Η μνημείωση της μάχης του Στάλινγκραντ
Στις 2 Φεβρουαρίου 1943 λήγει η μάχη του Στάλινγκραντ, ηρωική σε μέγιστο βαθμό και από τις πιο φονικές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί οι σοβιετικοί, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, το σοσιαλισμό και τη μαχόμενη ανθρωπότητα εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, συνέτριψαν την 6η Γερμανική Στρατιά αλλάζοντας τη ροή των γεγονότων και σηματοδότησαν τις εξελίξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1943 λήγει η μάχη του Στάλινγκραντ, ηρωική σε μέγιστο βαθμό και από τις πιο φονικές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί οι σοβιετικοί, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, το σοσιαλισμό και τη μαχόμενη ανθρωπότητα εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, συνέτριψαν την 6η Γερμανική Στρατιά αλλάζοντας τη ροή των γεγονότων και σηματοδότησαν τις εξελίξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος μας μεταφέρει στο Μνημείο των Πεσόντων και στο λόφο Μαμάγεφ:
” …Στην πλατεία των Πεσόντων – κι όχι μονάχα εκεί, αλλά σ’ όλη την πόλη – το βλέμμα σου, όπου να κάνει, θα σταματήσει σ’ ένα μνημείο, σε μια εντοιχισμένη πλάκα, σε μια υπόμνηση. Όπου να πας, θα σε ακολουθεί η φωνή:
Σύντροφε, όπου πας και περπατάς στη γη μας
να πατάς σεμνά και ν’ αλαφροδιαβαίνεις
Τ’ είναι ο τόπος μας όλος νεκρούς θαμμένους.
Κάθε χούφτα γης αιματοποτισμένη.
Κάθε πέτρα μας αιματοβαφτισμένη.
Κάθε μέτρο γης κι απόνας σκοτωμένος
Ένας σύντροφος πούπεσε πολεμώντας
για το δίκιο μας και για τη λευτεριά μας.
Δίκιο της ζωής και λευτεριά του κόσμου…
(Βασίλης Ρώτας)
Πουθενά δε μπορείς να είσαι ήσυχος πως δεν πατάς σε μνήμα.
Μαζί μ’ ένα πλήθος κόσμου, που ήταν στην πλατεία και παρακολουθούσε την τελετή των νέων, κάναμε το προσκύνημα στο μνημείο των Πεσόντων. Είναι δυό μνημεία κοντά – κοντά. Ένας κοκκινωπός οβελίσκος, όπου διαβάζουμε δυό επιγραφές : ” Εδώ είναι θαμμένοι οι ηρωικοί υπερασπιστές του Κόκκινου Τσαρίτσιν, που πέσανε θύματα φριχτών βασανιστηρίων από τους δήμιους λευκοφρουρούς το 1919 το 1919″. Και η άλλη πλευρά: ” Το Προλεταριάτο του Κόκκινου Τσαρίτσιν στους αγωνιστές της λευτεριάς”. Μπροστά στον οβελίσκο, σκεπασμένο με χρωματιστό γρανίτη, το κενοτάφιο των θυμάτων του μεγάλου πολέμου, των υπερασπιστών του Στάλινγκραντ. Δεν είναι ένα κενοτάφιο, αλλά ίσως ο μεγαλύτερος σ’ όλη τη γη ομαδικός τάφος. Εκεί είναι θαμμένοι χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Κάτω από το μνημείο και κάτω από το μεγάλο κήπο,
πούναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχειούς τους ίσκιους.
Το μνημείο με αλλεπάλληλες επιφάνειες συμμαζεύεται σιγά – σιγά προς το κέντρο και απολήγει σ’ ένα μεταλλικό στεφάνι δάφνης. Μπροστά του καίει το αιώνιο πυρ. Η επιγραφή: ” Εδώ είναι θαμμένοι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί της 62 και 63 στρατιάς – οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης, που βρήκαν ένδοξο θάνατο τις μέρες της μεγάλης μάχης του Στάλινγκραντ το 1942 -43″.
