Μέσινγκεν 30.1.1933- Ένα χωριό σηκώνει το ανάστημά του στους Ναζί
‘Ενα “γαλατικό” χωριό, το Μέσινγκεν, κοντά στο Τύμπινγκεν της Βάδης -Βυτεμβέργης, έγραψε τη δική του ιστορία πραγματοποιώντας γενική απεργία ως απάντηση στην παράδοση της εξουσίας στους ναζί. Έχει ενδιαφέρον η διαπίστωση του δικαστηρίου του Τύμπινγκεν το 1954 σε δίκη αποκατάστασης των θυμάτων, πως η γενική απεργία, αν είχε εξάπλωση σε όλη τη Γερμανία “θα ήταν ένα κατάλληλο μέσο, να εξαναγκάσει την κυβέρνηση Χίτλερ που είχε μόλις αναρριχηθεί στην εξουσία να παραιτηθεί”.
Ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της ιστορίας είναι η πώς θα ήταν η εξέλιξη της πολιτικής ζωής στη Γερμανία, αν τη μέρα ανάληψης της εξουσίας από το Χίτλερ, στις 30.1.1933 είχε υπάρξει μαζική ανταπόκριση στο κάλεσμα του ΚΚΓ για γενική απεργία, κάλεσμα που πέραν των αντικειμενικά αντίξοων συνθηκών υπονομεύθηκε και από τη στάση της πλειονότητας του ελεγχόμενου από τους σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστικού κινήματος. Κι όμως ,ένα “γαλατικό” θα τολμούσαμε να πούμε χωριό, το Μέσινγκεν, κοντά στο Τύμπινγκεν της Βάδης -Βυτεμβέργης, έγραψε τη δική του ιστορία πραγματοποιώντας γενική απεργία ως απάντηση στην παράδοση της εξουσίας στους ναζί. Τρία εργοστάσια υφαντουργίας της περιοχής δε λειτούργησαν εκείνη τη μέρα, των οποίων οι εργαζόμενοι μαζί με 800 κατοίκους (σε έναν πληθυσμό συνολικά 4.200 ατόμων) πραγματοποίησαν διαδήλωση στο χωριό. Το βράδυ της 30ης Γενάρη σε σύσκεψη που είχε συγκαλέσει το ΚΚΓ παρουσία 200 ατόμων αποφασίστηκε να διαμοιραστούν προκηρύξεις στους χώρους δουλειάς με την προτροπή για γενική απεργία. Η πρώτη επιχείρηση που μπήκε στο χωρό των κινητοποιήσεων ήταν η εταιρεία Pausa, σε μια σπάνια κίνηση σύμπραξης εργοδοτών κι εργαζομένων, καθώς οι Εβραίοι ιδιοκτήτες της, το ζεύγος Λέβενσταιν, που αργότερα διώχθηκε από τους ναζί, έδωσε εκείνη τη μέρα άδεια στους εργάτες. Ο εργάτης Γιάκομπ Τέξτορ κρέμασε την κόκκινη σημαία στην επιχείρηση. Μετά τις 12 το μεσημέρι σχηματίστηκε πορεία με προπορευόμενο πανώ που έγραφε “Εμπρός για μαζική απεργία”, ενώ στη συγκέντρωση που ακολούθησε μίλησε το τοπικό στέλεχος του ΚΚΓ, Φριτς Βάντελ. Ένας άλλος εργοστασιάρχης της περιοχής ωστόσο, ο Μερτς, δεν είδε με καλό μάτι την πρωτοβουλία των εργατών, καλώντας την αστυνομία από το κοντινό Ρόιτλινγκεν. Η αστυνομική επέμβαση με πιστόλια, λαστιχένια γκλομπ και αποκλεισμούς δρόμους, καθώς και η συνειδητοποίηση ότι οι απεργοί ήταν απομονωμένοι στις ενέργειες τους, οδήγησε στον τερματισμό των κινητοποιήσεων την ίδια μέρα. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις, με 98 άντρες και 4 γυναίκες να κατηγορούνται μεταξύ άλλων για υποκίνηση ταραχών κι εσχάτη προδοσία, ενώ υπήρξαν και μαζικές απολύσεις απεργών, ιδίως από την εταιρία του Μερτς. Ένας εκ των κατηγορουμένων, ο Πάουλ Άγιεν δραπέτευσε στην Ελβετία κι αργότερα εντάχθησε στην Ισπανία στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, πολλοί ωστόσο καταδικάστηκαν. Τη βαρύτερη καταδίκη είχε ο Φριτς Βάντελ, που πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια πρώτα στη φυλακή και μετά στο στρατόπεδο του Νταχάου, για να συρθεί αναγκαστικά στο μέτωπο, υπηρετώντας στο Τάγμα Ανεπιθύμητων 999. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο η διαπίστωση του (δυτικογερμανικού) δικαστηρίου του Τύμπινγκεν το 1954 σε δίκη αποκατάστασης των θυμάτων, πως η γενική απεργία, αν είχε εξάπλωση σε όλη τη Γερμανία “θα ήταν ένα κατάλληλο μέσο, να εξαναγκάσει την κυβέρνηση Χίτλερ που είχε μόλις αναρριχηθεί στην εξουσία να παραιτηθεί”. Διαπίστωση εξάλλου που μπορεί να στηριχτεί και σε ένα όχι πολύ μακρινό ιστορικό προηγούμενο, εκείνο του πραξικοπήματος Καπ το 1920, όταν και πάλι μια γενική απεργία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είχε αποτρέψει τα σχέδια των πραξικοπηματιών.
