Μόδα και ΓΛΔ
Η επανένωση των δυο Γερμανιών όχι απλώς δεν έθεσε τέλος στην αισθητική ομοιομορφία που προσάπτεται συνήθως στον υπαρκτό, αλλά οδήγησε στην πλήρη κατάπνιξη κάθε ατομικότητας στο στιλ.
Μεταξύ μας, ο συνδυασμός των εννοιών ΓΛΔ και μόδα στην ίδια πρόταση στους περισσότερους φέρνει στο μυαλό το αλήστου μνήμης ρατσιστικό ανέκδοτο των 90ς για τον τουρίστα εκ γείτονος χώρας της βαλκανικής. Ωστόσο, μια πιο προσεχτική ματιά αποκαλύπτει ότι παρότι τα οικονομικά και πρακτικά κριτήρια βρίσκονταν σε σαφή προτεραιότητα σε σχέση με τα αισθητικά, το ζήτημα της ένδυσης απασχόλησε τις αρχές της ΓΛΔ από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, με αποτελέσματα που συχνά ξεπερνούσαν την κυρίαρχη, όχι εντελώς ψευδή, αλλά σίγουρα μονόπλευρη εικόνα μουντάδας και μονοτονίας.
Καταρχάς να πούμε ότι η τεχνογνωσία και η παραγωγή υψηλής ποιότητας υφασμάτων και ρούχων δεν έλειπαν από τη ΓΛΔ. Η χώρα ήταν από τις πρώτες εξαγωγικές δυνάμεις στον κόσμο σε ό,τι αφορά τόσο μηχανές υφαντουργίας, όσο και συλλογές ενδυμάτων. Αυτό ταυτόχρονα ήταν και το αδύναμο σημείο της υπόθεσης, καθώς το ποσοστό της σχετικής παραγωγής προς εγχώρια χρήση και κατανάλωση δεν ξεπερνούσε το 20%. Ελλείψεις σε υφάσματα υψηλής ποιότητας, οι οποίες επιχειρήθηκαν να αναπληρωθούν με την εισαγωγή συνθετικών υφασμάτων με συχνά ευφάνταστα ονόματα όπως Dederon (κατά τον αστικό μύθο εμπνευσμένο από τα γερμανικά αρχικά της λαοφιλούς DDR) ραφές, μπορντούρες και κουμπιά αποτελούσαν τα βασικότερα εμπόδια για την ανάπτυξη της μόδας κατά τα δυτικά πρότυπα. Όσο για το κατεξοχήν σύμβολο της δυτικής νεανικής ένδυσης, το τζην, μετά από δεκαετίες ενδυματολογικής “καχυποψίας”, τη δεκαετία του ’70 ξεκίνησε η παραγωγή ντόπιων εκδοχών, με ονόματα όπως Shanty, Wisent και Boxer, αν κι η γοητεία του δυτικού μπλου τζιν, είτε ως δώρο συγγενών από ΟΔΓ, είτε προμηθευμένο στη μαύρη αγορά, είτε από καταστήματα που εισήγαγαν δυτικά ενδύματα, παρέμενε, παρά την απαγορευτική τιμή, αμείωτη. Να σημειώσω ότι δεν αποτελεί σκοπό του παρόντος σημειώματος η ιδεολογική κριτική στην έννοια της μόδας, αυτής της κατά Όσκαρ Ουάιλντ “μορφή ασχήμιας, τόσο αποκρουστικής που πρέπει να αλλάζει κάθε έξι μήνες” , ούτε στο κατά πόσον ήταν τελικά ευκταίος ο μιμητισμός της Δύσης, παρότι που όπως θα δούμε, επισήμως, αλλά και εν μέρει στην πράξη, στη ΓΛΔ επιχειρήθηκε η προβολή ενός “σοσιαλιστικού προτύπου” μόδας, τα αποτελέσματα του οποίο υπόκεινται στην κρίση του αναγνώστη.
Ινστιτούτο μόδας και Exquisit
Η σημασία που απέδιδε το σοσιαλιστικό καθεστώς στη μόδα φαίνεται από την ίδρυση του Ινστιτούτου Ενδυματολογικής Κουλτούρας (Institut für Bekleidungskultur) το οποίο το 1957 μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο Μόδας (Modeinstitut), υπαγόμενο στο υπουργείο Ελαφράς Βιομηχανίας της ΓΛΔ. Το Ινστιτούτο μόδας έδινε τον ενδυματολογικό τόνο στη χώρα. Οι σχεδιαστές του, συνήθως γύρω στους 30 τον αριθμό, συμβούλευαν και επηρέαζαν το σύνολο της παραγωγής υφασμάτων κι ενδυμάτων της ΓΛΔ. Σύντομα το Ινστιτούτο απέκτησε και διεθνή αναγνώριση, για παράδειγμα με αντιπροσωπεία στην Intercolor Paris. Ο κύριος όγκος του έργου των σχεδιαστών αφορούσε την υψηλή ραπτική, ωστόσο περίπου μία στις δέκα συλλογές αφορούσε εταιρικά ενδύματα, όπως για παράδειγμα τις στολές αεροσυνοδών της κρατικής εταιρείας Interflug, διακηρυγμένος στόχος ήταν “η αναγνωρισιμότητα της εταιρείας και η τόνωση του συλλογικού αισθήματος των εργαζομένων”. Στα υπόλοιπα καθήκοντα του Ινστιτούτου ανήκε η συμμετοχή στη διεθνή έκθεση της Λειψίας, αλλά και η εκπροσώπηση της ανατολικογερμανικής μόδας στο εξωτερικό. Τέλος, εξέδιδε τις λεγόμενες “Musterkollektionen”, συλλογές-πρότυπα δηλαδή, των οποίων η υλοποίηση σε μαζική κλίμακα σκόνταφτε αφενός σε γραφειοκρατικά γρανάζια, αφετέρου στις ήδη αναφερθείσες ελλείψεις πρώτων υλών.
Μια λύση που δόθηκε ήταν η ίδρυση το 1962, πλάι σε μπουτίκ που πουλούσαν αποκλειστικά εισαγόμενα ρούχα κι αξεσουάρ, όπως η “Madeleine” και το “Elegant“, μιας αλυσίδας περίπου 300 καταστημάτων (κρατικής ιδιοκτησίας πάντα) ονόματι Exquisit, στα οποία προσφερόταν σε τσουχτερές, αλλά τουλάχιστον εν μέρει λιγότερο απλησίαστες τιμές, ρούχα από κολεξιόν που ως τότε προορίζονταν μόνο για εξαγωγές, ρούχα ξένων σχεδιαστών που έκλειναν ειδικά συμβόλαια με την αλυσίδα, καθώς και υψηλή ραπτική σχεδιασμένη ειδικά για τις ανάγκες των καταστημάτων. Μάλιστα, το γραφείο Τύπου είχε βγάλει ειδική ανακοίνωση για το ζήτημα, δικαιολογώντας την απόφαση ως ανταπόκριση στην αυξημένη ζήτηση του κοινού για σύγχρονη μόδα, κάτι που εξηγούσε και τις αυξημένες τιμές.
Είναι φανερό πως οι αγοραίες λογικές, ως απάντηση σε υπαρκτά προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού, έκαναν κι εδώ την εμφάνισή τους, με τα γνωστά εκ των υστέρων αποτελέσματα. Η σημασία που απέδιδαν οι αρχές στην εν λόγω αλυσίδα φαίνεται και από το προνομιακό καθεστώς που της παρείχε, με ειδικά κονδύλια για εισαγωγές υφασμάτων, μηχανημάτων αλλά και επίπλωσης των καταστημάτων, την απεριόριστη πρόσβαση των συνεργαζόμενων σχεδιαστών στη διεθνή βιβλιοθήκη περιοδικού τύπου, αλλά και η χρηματοδότηση ταξιδιών στο Παρίσι, το Μιλάνο και το Ντύσελντορφ. Οι διεθνείς τάσεις της μόδας δεν υιοθετούνταν ωστόσο άκριτα, αλλά έπρεπε να πληρούν χρηστικά κριτήρια, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των σε συντριπτικά ποσοστά εργαζόμενων εκτός σπιτιού Ανατολικογερμανίδων. Αυτές οι αρχές εξάλλου καθορίζουν, θεωρητικά τουλάχιστον και τη δουλειά του Ινστιτούτου μόδας της χώρας, το οποίο διέθετε παράρτημα έρευνας μόδας, τονίζοντας την αναγκαιότητα οι προτεινόμενες συλλογές να αντανακλούν τη σοσιαλιστική αντίληψη για τη ζωή, με συνυπολογισμό “πολιτικών, καλλιτεχνικών, τεχνικοοικονομικών παραγόντων αλλά και παραμέτρων αισθητικής διαπαιδαγώγησης”.
H νεανική μόδα στη ΓΛΔ
Ειδική πρόνοια υπήρξε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 για την δημιουργία συλλογής ρούχων ειδικά για νέους, με πρωτοβουλία της ηγεσίας της FDJ, της κομματικής νεολαίας του κυβερνώντος SED, με στόχο “την παρότρυνση της νεολαίας σε υψηλές επιδόσεις για την κοινωνία μας” και μέριμνα για χαμηλές τιμές ώστε “να ανταποκρίνονται στις οικονομικές δυνατότητες μαθητών, φοιτητών και μαθητευομένων”. Την άνοιξη του ’68 άνοιξαν σε όλη τη χώρα οχτώ “Κέντρα νεανικής μόδας” (Jugendmodezentrum), με τις συλλογές που είχαν σχεδιαστεί ειδικά για την περίσταση. Η πρωτοβουλία αγκαλιάστηκε από τη νεολαία σε βαθμό που ξεπέρασε τις προσδοκίες των ιθυνόντων, αλλά δυστυχώς και τη δυνατότητα για γρήγορη κάλυψη της τεράστιας ζήτησης. Μεταξύ άλλων δοκιμάστηκε και η λύση της πώλησης χάρτινων φορεμάτων, μιας τάσης που κατά την περίοδο 1966-1968 είχε γνωρίσει δημοφιλία στις ΗΠΑ, εμπνέοντας μεταξύ άλλων των Andy Warhol και σχεδιαστές όπως τον Paco Rabanne. Σαφώς, η τιμή των 11,50 μάρκων ΓΛΔ πόρρω απείχε από τις δυσθεώρητες τιμές του αμερικάνικου προτύπου, ωστόσο μετά από ένα αρχικό κύμα ενθουσιασμού, οι κριτικές μέσω επιστολών αναγνωστών στην εφημερίδα του FDJ , “Junge Welt” ήταν συντριπτικές ενάντια στην κακή αίσθηση και την έλλειψη διάρκειας του ρούχου, παράγοντες που δε δικαιολογούσαν κι αυτή ακόμα τη χαμηλή τιμή πώλησης. Έτσι το πείραμα εγκαταλείφθηκε γρήγορα, όχι όμως και τα σχετικά καταστήματα.
Σοσιαλισμός, μόδα και ιλουστρασιόν χαρτί: Περιοδικά μόδας ανατολικά του τείχους
Έκπληξη ίσως προκαλεί ο μεγάλος αριθμός περιοδικών μόδας που κυκλοφορούσαν στη ΓΛΔ, τα οποία εκτός από συμβουλές μόδας και ομορφιάς, περιείχαν πατρόν και σχέδια για την ραφή και το πλέξιμο ρούχων στο σπίτι, σε μια ακομα προσπάθεια των αρχών να καλύψουν την αργή ανταπόκριση του κεντρικού σχεδιασμού σε καινούργια ή πρωτότυπα σχέδια. Με αρκετή επιτυχία, θα έλεγε κανείς, αφού υπολογίζεται ότι περίπου το 20% των ενδυμάτων ήταν χειροποίητα κατ’οίκον. Δημοφιλέστεροι τίτλοι αυτής της κατηγορίας ήταν τα περιοδικά Pramo και Sibylle, το τελευταίο μάλιστα απέκτησε θρυλικές διαστάσεις, και παρότι δεν επιβίωσε οικονομικά, όπως η συντριπτική πλειονότητα των ανατολικογερμανικών εντύπων μετά την επανένωση, εξακολουθεί να είναι δημοφιλές αντικείμενο εκθέσεων και φωτογραφικών λευκωμάτων.
Έχοντας κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1956, με την κρατική αποστολή “ως μέσο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης να συμβάλει στο σχηματισμό μιας σοσιαλιστικής εθνικής κουλτούρας”, έχει αποκληθεί “H Vogue του Οστμπλοκ”, παρομοίωση που για τον φωτογράφο του περιοδικού Michael Weidt “είναι προσβολή”. Για τα μοντέλα του λέει “Ήταν όπως ήταν, όχι στέκες με άδεια πρόσωπα”. Ένα από τα μοντέλα, η Jutta Voigt, γράφει σε βιβλίο της για τη μποέμ σκηνή της ΓΛΔ, πως το περιοδικό ήταν κάτι παραπάνω από ένα περιοδικό μόδας, ήταν το σήμα κατατεθέν του Μοντέρνου στην Ανατολική Γερμανία.” Ενώ η εικονογράφος G.Ruth Mossner λέει για την εμπειρία της στο περιοδικό πως “είμασταν ελεύθεροι χωρίς όρια”. Σαφώς, η προσωπική στάση των συντελεστών απέναντι στο καθεστώς της ΓΛΔ χρωματίζει και τις μνήμες τους, άλλοι συνεργάτες πχ. τονίζουν τις παρεμβάσεις της Επιτροπής Γυναικών της ΓΛΔ στο έργο του περιοδικού, παρότι επισημαίνουν ότι δεν υπήρχε προληπτική λογοκριστία, μόνο εκ των υστέρων κριτική σε περιπτώσεις που κρινόταν ότι υπήρχε “διάδοση αστικών ιδανικών”. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι η επανένωση των δυο Γερμανιών όχι απλώς δεν έθεσε τέλος στην αισθητική ομοιομορφία που προσάπτεται συνήθως στον υπαρκτό, αλλά οδήγησε στην πλήρη κατάπνιξη κάθε ατομικότητας στο στιλ.
Μόντελινγκ στη ΓΛΔ
Η πλειονότητα των μοντέλων στη ΓΛΔ ήταν ερασιτέχνιδες που συμπλήρωναν με το χαρτζιλίκι από τις φωτογραφίσεις το εισόδημα τους από την κύρια εργασία ή το φοιτητικό τους επίδομα (υπήρχαν κι ανήλικα μοντέλα, σε μικρότερη έκταση απ’ ό,τι στη Δύση). Το ρόλο των “scouter” είχαν κυρίως οι φωτογράφοι των παραπάνω περιοδικών, ωστόσο γινόταν και οντισιόν, κυρίως για την πρόσληψη στο Ινστιτούτο Μόδας, το μόνο φορέα που προσέφερε πλήρη απασχόληση σε μοντέλα (“τα ομορφότερα δώρα της ΓΛΔ”, όπως τα είχε χαρακτηρίσει σύμφωνα με μαρτυρίες ο ίδιος ο Χόνεκερ), αν και από τη δεκαετία του ’80 αυξήθηκε ο αριθμός των γυναικών που ζούσαν κατά κύριο λόγο από το μόντελινγκ σε ελευθεροεπαγγελματική βάση. Οι μαρτυρίες των εργαζόμενων του Ινστιτούτου έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον για το είδος της κοινωνίας που προσπαθούσε να οικοδομηθεί στην εκεί πλευρά του “παραπετάσματος”. Η μετέπειτα σκηνοθέτιδα Aelrun Goette, η οποία έκανε καριέρα και στη Δύση μετά την επανένωση στο πλευρό διάσημων σχεδιαστών όπως ο Yves Saint Laurent κι ο Karl Lagerfeld, αναφέρει τα εξής για τις διαφορές που βίωσε μετά την αλλαγή καθεστώτος: “Ο ανταγωνισμός ήταν σκληροπυρηνικός. Ανατολικά είμασταν μια ομάδα, όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Στη Δύση ήταν απλά και μόνο μπίζνα, χωρίς γοητεία. Αυτό δε μου άρεσε πια.”
Σε παρόμοιο μήκος κύματος η Monika Machon, η οποία στα 39 της, όταν μετοίκησε στην ΟΔΓ για αισθηματικούς λόγους απορρίπτονταν από όλες τις δουλειές λόγω ηλικίας: “Ήταν μια εύκολη ζωή, μια υπέροχη περίοδος. Ήταν καταπληκτικά. Είμασταν ωραίες και φυσικές. Είμασταν μια ομάδα χωρίς ανταγωνιστικό πνεύμα. Κινούμασταν πάντα με το λεωφορείο, πλέκαμε και λέγαμε τις ιστορίες μας.” Αρκετά ευτράπελο και το σχόλιό της για εμπορικούς αντιπροσώπους από τον ευρωπαϊκό νότο, που έρχονταν στην Διεθνή έκθεση Λειψίας και “πίστευαν στα σοβαρά πως μπορούσαν να μας ρίξουν με ένα κουτί NIVEA. Αυτό ήταν πλάνη. Όχι σ’εμάς αυτά!”. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αποκριθεί ότι ίσως έπρεπε να δοκιμάσουν την τύχη τους με καλσόν.
Ένα άλλο γνωστό μοντέλο της εποχής, η Martina Grabowitz, αναφέρεται στο ότι κατάφερε να κάνει καριέρα παρά τις μη ιδανικές αναλογίες της καθώς “στη ΓΛΔ δεν επικρατούσε αυτή η εμμονή με το αδυνάτισμα, που είχε εξαπλωθεί στη Δύση μετά την εποχή της Twiggy“. H ίδια θεωρεί τον εαυτό της προνομιούχο, παρότι η ζωή των μοντέλων σε σύγκριση με εκείνη των συναδέλφων της στη Δύση ήταν μάλλον σπαρτιάτικη: κοινά υπνοδωμάτια και κοινά ντους στις περιοδείες, αλλά στα μάτια της “έμοιαζαν όλα σα μια μεγάλη συνεχή κατασκήνωση”. Άλλη συνάδελφος της, η Gabriele Riemer αναφέρει ως κορυφαίο γεγονός της ζωής της όταν σε επίσκεψη σε επίδειξη στην Αβάνα στις αρχές του ’70 “βρέθηκα ξαφνικά μπροστά στο Φιντέλ Κάστρο”.
Τα ταξίδια στο εξωτερικό βέβαια συνοδεύονταν κι από πιο ακανθώδεις πτυχές, ιδίως αν επρόκειτο για δυτικούς προορισμούς, όπως θυμάται η Jutta May, η οποία ξεκίνησε την καριέρα της στο Ινστιτούτο Μόδας στην αδιανόητη για τα δυτικά δεδομένα ηλικία των 28 ετών, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις υπήρχε πάντα η παρουσία πρακτόρων της Στάζι, για το φόβο αυτομόλησης.
Όπως και να ‘χει, ο πιο ενδιαφέρων προβληματισμός που προκύπτει κατά τη γνώμη μας από τις παραπάνω μαρτυρίες, είναι το κατά πόσον οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ γυναικών, ιδίως σε θέματα εμφάνισης, είναι τελικά ένα δεδομένο της γυναικείας “φύσης”, όπως ρητά αλλά και άρρητα κοινωνικοποιούμαστε οι γυναίκες (αλλά εμμέσως κι οι άντρες) να θεωρούμε εξ απαλών ονύχων, ή κυρίως μια επιμέρους αντανάκλαση του γενικότερου ανθρωποφαγικού ανταγωνισμού που επιτάσσει ο καπιταλισμός κυρίως, μα με διαφορετικές μορφές κι ένταση, και τα παλαιότερα εκμεταλλευτικά συστήματα.
Η προσέγγιση της ΓΛΔ στο ζήτημα της μόδας, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε κληροδοτημένες αντιλήψεις, προσπάθεια ενσωμάτωσης δυτικών στοιχείων και τη διαμόρφωση ενός ιδεώδους συμβατού με τη γυναικεία χειραφέτηση, δεν έδωσε τις πλήρεις απαντήσεις, έθεσε όμως με σαφήνεια τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε, έστω ξανά ελλιπώς με τη σειρά μας όσοι ακόμα ελπίζουμε να πούμε “Welcome back, Lenin“.
Δύσκολες Νύχτες
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
2 Σχόλια
Να καταθέσω και μια προσωπική μαρτυρία σχετικά με την ποιότητα των υφασμάτων από την DDR. Πάνε πάνω από 45 χρόνια, όταν κάποιοι αρκετά ευκατάστατοι θειοι μου, χρειάστηκε να ανανεώσουν τα υφάσματα από το σαλόνι τους. Τότε, για όποιον θυμάται, το πιό ακριβό κατάστημα υφασμάτων επιπλώσεων, ήταν το “EL GRECO” στο Κολωνάκι.
