Μετά το “τέλος της ιστορίας” -Οι εκλογές του 1993
Αναδρομή στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, σε μία από τις δυσκολότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του ΚΚΕ, που κατάφερε ωστόσο να επιβιώσει ενάντια στο ρεύμα.
Σαν σήμερα, 10 Οκτωβρίου, διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές του 1993, που προσφέρονται για μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή, με επίκαιρες προεκτάσεις στην εποχή μας.
Αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν η πρώτη μετά τις κοσμογονικές -ή μάλλον κοσμοκτόνες- αλλαγές και την τελική εκδήλωση της αντεπανάστασης, τη διετία 1989-91, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της σοσιαλιστικής κοινότητας συνολικά. Παράλληλα ήταν οι πρώτες εκλογές μετά από το “ελληνικό 89′”, τις αλλεπάλληλες κάλπες της περιόδου 1989-90 και τις δύο οικουμενικές κυβερνήσεις, με τη στήριξη (και) του ενιαίου Συνασπισμού, που διασπάστηκε ένα χρόνο αργότερα.
Οι εκλογές ήταν πρόωρες, μισό χρόνο πριν από το τέλος της τετραετίας. Το κακό είναι πως η κυβέρνηση της ΝΔ, παρά την εύθραυστη κοινοβουλευτική της πλειοψηφία με τους μόλις 151 βουλευτές -και τη δανεική ψήφο του Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ- κατάφερε να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τα σκάνδαλα και τα αντιλαϊκά μέτρα που έπαιρνε και την έριξε τελικά η ρήξη με το Σαμαρά και η συγκρότηση της Πολιτικής Άνοιξης, με φόντο το ζήτημα της Μακεδονίας και τα “σκοπιανοφάγα” συλλαλητήρια, όπου συμμετείχαν όλοι -πλην Λακεδαιμονίων, όπως είχε πει κι ο Λεωνίδας Κύρκος.
Ο εκ των πρωτεργατών της αποστασίας -ή ΑποσταCIA- των Ιουλιανών είδε την κυβέρνησή του να πέφτει από έναν αποστάτη, ο οποίος όμως θα ξεχνούσε τις ‘αγεφύρωτες διαφορές’ τους -και το Μακεδονικό- μετά από δέκα χρόνια και θα γυρνούσε στη ΝΔ, για να γίνει ο πρωθυπουργός του δεύτερου μνημονίου.
Ο Μητσοτάκης πήρε σκληρά μέτρα λιτότητας -όπως οι περιβόητες μηδενικές αυξήσεις του “0+0=14%”- άνοιξε το δρόμο στις ιδιωτικοποιήσεις και κατεστειλε με βία, ΜΑΤ και τραμπούκους τύπου -καρφί και πρόκα- Καλαμπόκα (ο δολοφόνος του Τεμπονέρα) τις απεργίες και τις λαϊκές κινητοποιήσεις της γαλάζιας τριετίας. Σήμερα όμως χτίζεται μεθοδικά μια αφήγηση που τον βαφτίζει διορατικό μεταρρυθμιστή, που κινήθηκε εγκαίρως στη σωστή κατεύθυνση για να αποφύγουμε το σημερινό αδιέξοδο. Και αν είχαμε δεχτεί και ακολουθήσει την πολιτική του, δε θα χρειαζόταν τώρα να ψηφίζουμε Μνημόνια -βασικά γιατί θα τα είχαμε εφαρμόσει από τότε ήδη.
Η Πολιτική Άνοιξη ήταν ένας από τους κρίκους στην αλυσίδα της ακροδεξιάς εξέλιξης, που κυριάρχησε στη δεκαετία του 90′ για να δώσει τη σκυτάλη στο ΛΑΟΣ, μετά το 2000 και τη Χρυσή Αυγή -ή και τους ΑΝΕΛ- της τρέχουσας δεκαετίας. Παρόλα αυτά, η ΝΔ ενσωμάτωνε πλήρως το ζωτικό χώρο της Ακροδεξιάς και δεν άφηνε πολλά περιθώρια ανάπτυξης και μακροημέρευσης στην ΠΟΛΑΝ, που θύμιζε πολύ το ακρωνύμιο ΚΟΛΑΝ του κόμματος του Σπύρου από τους Απαράδεκτους. Είχε μάλιστα και νεολαία (!) που λεγόταν “Νέοι Ορίζοντες”, ανέδειξε τον πολιτικό Παύλο Χαϊκάλη, ενώ στο ενδιάμεσο κέρδισε τη φιλία -αν όχι την πολιτική στήριξη- του Χάρρυ Κλυνν, που είχε ήδη θάψει βαθιά μέσα του τον κορυφαίο σατιρικό της προηγούμενης δεκαετίας.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια κι οι μαζικές κινητοποιήσεις μπορεί να μην έριξαν την κυβέρνηση, αλλά σίγουρα την έφθειραν και απέδειξαν πως μόνο μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μπορούσε εκείνο το διάστημα να περάσει τέτοια μέτρα και να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος, χωρίς αναταράξεις. Το ΠΑΣΟΚ κυριάρχησε την επόμενη δεκαετία, ολοκληρώνοντας με εμφατικό τρόπο τη μετάλλαξή του, ενώ την περίοδο 1990-93 έπαιξε μάλλον για τελευταία φορά το χαρτί της “δυναμικής αντιπολίτευσης” του δρόμου.