Τι ήταν όμως εκείνο που επέτρεψε την ενιαία δράση του εργατικού κινήματος που εξέλιπε στην υπόλοιπη Γερμανία; Δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση, σαφώς όμως έπαιξε ρόλο η ενεργή παρέμβαση των κομμουνιστών σε όλες τις μορφές κοινωνικής ζωής του χωριού, περιλαμβανομένων των αθλητικών και μουσικών συλλόγων. Η ενότητα από τα κάτω με εργάτες διαφορετικών πεποιθήσεων, περιλαμβανομένων των σοσιαλδημοκράτων, για τη βελτίωση των καθημερινών συνθηκών ζωής κι εργασίας, χωρίς την απεμπόληση του στρατηγικού στόχου της σοσιαλιστικής επανάστασης σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο, κι αντικατοπτρίζεται και στα εκλογικά αποτελέσματα της προναζιστικής περιόδου. Τέτοιες προϋποθέσεις ωστόσο υπήρχαν και σε πολλές άλλες περιοχές της Γερμανίας, θυμίζοντας μας πάντα ότι η ιστορική κίνηση είναι μια εξίσωση με πολλούς αγνώστους.
Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της ναζιστικής λαίλαπας ήταν εμφανή ακόμα και σε αυτό το “κόκκινο” προπύργιο, καθώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κομμουνιστές βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον εχθρικό, υφιστάμενοι τις διώξεις της καπιταλιστικής ΟΔΓ, που έφτασε ως γνωστόν και στην ποινικοποίηση του ΚΚΓ το 1956. Η απεργία του ’33 περιέπεσε στη λήθη μεταπολεμικά, με εξαίρεση το 1983, όταν μια μεγάλη διαδήλωση ως 15 χιλιάδων ατόμων πέρασε από το Μέσινγκεν, που είχε ήδη ξεπεράσει τους 20.000 κατοίκους, στα πλαίσια αντιφασιστικής και αντιπολεμικής διαδήλωσης.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν ένα ντοκυμανταίρ κι ένα βιβλίο με τίτλο “Πουθενά δεν έγινε τίποτε εκτός από εδώ”, αφιερωμένα στα γεγονότα. Αργότερα το πέπλο λησμονιάς ξανασκέπασε το περιστατικό, μέχρι το 2003, όταν εν μέσω έντονων πολιτικών διενέξεων αναρτήθηκε τιμητική επιγραφή στο δημοτικό γυμναστήριο, παρά τις αντιδράσεις του τοπικού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος αλλά αρχικά και του δημάρχου Βέρνερ Φίφκα, που ανήκε τότε στο SPD. Το 2013 για την 80η επέτειο της απεργίας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση 1200 ατόμων με τίτλο “Μια πολιτική απεργία θα έριχνε το Χίτλερ και θα απέτρεπε τον πόλεμο”. Παράλληλα, οι εκδηλώσεις μνήμης άρχισαν να ξεπερνούν τα σύνορα του χωριού. Το ταμπούρλο του Πάουλ ήταν το πρώτο χρονολογικά έκθεμα μιας έκθεσης αφιερωμένης στη Γερμανική Αντίσταση στο “Σπίτι της Ιστορίας” της τοπικής πρωτεύουσας Στουτγγάρδης. Το 2015 γυρίστηκε ντοκυμανταίρ με θέμα την παράσταση ενός γνωστού τοπικού θίασου στην αίθουσα της πρώην επιχείρησης Pausa, στο οποίο εμφανίστηκε και η Αντρέα Άγιεν, κόρη του Πάουλ αλλά και εγγονή κι ανηψιά άλλων απεργών. Εκδήλωση τιμής και μνήμης πραγματοποιήθηκε στο χωριό στις 3 Φλεβάρη, με αφορμή τα 85 χρόνια από τη συμπλήρωση της απεργίας.