Λοιπόν, ένα πανάκριβο και πανέμορφο ύφασμα που διάλεξαν και αγόρασαν, ήταν κατασκευής DDR. 10000 δρχ/μέτρο παρακαλώ! Δεν πιστεύαμε στ αυτιά μας! Από τότε, σ αυτό το σαλόνι, έχουν καθίσει άπειροι πισινοί, έχουν χοροπηδήσει, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, έχουν πέσει σάλτσες, κρέμες, ποτά….. Το ύφασμα παραμένει πραγματικά άθικτο με τα χρώματά του ζωηρά σαν καινούργια. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί! Μέχρι και γάτα έχει ακονίσει τα νύχια της επάνω του (εν τάξει, όχι πολλές φορές) και αν δεν στο πουν δεν το καταλαβαίνεις! Αρκετά χρόνια αργότερα, έμαθα ότι αυτό το ύφασμα ήταν η πρόταση της DDR, για τις επενδύσεις καθισμάτων σε δημόσιους χώρους, θέατρα, κινηματογράφους, αίθουσες συνεδρίων κλπ
Εξαιρετικό άρθρο. Ας συμβάλλω με λίγη λογοτεχνία. Το βιβλίο “Η σύντομη ζωή του νεαρού Έντγκαρ” του Ulrich Plenzdorf κάποτε, το 1981, κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Οδυσσέας. Είναι επηρεασμένο απο το θρυλικό “Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου” του Γκαίτε και μπορεί κανείς να το συγκρίνει με το αμερικάνικο “Φύλακα στη σίκαλη” του Salinger, ως προς την θεματική του μικροαστού νεαρού που επαναστατεί και τα βάζει με όλους και όλα. Ήταν τεράστια επιτυχία στην GDR.
Ο Έντγκαρ έχει γνώμη πάνω στη νεανική μόδα της εποχής του και η στάση του μαρτυρά την μανία για τα δυτικά προιόντα που είχαν πολλοί νεαροί των σοσιαλιστικών κρατών της εποχής.
“…Μάζεψε τα πράγματα του. Αλλά τί λέω, εκτός απ’ τις ζωγραφιές, δεν είχε τίποτε άλλο, μόνο ό,τι φορούσε. Τη ζακέτα του με τα μπαλώματα, που την είχε ράψει μόνος του με χάλκινο σύρμα, και το παλιό του τζήν.
Και φυσικά τζήνς! Μπορεί κανείς να φανταστεί μια ζωή χωρίς τζήνς; Τα τζήνς είναι τα πιο αριστοκρατικά παντελόνια του κόσμου. Γι’ αυτό μπορώ να δώσω όλες αυτές τις πατσαβούρες απο τις “μπουτίκ για νέους” που ποτέ δεν εφαρμόζουν. Για τα τζήνς θα μπορούσα να τα δώσω όλα, εκτός απ’ τη μουσική. (…) Και φυσικά εννοώ τα γνήσια τζήνς. Γιατι υπάρχει κι ένα κάρο σαβούρα που απλώς παριστάνει τα τζήνς. Αν υπήρχαν μόνο αυτά, τότε θα προτιμούσα να μη φορούσα καθόλου παντελόνια. Τα γνήσια τζήνς δεν έχουν π.χ. φερμουάρ μπροστά. Και γενικά υπάρχει μόνο ένα είδος γνήσια τζήνς. Όποιος φοραέι πραγματικά τζήνς ξέρει τι εννοώ. Αλλά αυτό δεν θα πει οτι όποιος φοράει απ’ αυτά είναι και ο ίδιος γνήσιος φορέας τους. Οι περισσότεροι ούτε που ξέρουν τι έχουν πάνω τους. Δε μ’ ένοιαζε και πολύ όταν έβλεπα κανένα χαζό εικοσπεντάρη με τζήνς να’ χει στριμωγμένα στο παντελόνι τα παχύσαρκα μεριά του και υπερβολικά σφιγμένη τη μέση. Τα τζήνς πρέπει να στέκουν στους γοφούς, είναι δηλαδή παντελόνια που, αν δεν είναι αρκετά στενά, γλιστράνε και που στέκουν ψηλά μόνο αν υπάρχει αντίσταση. Αλλά βέβαια δεν πρέπει να ‘ναι κανείς παχύς στους γοφούς και στον πισινό, γιατι αλλιώς δεν κλείνει η ζώνη. Αλλά όμως είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταλάβει πια κανείς στα είκοσι πέντε του. Αλλιώς μοιάζει σαν να’ ναι φαινομενικά κομμουνιστής, ενώ στο σπίτι τις βρέχει στη γυναίκα του. Θέλω να πω οτι τα τζήνς είναι αντίληψη κι όχι παντελόνια. (…)
Άρχισα το τραγούδι μου για τα τζήνς που το ‘χα γράψει πριν τρία χρόνια και που χρόνο με χρόνο γινόταν όλο και πιο καλό.
Oh, bluejeans
White Jeans? -No
Black Jeans? – No
Blue Jeans, Oh
Oh, Bluejeans, jeah
Oh Bluejeans
Old Jeans? -No
New Jeans? -No
Blue Jeans, Oh…”
Ακούγεται αστείο αλλα το ‘χαν φετιχοποιήσει κάπως το πράγμα.
2 Trackbacks