Πόσοι ήταν ενόλω; Περί τις δυό στρατιές.
Στεκόμαστε μερικά λεφτά ακίνητοι, άλλες δυό στρατιές ζωντανοί άνθρωποι από πάνω και στέλνουμε σιωπηλά τη σκέψη μας νάβρει αυτούς πούναι κάτω. Η συνηθισμένη ιστορία που η ανθρωπότητα την ξέρει τόσο καλά, μα ο άνθρωπος δεν μπορεί να τη συνηθίσει – πάντα θα ριγάει το πετσί του, θα βουρκώνουν τα μάτια σα να είναι η πρώτη φορά. Σα να ξαναγεννιούνται όλα αυτά τα πράγματα μαζί του. Είναι πρωΐ. Ήλιος, καταπράσινα δέντρα γύρω, χαρά θεού. Από κάπου χτυπάει ένα εμβατήριο που το έχουν κανονίσει ν’ αρχίζει και να σταματά μόνο του κάθε μία ώρα. Η γαλαζοπράσινη φλόγα καίει και καίει. Δύο αγοράκια, πιονέροι με άσπρα πουκάμισα και κόκκινες γραβάτες, όχι παραπάνω από 10 χρονών, μ’ ένα αυτόματο το καθένα στο χέρι – ένα αληθινό αυτόματο από εκείνα που κρατούσαν αυτοί εκεί κάτω – στέκονται προσοχή δεξιά και αριστερά στη σκαλίτσα που ανεβάζει στο μνημείο. Είναι οι φρουροί. Φυλάνε εκεί κάθε μέρα από την Ανατολή μέχρι τη Δύση. Στέκουν ασάλευτα. Ανάμεσα στα δύο παιδάκια καίει η γαλαζωπή φλόγα που αναδύεται από το μάτι ενός κόκκινου αστεριού. Πίσω από την αιώνια φλόγα τρεμουλιάζουν τα σκαλισμένα από γρανίτη ψηφία:
Φεύγουμε από δω για να πάμε λίγα μέτρα πιο πέρα σ’ άλλο μνημείο. Είναι μια επιτάφια πλάκα όρθια σε κλιμακωτό βάθρο που τα σκαλιά του ανεβαίνουν και από τις δυό μεριές, πυραμιδωτά. Στην πέτρινη πλάκα μια χάλκινη παράσταση: ένας πολεμιστής γονατιστός προσκυνά τον τάφο των τριών παλληκαριών που είναι θαμμένα εκεί. Αυτό το μνημείο είναι φόρος τιμής στα πολλά έθνη και φυλές που πολέμησαν το φασισμό. Ένας Ρώσος, ένας Ισπανός κι ένας Τάταρος αναπαύονται κάτω από τα μάρμαρα: ο λοχαγός Ρουμπέν Ιμπαρρούρι, γιος της Πασιονάριας, ο λοχαγός πυροβολητής Χαβίς Φατιαχουντίνωφ κι ο Ρώσος ταγματάρχης Βλαδίμηρος Κάμενσικωφ. Γύρω από τους πρόποδες του μνημείου λουλούδια – λουλούδια και λουλούδια. Όλων των λουλουδοφυλών.
Αντίκρυ από το μνημείο θα μας δείξουν κι ένα Γέρικο Δέντρο. Είναι, λέει, το μόνο που πρασίνισε την άνοιξη του 43, το μόνο που επέζησε της καταστροφής. Γι’ αυτό και φρόντισαν να το διαφυλάξουν, παρ’ όλο που χαλάει τη ρυμοτομία του πάρκου. Ποιος ξέρει αν υπάρχει σήμερα στο Βολγογκράντ άλλη ζωντανή ψυχή που είδε όλη εκείνη την καταστροφή του φοβερού πολέμου. Από ένα τέτιο καραούλι, στη μέση ακριβώς του χώρου που έμεινε ως το τέλος ελεύθερος, μεταξύ Βόλγα και του μεγάλου μαγαζιού, όπου είχε το στρατηγείο του ο Πάουλιους, το Παλιό Δέντρο είδε πάρα πολλά. Από την πρώτη ως την τελευταία μέρα της φοβερής γιγαντομαχίας. Και δεν θα ήταν ένας απλός παρατηρητής. Όποιος σύρθηκε μπροστά σε εχθρικό πολυβόλο, σ’ ένα εχθρικό παράθυρο, σ’ ένα εχθρικό μάτι, ξέρει τι μπορεί να δώσει το μεγάλο δέντρο που θα βρης στο δρόμο σου, ακόμη κι ένας θάμνος, μια πέτρα, μία δίπλα της γης. Ας μένει λοιπόν εδώ σαν ένας μάρτυρας. Κι ένα άλλο μνημείο στα δέντρα, στις πέτρες, στις μαούνες του Βόλγα, στον ίδιο το Βόλγα, στους άφωνους πολεμιστές που έχουν το μερίδιό τους στο θρύλο του μεγάλου πολέμου.
Όσο για την μνημείωση του ανθρώπινου άθλου, θα πάμε σε λίγο με τ’ αυτοκίνητα στον ιστορικό λόφο Μαμάγιεφ. Εκεί απάνω τώρα είναι, έτοιμο σχεδόν, ένα τρομερό, πραγματικά, σ’ έκταση και μεγαλείο συγκρότημα μνημείων που φιλοδοξούν ν’ απαθανατίσουν το κατόρθωμα του Στάλινγκραντ. Πρόκειται για μια ηρωική συμφωνία από πέτρα. Όλος ο λόφος, από τους πρόποδες μέχρι την κορυφή του, είναι σκαλιστό μνημείο, από το οποίο δε λείπει κανένα από τα στοιχεία που συγκροτούν ένα κλασικό συμφωνικό έργο. Μία εισαγωγική σύνθεση, εκεί που θα σταματήσουμε, θα μας ετοιμάσει. Θα μας υποβάλει την ιδέα ότι εδώ ήρθαμε να προσκυνήσουμε, απαράλλαχτα όπως κι οι φιγούρες αυτές – διάφοροι άνθρωποι όλων των ηλικιών και των τάξεων – που πάνε με σημαίες και στεφάνια εκεί απάνω, όπου ο τόπος του προσκυνήματος.
Προχωρούμε νιώθοντας ν’ αναπτύσσεται διαδοχικά η μεγαλοπρεπής μουσική. Περνάμε ένα φαρδύ διάδρομο, ανάμεσα στις σπαθωτές λεύκες που στέκουν δεξιά κι αριστερά σαν όρθιες λόγχες και φτάνουμε στο ύψος μιας πελώριας φιγούρας πολεμιστή που σηκώνεται με το αυτόματο και την χειροβομβίδα μέσ’ από ένα πέτρινο βράχο. Αυτή η φιγούρα είναι ο πρώτος μπετοβενικός κεραυνός – αποκεί και πέρα θα προχωρούμε νιώθωντας το έδαφος να βροντά. Στην πρόσοψη του βάθρου, κάτω από τα πόδια του κύκλωπα πολεμιστή, χαραγμένο θαρρείς με τη μύτη της ξιφολόγχης, διαβάζουμε το σταλινγκραντικό ταν ή επί τας: ” Έως θανάτου!”
