο περιπτώσεις αποδυνάμωναν τη στρατηγική κατεύθυνση και την ικανότητα του κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε καπιταλιστική χώρα.

Οι λαθεμένες ιδεολογικοποιήσεις εκ μέρους του ΚΚΣΕ και η οπορτουνιστική στάση ΚΚ σε σημαντικές καπιταλιστικές χώρες αποτελούσαν τον φαύλο κύκλο που αποδυνάμωνε άμεσα και μακροπρόθεσμα το κομμουνιστικό κίνημα σε σειρά χωρών που ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε ως επιτιθέμενες (π.χ. Ιταλία) είτε ως κατεχόμενες (π.χ. Ελλάδα).

Το συμπέρασμα είναι ότι η εσωτερική και διεθνής κατάσταση της ταξικής πάλης και η ικανότητα της συνειδητής πρωτοπορίας να συνυπολογίζει τη συσχέτιση και την αλληλεπίδρασή τους είναι σημαντικές σε όλες τις φάσεις της επαναστατικής δραστηριότητας, τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και στα πρώτα βήματα της εδραίωσής της όσο και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετά από την εδραίωση της επανάστασης και για όσο διάστημα δεν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες διεθνώς, ώστε να μπορεί να ολοκληρωθεί η κομμουνιστική κοινωνία.

3. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αν και ηγήθηκαν του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, π.χ. στην Ελλάδα, ή του αντιφασιστικού, π.χ. στην Ιταλία, δεν μπόρεσαν να συνδέσουν αυτόν τον αγώνα με την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας σε συνθήκες επαναστατικές. Δηλαδή σε συνθήκες που η αστική εξουσία είχε ήδη εμφανίσει βαθύτερη πολιτική κρίση, αστάθεια, είτε κατά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων είτε κατά την ήττα των επιτιθέμενων.

Τα ΚΚ εγκλωβίστηκαν στην αντιφασιστική γραμμή πάλης, στις εγχώριες ή άλλες (της ΕΣΣΔ) διαπραγματεύσεις για το μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς στη χώρα τους.

Αυτό το πρόβλημα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για ορισμένες χώρες, π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, η έκβαση των διαπραγματεύσεων της ΕΣΣΔ με τις ΗΠΑ – Ην. Βασίλειο έδειχνε να είναι σχετικά ευνοϊκή ή, καλύτερα, η παρουσία του Κόκκινου Στρατού εγγυήθηκε ευνοϊκή έκβαση σε νέα όξυνση της ταξικής πάλης και σε επίπεδο κυβερνήσεων, ανεξάρτητα από την πρώτη σύνθεσή τους (συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις).

Ωστόσο, παρά τη σχετικά ευνοϊκή εξέλιξη σε αυτές τις χώρες, η όλη πορεία της ταξικής πάλης, με ορισμένη ανοχή σε αστικές δυνάμεις, έβαλε την αρνητική σφραγίδα της: Δεν καταργήθηκε πλήρως η καπιταλιστική σχέση (με βάση τα Συντάγματα επιτρεπόταν η μίσθωση ξένης εργασίας μέχρι ορισμένο όριο και βέβαια με κρατικό έλεγχο για το ύψος του μισθού και τις συνθήκες εργασίας). Είχαν κοινωνικό έρεισμα η δεξιά οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η σταδιακή επικράτηση των αγοραίων θεωριών περί σοσιαλισμού.

4. Και άλλες εξελίξεις, που αποτέλεσαν προϊόν του συσχετισμού μεταξύ ΕΣΣΔ – ΗΠΑ – Ην. Βασιλείου – Γαλλίας, όπως η συγκρότηση δύο κρατών στη Γερμανία, τελικά αποδείχτηκαν μη βιώσιμες (διαίρεση του Βερολίνου, ενσωμάτωση τμήματός του στην καπιταλιστική Γερμανία), τροφοδοτώντας διαρκώς αντεπαναστατικές δράσεις που εμπόδιζαν το επαναστατικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Αλλά και η έκβαση της ταξικής πάλης σε χώρες όπως η Ελλάδα, στον έναν ή άλλο βαθμό, επηρεάστηκε από τις αντιφάσεις της αντίληψης και πολιτικής της «ειρηνικής συνύπαρξης» του σοσιαλισμού με «δημοκρατικά» και «φιλειρηνικά» καπιταλιστικά κράτη, τα οποία θεωρούνταν ότι διέπονταν από πολιτικό ρεαλισμό.

Ο «Ψυχρός Πόλεμος», οι «θερμές» επιθέσεις των ΗΠΑ στην Κορέα, στη Μέση Ανατολή, η συγκρότηση του ΝΑΤΟ, αργότερα ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος εναντίον του Βιετνάμ γρήγορα αποκάλυψαν το πραγματικό επιθετικό πρόσωπο των ΗΠΑ, που τίποτε δεν είχε να ζηλέψει από τη ναζιστική γερμανική επιθετικότητα.

Η αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων προϋποθέτει πάντα να μην υποτιμάται ο εκμεταλλευτικός, επιθετικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτεύματος ή και τις ιδιαίτερες ιδεολογικές της αναφορές. Γι’ αυτό άλλωστε και η «δημοκρατική» ΕΕ πολεμά την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατατάσσει με τη Γερμανία στην ίδια μοίρα, των «μη δημοκρατικών καθεστώτων», παρακάμπτοντας την τεράστια ταξική τους διαφοροποίηση, από τη μια καπιταλισμός, από την άλλη σοσιαλισμός.

5. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα πρέπει σε βάθος να συνειδητοποιήσει όλες τις πτυχές και τα συμπεράσματα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να μη φοβηθεί την αλήθεια για τις αδυναμίες και τα λάθη του, αλλά και «να μην πετάξει και το μωρό μαζί με τα νερά», δηλαδή να υπερασπίζεται τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ, να κρίνει την πολιτική της από τη σκοπιά της εδραίωσης, αντοχής, εμβάθυνσης των νέων κομμουνιστικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, εγχώρια και διεθνή.

Το ΚΚΕ, εδώ και 30 χρόνια, τόλμησε και τολμά, συνεχίζει την έρευνα, τη μελέτη, τη συλλογική κομματική συζήτηση, τη συντροφική συζήτηση με άλλα ΚΚ, πάντα με στόχο την ισχυροποίηση της ταξικής πάλης για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: