Μίλοβαν Τζίλας – Κουτσομπολεύοντας το Στάλιν
Ο ρεφορμισμός του “γιουγκοσλαβικού μοντέλου” δεν ήταν αρκετός για τον Τζίλας, που προτιμούσε μια πιο ανοιχτά σοσιαλδημοκρατική στροφή κι εντέλει ουσιαστικά την πλήρη επικράτηση ενός αστικού καθεστώτος στη Γιουγκασλαβία.
Ο σταρ μεταξύ των αντιφρονούντων της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας υπήρξε αναμφίβολα ο Μίλοβαν Τζίλας, όχι μόνο (ή ίσως κυρίως) για την κριτική που άσκησε στο πολιτικό σύστημα της πατρίδας του, που δεν είχε και τις χειρότερες σχέσεις με τη Δύση εξάλλου, αλλά και για τον σταθερό αντισοβιετισμό του, με επίκεντρο τη σταλινική περίοδο, όταν κι ο ίδιος είχε επισκεφτεί επανειλημμένα την ΕΣΣΔ. Ο ρεφορμισμός του “γιουγκοσλαβικού μοντέλου” δεν ήταν αρκετός για τον Τζίλας, που προτιμούσε μια πιο ανοιχτά σοσιαλδημοκρατική στροφή κι εντέλει ουσιαστικά την πλήρη επικράτηση ενός αστικού καθεστώτος στη Γιουγκασλαβία. Γεννήθηκε στο τότε Βασίλειο του Μαυροβουνίου σε αγροτική οικογένεια, κι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και το 1932, ως φοιτητής μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας. Φυλακίστηκε για τη δράση του από το 1933 ως το 1936, και δυο χρόνια αργότερα εκλέχθηκε στην ΚΕ του κόμματος. Το 1940 έγινε μέλος του ΠΓ και μετά τη ναζιστική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλη του 1941, συμμετείχε μαζί με τον Τίτο στην οργάνωση της αντίστασης, υπηρετώντας και ο ίδιος στο στρατό των παρτιζάνων. Ο Τζίλας στάλθηκε στο Μαυροβούνιο για να συντονίσει την αντίδραση κατά των Ιταλών, που στις 12 Ιούλη 1941 είχε ανακυρήξει τη δημιουργία ενός προτεκτοράτου με τίτλο “Βασίλειο του Μαυροβουνίου”, υπό τον έλεγχο του συνεργάτη του Μουσολίνι, Αλεσάντρο Μπιρόλι. Η εξέγερση των Μαυροβουνίων είχε μεγάλη επιτυχία, και σύντομα μεγάλα τμήματα της ορεινής αυτής χώρας απελευθερώθηκαν.
Το Νοέμβρη του 1941 ο Τίτο απήλλαξε από τα καθήκοντά του τον Τζίλας στο αντάρτικο, λόγω οργανωτικών και “αριστερίστικων” λαθών, τοποθετήθηκε όμως στη θέση του αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Μπόρμπα”, κομματικού οργάνου των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Μετά την απελευθέρωση ανέλαβε μια σειρά υπουργικές θέσεις και το 1953 έγινε μέρος του προεδρείου της χώρας. Θεωρούνταν ο σημαντικότερος θεωρητικός της Ένωσης Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών και συνδιαμορφωτής του “γιουγκοσλαβικού δρόμου προς το σοσιαλισμό”, ενώ είχε πρωτοστατήσει και στη ρήξη με την ΕΣΣΔ το 1948. Μεταξύ Οκτώβρη 1953 και Γενάρη 1954 δημοσίευσε μια σειρά 18 άρθρων στη “Μπόρμπα”, όπου ασκούσε κριτική στη “σταλινική” γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ και υποστήριζε τη μετάβαση από το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού στην “οικονομική” αυτονομία. Αν και αρχικά είχε την υποστήριξη του Τίτο, οι ολοένα πιο ανοιχτές προτάσεις του για πολυκομματικό σύστημα, παρα και ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας στοίχισαν στο Τζίλας την πτώση του από κάθε αξίωμα, ενώ ο ίδιος λίγο αργότερα παραιτήθηκε και από την ΕΓΚ.
