Μερικές μαρτυρίες για τα Δεκεμβριανά
Ένα κρύο πρωινό, στις 3 του Δεκέμβρη, έλληνες χωροφύλακες που επί τέσσερα χρόνια επέβαλλαν “το νόμο και την τάξη” για τους γερμανούς αφέντες τους, οπλσμένοι με ντουφέκια, πολυβόλα και χειροβομβίδες, ξεχύθηκαν στην αναστατωμένη Αθήνα. Κατέλαβαν τις θέσεις τους για να εμποδίσουν το λαό να φτάσει στην πλατεία Συντάγματος και στα ανάκτορα.
Αντιγράφουμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση “Ο Δεκέμβρης του 1944” (σ. 179-181, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 4η έκδοση). Οι μαρτυρίες αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς προέρχονται από πηγές υπεράνω κάθε υποψίας για φιλοκομμουνιστική στάση, κι αποτυπώνουν αντικειμενικά κάποια γεγονότα και τη σχεδιασμένη επίθεση κατά των διαδηλωτών, που πυροδότησε τις μάχες των Δεκεμβριανών.
Να μια ακόμα μαρτυρία για τα ίδια δραματικά γεγονότα. Άλλη κρίση, άλλες σκέψεις, άλλες πινελιές, πάνω στον ίδιο δραματικό πίνακα της ματωμένης Κυριακής της 3 Δεκέμβρη 11944. Μια ακόμη μαρτυρία πολύτιμη για τον ιστορικό.
Είναι τα αποσπάσματα άρθρου του αμερικανού δημοσιογράφου Φρανκ Τσερβάζι, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση “Κόλιερς” της εποχής.
“Ένα κρύο πρωινό, στις 3 του Δεκέμβρη, γράφει ο Τσερβάζι, έλληνες χωροφύλακες που επί τέσσερα χρόνια επέβαλλαν ‘το νόμο και την τάξη’ για τους γερμανούς αφέντες τους, οπλσμένοι με ντουφέκια, πολυβόλα και χειροβομβίδες, ξεχύθηκαν στην αναστατωμένη Αθήνα. Κατέλαβαν τις θέσεις τους για να εμποδίσουν το λαό να φτάσει στην πλατεία Συντάγματος και στα ανάκτορα. Η αστυνομία είχε πάρει την εντολή να διαλύσει τη διαδήλωση που επρόκειτο να κάμουν τα μέλη και οι οπαδοί του ΕΑΜ. Η μέρα εκείνη υπήρξε μια μέρα αιματηρή, μια μέρα ιστορική για την Ελλαδα…
Ο συννεφιασμένος ουρανός κι ο παγωμένος αέρας που φυσούσε απ’ τις βουνοκορφές σίγουρα θα τρόμαζε άλλους ανατολίτικους λαούς. Αυτοί όμως ήταν Έλληνες. Συγκεντρώθηκαν με πολλή τάξη στην πλατεία του Συντάγματος, σήκωσαν τις σημαίες τους κι άρχισαν να τραγουδούν τα τραγούδια της λευτεριάς, που τόσο εμψύχωσαν τον αγώνα τους εναντίον των χιτλεροφασιστών.
Οι περισσότεροι ήταν νέοι και γυναίκες. Υπήρχαν και πολλά παιδιά. Κρατούσαν πολλές αμερικανικές, αρκετές αγγλικές και σοβιετικές σημαίες.
Στις δέκα η ώρα, το μοιραίο εκείνο πρωινό, η πλατεία του Συντάγματος κατακλύστηκε από το πλήθος των διαδηλωτών.
Η αστυνομία δοκίμασε να τους εμποδίσει να προχωρήσουν αλλά η διαδήλωση συνέχισε την πορεία της, όταν ξαφνικά στις 10.45 πιστολιές αντήχησαν και τουφεκιές ακούστηκαν. Μια ομάδα αστυνομικών πυροβολούσε το άοπλο πλήθος. Με μια κίνηση, λες και τη φύσηξε άγριος βοριάς, η συμπαγής μάζα του λαού έπεσε μπρούμυτα. Τα τουφέκια άρχισαν πάλι να πυροβολούν κι οι χειροβομβίδες να πέφτουν σαν βροχή. Δέκα άντρες, γυναίκες και παιδιά κύλησαν σκοτωμένοι κι άλλοι 15 κείτονταν χάμω πληγωμενοι. Η αστυνομία έριξε στους τραυματισμένους. Ο κ. Πούλος ένας γενναίος αμερικανός ανταποκριτής, χύμηξε με τεντωμένα χέρια ανάμεσα στην αστυνομία και το πλήθος, ζητώντας να σταματήσει το τουφεκίδι. Τϊποτε όμως. Οι σφαίρες εξακολουθούσαν να πέφτουν σα βροχή. Ανάμεσα στ’ άλλα πτώματα ήταν ένα αγοράκι έξι χρονών και δίπλα του ένα κατάξανθο κοριτσάκι. Έτσι χύθηκε το πρώτο αίμα. Έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.”