Ανάμεσα σε δύο λοφοσειρές σκαλισμένων βράχων, που δίνουν το συγκλονιστικό θέαμα των ερειπίων του πολέμου, με τις μορφές των πολεμιστών να πετάγονται μέσα από τα βράχια, τους καμένους και τους γκρεμισμένους τοίχους, τις ερπύστριες των τάνκς , απ’ όλον εκείνον τον πετρωμένο αλαλαγμό της γιγαντομαχίας, θ’ ανεβούμε εκατό περίπου σκαλιά. Αριστερά και δεξιά ξεδιπλώνονται τα ηρωικά περιστατικά της μάχης του Στάλινγκραντ. Η διήγηση χωρίζεται σε δύο μέρη – στον έναν τοίχο είναι η εποποιΐα του Όρκου , απέναντι η εποποιΐα της Δράσης. Θα περάσουμε την τρικυμισμένη τούτη περιοχή και θα βγούμε σε μια ήρεμη επιφάνεια με μικρή λίμνη που την περιστοιχίζουν μεμονωμένα συμπλέγματα: μια κοπέλα κουβαλά τον πληγωμένο μαχητή, ένας στρατιώτης έμεινε με γυμνά χέρια κι ετοιμάζεται να πιαστεί σώμα με σώμα, ένας άλλος σπάζει στα δυό τη σβάστικα…Αντίκρυ, στην άλλη πλευρά της λίμνης, σε μία γρανίτινη επιφάνεια που εκτείνεται σ’ όλο το μήκος της πλατείας, είναι σκαλισμένη μία φράση παρμένη, όπως μας είπαν, από το ημερολόγιο ενός χιτλερικού αξιωματικού:
” Ο σιδερένιος άνεμος τους χτυπούσε κατά πρόσωπο, αλλά αυτοί συνέχιζαν να βαδίζουν και να βαδίζουν και πάλι ένα αίσθημα μακάβριου φόβου διέτρεχε τις τάξεις των αντιπάλων: μα θνητοί είναι τούτοι;”
Ψηλότερ’ από την πλατεία των Ηρώων είναι η πλατεία της θλίψης. Μια μάνα φαίνεται σκυμμένη πάνω από τον νεκρό της. Δεξιά μια κυκλική αίθουσα με το πανόραμα της μάχης, πίσω, ως την κορφή του υψώματος, άλλοι ομαδικοί τάφοι με άλλες χιλιάδες θαμμένα παλληκάρια.
Στην κορφή το πελώριο άγαλμα της Μάνας Πατρίδας, αυτό που βλέπουμε κάμποσα χιλιόμετρα μακρυά από την πόλη. Μια νέα γυναίκα με το σπαθί στο χέρι, σπαθί 22 μέτρων, με μια προσκλητήρια κραυγή στο στόμα και με το άλλο χέρι απλωμένο πάνω απ’ όλο το Στάλινγκραντ.
Η παρατήρηση που ακούσαμε λέει ότι η μεγάλη γρανιτοσυμφωνία έχει εξαντλήσει όλους τους μείζονες τόνους και εξαντλεί και τα όρια της αντοχής μας να την παρακολουθήσουμε ενεργητικά ως το τέλος. Αλλά το Στάλινγκραντ τέτοιο είναι. Είναι ακριβώς το ορόσημο της αντοχής, η έξοδος από τη γνωστή στρατόσφαιρα και το πέρασμα στ’ ακατόρθωτα και τους θρύλους. Κι ακριβώς γι’ αυτό άλλοι τεχνίτες θα μπορούσαν να μιλήσουν με άλλη , λιτότερη και συμπυκνωμένη γλώσσα. Ωστόσο οι καλλιτέχνες εδώ, εμπνευσμένοι από το ηρωικό πνεύμα, τόλμησαν μία πλατύτατη ρεαλιστική αναπαράσταση. Πρέπει να ομολογήσει κανείς πως ό,τι βλέπει σήμερα στο λόφο Μαμάγιεφ είναι το ανώτατο που θα μπορούσε να πετύχει ο καλλιτέχνης ακολουθώντας το δρόμο αυτό…
Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Από τη Μόσχα στη Μόσχα, εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1975