Το Δεκέμβρη του ίδιου έτους δημοσιεύτηκε συνέντευξή του στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, όπου χαρακτήριζε τη Γιουγκοσλαβία “ολοκληρωτική” καλώντας να επιτραπεί η λειτουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Καταδικάστηκε για “εχθρική προπαγάνδα” σε 18 μήνες φυλάκιση με αναστολή, αλλά δυο χρόνια μετά συνελήφθη και πάλι και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση μετά από δήλωσή του σε γαλλικό πρακτορείο όπου καταδίκαζε την αποχή της Γιουγκοσλαβίας στα Ηνωμένα Έθνη όπου διεξαγόταν ψηφοφορία για την καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία. Παράλληλα, δημοσίευσε άρθρο υποστήριξης της Ουγγρικής Αντεπανάστασης στο περιοδικό New Leader. Ήταν η εποχή της επαναπροσέγγισης Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ, στην οποία μάλιστα φαίνεται πως η αποπομπή Τζίλας είχε παίξει κάποιο ρόλο, πείθοντας τη νέα ηγεσία της ΕΣΣΔ πως η γιουγκοσλαβική πολιτική θα μπορούσε να γίνει φιλικότερη στο στρατιωτικό στρατόπεδο.
Ο Τζίλας δημοσίευσε στο εξωτερικό το γνωστό βιβλίο του “Η νέα τάξη: Μια ανάλυση του κομμουνιστικού συστήματος”, όπου υποστήριζε την ύπαρξη μιας νέας τάξης προνομιούχας κομματικής γραφειοκρατίας. Οι θέσεις αυτές δεν ήταν πρωτότυπη, καθώς είχε διατυπωθεί σε διάφορες παραλλαγές στο παρελθόν, κυρίως από τροτσκιστές, στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής ήταν όμως ακριβώς που χρειαζόταν κι έτσι μεταφράστηκε σε σαράντα γλώωσες, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το βιβλίο επέφερε και νέα καταδίκη για το Τζίλας ο οποίος φυλακίστηκε ξανά ως τις αρχές του 1961, ενώ για το βιβλίο του “Συνομιλίες με το Στάλιν” καταδικάστηκε σε νέα πενταετή φυλάκιση, λόγω του ότι αποκάλυπτε σχέδια ένωσης της Γιουγκοσλαβίας με την Αλβανία, που θεωρούνταν “κρατικά μυστικά”, κάτι που ο ίδιος αρνιόταν.
Οι “Συνομιλίες” με το Στάλιν γνώρισαν επίσης παγκόσμια επιτυχία, ενώ έχουν και ελληνικό ενδιαφέρον, λόγω των διαβόητων αναφορών που έκανε ο Στάλιν κατά το Τζίλας στον αγώνα του ΔΣΕ. Καθόλου τυχαίο δεν είναι που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πρακτικά σχεδόν αμέσως μετά την πρώτη του έκδοση. Οι “Συνομιλίες” βασίζονται στις τρεις επισκέψεις του Τζίλας στην ΕΣΣΔ, το 1944, το 1945 και το 1948, λίγο πριν τη ρήξη Τίτο-Κομινφόρμ. Γνωρίζοντας σε ποιο κοινό απευθυνόταν, ο Τζίλας χώρισε το έργο του σε τρεις πράξεις με μελοδραματικούς και συνάμα πολλά (αντισοβιετικά στερεότυπα) υποσχόμενους τίτλους, έναν για κάθε ταξίδι: “Εκστάσεις”, “Αμφιβολίες” και “Απογοητεύσεις”. Το βιβλίο είναι ένα πολιτικό άρλεκιν που κόβει την ανάσα, κυρίως με τις περιγραφές των ολονύκτιων συναντήσεων του Στάλιν και του περιγύρου εν μέσω διαρκών βυζαντινισμών και ποταμών βότκας. Ο Σοβιετικός ηγέτης είναι φυσικά ένας ικανός, μα άσπλαχνος τύρρανος, για τον οποίο “κάθε έγκλημα ήταν δυνατόν, και δεν υπήρχε έγκλημα που να μην είχε διαπράξει”, ο Χρουστσώφ είναι ανοιχτόμυαλος και έξυπνος (αλλά αυτές οι κολακείες δεν αρκούσαν για να κυκλοφορήσει το βιβλίο στην ΕΣΣΔ ακόμα κι εν μέσω πλήρους αποσταλινοποίησης), ο Μολότοφ είναι ο σιωπηρός υπασπιστής του Στάλιν, ο Δημητρόφ ισχυρός ακόλουθός του κι ο Μπέρια μοχθηρός και μέθυσος.