Αντιθέτως, αυτό που δε θα ακούγαμε για πρώτη φορά ήταν η ιστορία για το “βρώμικο 89′”, που ξεχνούσε βολικά τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην επόμενη οικουμενική κυβέρνηση, μόλις τρεις μήνες αργότερα από τη διακήρυξή του πως δεν πρόκειται ποτέ να συνεργαστεί με τη Δεξιά. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας κι ειδικά ο μεγάλος δικομματικός συνασπισμος έμοιαζε τότε κάτι μακρινό και απλησίαστο, παρά τον πιο “αναλογικό” νόμο που είχε περάσει το ΠΑΣΟΚ για να δυσκολέψει το σχηματισμό κυβέρνησης από τη ΝΔ.
Η τελευταία κυβέρνηση Παπανδρέου δε θα ολοκλήρωνε ούτε αυτή τη δική της τετραετία, κυρίως όμως για αντικειμενικούς λόγους, με την επιδείνωση της υγείας και το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, πριν από το επόμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Εκεί όπου εκλέχτηκε με μπόλικο παρασκήνιο ο Σημίτης, ως αρχηγός της “συμμορίας των 4” -κι ίσως από αυτό το “μαοϊκό” όρο να του κόλλησε και το προσωνύμιο “Κινέζος”. Ένας Ανδρέας που φαινόταν σκιά του εαυτού του και έρμαιο της Δήμητρας Λιάνη, η οποία τέσσερα χρόνια αργότερα, θα εξέδιδε το βιβλίο της “10 χρόνια και 54 ημέρες” για τη ζωή της μαζί του και θα εισέπραττε -μία μέρα σαν και σήμερα- το περιβόητο χαστούκι της Αθήνης Τσούνη, από το οποίο κλείνουν σήμερα 20 χρόνια.
Όπως τα “20 χρόνια χρειάστηκαν” του Μπαλάφα για το νέο ΠΑΣΟΚ, τη μετεξέλιξη του Συνασπισμού, που εκείνη τη φορά είχε απογοητευτική πρεμιέρα (σαν τη ΛΑΕ) και έμεινε οριακά εκτός Βουλής, με 2,93%, όπως είχε καταλάβει πρώτος, την ημέρα των εκλογών, ο αείμνηστος, Μπάμπης Αγγουράκης.
Η Μαρία Δαμανάκη θα έφευγε για το ΠΑΣΟΚ -μαζί με το Μίμη- για να την διαδεχτεί ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ, Νίκος Κωνσταντόπουλος, που για πολλά χρόνια μετά ονειρευόταν να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά το μόνο που κατάφερε -πέρα από την ιδιότητα του προέδρου του Συνασπισμού- ήταν να γίνει για ένα φεγγάρι πρόεδρος του ΠΑΟ και να δει την κόρη του, Ζωή, πρόεδρο της Βουλής.
Ο Συνασπισμός θα φυτοζωούσε για πολλά χρόνια ακόμα κοντά στο εκλογικό όριο του 3%, με την αγωνία της εισόδου στη Βουλή και τον μπαμπούλα του 93′ σε κάθε κάλπη, προτού έρθει ο καιρός να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ που κατέρρεε το 2012 -και με μια δημοσκοπική πρόβα τζενεράλε στο ενδιάμεσο, που σκόνταψε στο Δεκέμβρη του 08′.
Είναι χαρακτηριστικό πως από την τελευταία κοινοβουλευτική ομάδα του ενιαίου Συνασπισμού, οι 14 βουλευτές και τα περισσότερα “βαριά ονόματα” είχαν πάει με το ΣΥΝ και μόλις οι επτά από τους 21 συνολικά με το ΚΚΕ. Το οποίο είχε να αντιμετωπίσει τη δική του διάσπαση αλλά και την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και τον απόηχο της αντεπανάστασης, που έφερε μαζική απογοήτευση κι ιδιώτευση. Αυτή ήταν πιθανότατα κι η πιο δύσκολη στιγμή του ΚΚΕ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μέχρι τις δεύτερες εκλογές του 2012, όπου συγκέντρωσε παρόμοιο ποσοστό -κοντά στο 4,5%.
Το ΚΚΕ έδωσε αγώνα επιβίωσης και κατάφερε να τον κερδίσει, δείχνοντας τις ρίζες που είχε στην ελληνική κοινωνία και τη βαθιά του σύνδεση με το λαό. Αλλά την επόμενη δεκαετία έμεινε εκλογικά στάσιμο κοντά στο 5,5% -το οποίο σημάδευε σταθερά με εντυπωσιακή ακρίβεια.
Σε εκείνες τις εκλογές εμφανίστηκε και το σχήμα της Μαχόμενης Αριστεράς στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, το οποίο όμως δεν πέτυχε κάποιο αξιόλογο αποτέλεσμα και δεν κράτησε ως εκλογικό μέτωπο. Ενώ κάποιες ομάδες του εξωκοινοβουλίου -όπως το ΕΑΜ του Τεμπονέρα- περνούσαν την περίοδο της στήριξης στο ΠΑΣΟΚ “χωρίς αυταπάτες” -για να φύγει η Δεξιά, προφανώς…
Κι επίσης υπήρχε ο Λεβέντης, που τότε ο λαός κατέβαινε για να κάνει χάζι και να τον δουλέψει, όχι για να τον ψηφίσει όπως τώρα…
Λεβέντη ζούμε για να σ’ ακούμε… Τελεία και παύλα, Λεβέντη είσαι κάβλα…
Αυτό που μένει στο τέλος ως καλτ ανάμνηση είναι τα προεκλογικά σποτάκια των αστικών κομμάτων, που είχαν και “σοβαρές” αλλά και πιο γκρίζες εκδοχές…