Μια ακόμη μαρτυρία
Και τώρα να ένα απόσπασμα από μια ακόμη αυθεντική μαρτυρία του βρετανού αντισυνταγματάρχη Μπάιφορντ Τζόουνς, που παρακολούθησε τις δραματικές σκηνές από το “καφενείο του Γιαννάκη”, ισόγειο του χτιρίου όπου στεγαζόταν τότε η Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών.
“Η κεφαλή της διαδήλωσης είχε φθάσει στο δρόμο που περνά μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα, όταν την προσοχή μου τράβηξαν φωνές μιας ομάδας αξιωματικών της αστυνομίας, που έσκυβαν από το μπαλκόνι του δευτέρου πατώματος του κτιρίου, ακριβώς πάνω από το καφενείο. Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι οι αξιωματικοί κρατούσαν όπλα έτοιμοι να πυροβολήσουν. Άλλοι ήταν όρθιοι και άλλοι γονατιστοί, ώστε μόνον τα κεφάλια τους ήσαν ορατά. Ένας ή δύο σημάδευαν προς την πρώτη γραμμή της διαδήλωσης. Υπέθεσα ότι τούτο ήταν απλώς μια προφύλαξη, σε περίπτωση που οι διαδηλωτές θα επετίθεντο κατά της αστυνομίας.
Η πορεία πλησίαζε, άντρες, γυναίκες και παιδιά βάδιζαν σε γραμμές ανά οκτώ ως δέκα… Η διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτε το απειλητικό.
Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι μια επιτακτική φωνή που έμοιαζε σα διαταγή στα ελληνικά. Εκείνη τη στιγμή η κεφαλή της διαδήλωσης βρισκόταν σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου. Ο κύριος Σ. Μπάρμπερ του Ηνωμένου Τύπου μου εξήγησε αργότερα ότι η φωνή που είχα ακούσει ήταν διαταγή πυροβολισμού. Αμέσως οι αστυνομικοί άρχισαν να τραβούν τα κλείστρα των όπλων τους, όχι όμως με συντονισμό, σα μια πειθαρχημενη μονάδα, αλλά δισταχτικά ο ένας μετά τον άλλο, δίνοντας την εντύπωση πως μερικοί από αυτούς δίσταζαν να υπακούσουν.
Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές… Προς στιγμήν υπέθεσα ότι τα φυσίγγια τους ήταν άσφαιρα ή ότι σημάδευαν πολύ πιο πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Πολλοί άλλοι γύρω μου έκαναν την ίδια υπόθεση. Αλλά αυτό που είχε συμβεί ήταν το χειρότερο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά που μόλις την προηγούμενη στιγμή περπατούσαν κραυγάζοντας και γελώντας, γεμάτοι ζωή και περηφάνεια, κυματίζοντας τις σημαίες τους μαζί με την αμερικάνικη σημαία, έπεσαν στο έδαφος, αίμα ξεπουδούσε από τα κεφάλια τους και τα σώματά τους, βάφοντας το δρόμο και τις σημαίες που κρατούσαν… Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν να πέφτουν, αντηχώντας ξεφωνητά τρόμου και κλάματα πόνου, καθώς το πανικοβλημένο πλήθος έπεφτε πάνω στα ματωμένα κορμιά. Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια σα να φοβούνταν να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλλε το αίσθημα ευπρέπειας κάθε Άγγλου που έτυχε να το παρακολουθεί…”
Κι άλλη μια μαρτυρία
Παρακάτω δίνω μια κρίση του αμερικανού δημοσιογράφου Λίλαντ Στόουνς. Ο δημοσιογράφος αυτός επικαλούμενος και τη γνώμη συναδέλφων του γενικεύει το πρόβλημα. Σας παραθέτω την κυριότερη περικοπή.
“Όλες οι ενδείξεις που κατόρθωσα να μαζέψω κατά την περίοδο μεταξύ της 15ης Οκτωβρίου και της 3ης Δεκεμβρίου (ημέρα έναρξης των μαχών στην Αθήνα) συμφωνούν απολύτως με την ετυμηγορία του Μ. Φοντόρ, του πλέον πεπειραμένου δημοσιογράφου στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια εκείνων των εβδομάδων και μιας από τις μεγαλύτερες αυθεντίες επί βαλκανικών θεμάτων. Ο Φοντόρ είπε: ‘Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αυτή εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ, μέχρι τη στιγμή, που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Άγγλοι επενέβησαν”.