Όσο για την διαβόητη αποστροφή του Στάλιν περί ελληνικού εμφυλίου, αυτή αφορά, πάντα κατά το Τζίλας, στιχομυθία που είχε ο πρώτος με τον Έντβαρντ Καρντέλι, μετέπειτα βασικό θεωρητικό της “αυτοδιαχείρισης”. Εκεί λοιπόν, ο Στάλιν εμφανίζεται να ζητά να “μαζευτεί” η εξέγερση στην Ελλάδα (το περίφημο “σβαρνούτ”, στο πρωτότυπο) και στην παρατήρηση του Καρντέλι πως θα μπορούσε να πετύχει αν δεν αυξηθεί η ξένη βοήθεια κι αν δε γίνουν σοβαρά πολιτικά και στρατιωτικά λάθη, επιμένει ότι δεν υπάρχει προοπτική επιτυχίας λόγω της εμπλοκής ΗΠΑ και Βρετανίας. Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί για το αν ειπώθηκε έτσι και τι ακριβώς εννοούσε ο Στάλιν, συνήθως ως ένα ακόμα αποδεικτικό “προδοσίας” του ελληνικού αντάρτικου από την ΕΣΣΔ. Βέβαια, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, οι ίδιοι που εξεγείρονται για το “σβαρνούτ”, είναι συχνά εκείνοι που στον επόμενο τόνο θα μιλήσουν για το “σοβιετόδουλο ΚΚΕ” που εκτελούσε “τις εντολές του Στάλιν”.
Επιστρέφοντας στο Τζίλας, εκείνος επιδόθηκε σε συγγραφή μυθιστορημάτων μέσα στη φυλακή και μετέφρασε τον “Χαμένο Παράδεισο” του Μίλτον στα σερβοκροατικά, σε χαρτί υγείας, όπως έλεγε, μέχρι που έλαβε αμνησία το 1966 πραγματοποιώντας μια σειρά ταξίδια στη Δύση, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ. Το 1970 έλαβε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα κι άρχισε να προσεγγίζει την ορθόδοξη εκκλησία.
Από το 1981 είχε διαβλέψει τον κίνδυνο διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας, ενώ το 1987, σε συνέντευή του στο συντηρητικό περιοδικό Encounter σχετικά με την περεστρόικα του Γκορμπατσόφ υπερθεμάτισε, αποκαλώντας τον κομμουνισμό “απομεινάρι του 19ου αιώνα και συνταγή καταστροφής”. Λέγεται πως στο τέλος της ζωής του εμφανιζόταν μετανιωμένος για το ρόλο που είχε παίξει στη διάλυση της χώρας του και τη δαιμονοποίηση των Σέρβων. Έφυγε από τη ζωή στο Βελιγράδι στις 20 Απρίλη 1995 και κηδεύτηκε στη γενέτειρά του, στον οικογενειακό τάφο στο Ποντμπίστσε του Μαυροβουνίου.