Μουαμάρ Καντάφι- Ένας βολικός παρίας του συστήματος
Περιθωριοποιημένος εξαρχής στη Δύση λόγω της πολιτικής αραβικού εθνικισμού που εφάρμοσε, φάνηκε προσωρινά για κάποια χρόνια να διεκδικεί ρόλο ισότιμου συνομιλητή με σειρά μεγάλων δυνάμεων, ώσπου τελικά παραμερίστηκε στα πλαίσια της “Αραβικής Άνοιξης”, ως ενοχλητικό αγκάθι για την επέκταση της επιρροής των ΗΠΑ και των συμμάχων της στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Μουαμάρ αλ-Καντάφι, που γεννήθηκε σαν σήμερα, κυβέρνησε τη Λιβύη για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, πριν την αιματηρή ανατροπή του το 2011 και το λυντσάρισμα του από τις δυνάμεις της “αντιπολίτευσης”, δηλαδή ακραίων ισλαμιστικών στοιχείων που χάρη και στην δυτική ιμπεριαλιστική επέμβαση έχουν μετατρέψει τη χώρα μέχρι σήμερα σε ένα άναρχο συνονθύλευμα εμφύλιου χάους. Αν και από νωρίς παρίας της δύσης, είχε κατορθώσει κάποια χρόνια πριν την ανατροπή του να αποκαταστήσει σχέσης με μια σειρά ισχυρών χωρών, όπως η Ιταλία και η Ρωσία, βασιζόμενος στους πλούσιους ενεργειακούς πόρους της χώρας, ενώ και οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ φαινόταν να βαδίζουν στην εξομάλυνση. Τελικά όμως κρίθηκε ότι η ιμπεριαλιστική πολιτική εξυπηρετούνταν καλύτερα με τον παραμερισμό του, κι έτσι η “διεθνής κοινότητα” θυμήθηκε εκ νέου το δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος του ως πρόσχημα για επέμβαση στο εσωτερικό της χώρας.
Ήρθε στον κόσμο στη Σύρτη της Λιβύης το 1942, σε οικογένεια βεδουίνων της Λιβυκής ερήμου. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Λιβύης το 1964 και σύντομα άρχισε να εμπλέκεται σε κινήματα ανατροπής της μοναρχίας του Ίντρις Α’. Απόφοιτος της Λιβυκής Στρατιωτικής Ακαδημίας το 1965, άρχισε να σχεδιάζει πραξικόπημα με άλλους συναδέλφους του, πετυχαίνοντας το σκοπό του την 1η Σεπτέμβρη 1969 κι αναλαμβάνοντας επικεφαλής της Επαναστατικής Επιτροπής Διοίκησης. Επρόκειτο για το τέταρτο επιτυχημένο αντιμοναρχικό πραξικόπημα στον αραβικό κόσμο, μετά από εκείνα της Αιγύπτου το 1952, του Ιράκ το 1958 και της Υεμένης το 1962.
Ο Καντάφι στηριζόταν στον αραβικό εθνικισμό, με βασικό του φορέα το μοναδικό νόμιμο κόμμα της χώρας, τη “Σοσιαλιστική Αραβική Ένωση”, που ιδρύθηκε κατά τα νασερικά πρότυπα, ενώ λίγα χρόνια μετά διαλύθηκε, για να αντικατασταθεί από τις λεγόμενες “επαναστατικές επιτροπές”. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, εκδίωξε τις βρετανικές και αμερικανικές βάσεις το 1970, όπως και τις ιταλικές και εβραϊκές κοινότητες της Λιβύης την ίδια χρονιά, ενώ το 1973 προχώρησε σε εθνικοποίηση των ξένων πετρελαϊκών εταιρειών της χώρας. Ως πιστός μουσουλμάνος, απαγόρευσε την πώληση αλκοολούχων ποτών και το τζόγο. Από το 1974 προσπάθησε να θεμελιώσει και θεωρητικά το καθεστώς του, λανσάροντας ένα ιδεολογικό υβρίδιο “ισλαμικού σοσιαλισμού”, οι αρχές του οποίο διατυπώθηκαν στο λεγόμενο “Πράσινο βιβλίο”. Παράλληλα έγινε ένας από τους βασικούς εκφραστές του ιδεολογήματος “περί τρίτου δρόμου στο σοσιαλισμό”, κάτι που συνέβαλε στις καλές του σχέσεις με την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις σχέσεις του με τον Ανδρέα, μπορεί κανείς να αναφερθεί στην πρωτοβουλία του τελευταίου να μεσολαβήσει σε συνάντηση Μιτεράν και Καντάφι στο εξοχικό του στην Ελούντα, σε μια εποχή διπλωματικής απομόνωσης της Λιβύης, η συνέντευξη που του είχε πάρει η Δήμητρια Λιάνη, ενώ η παλιά γνωριμία με τον πατέρα του ήταν και ο λόγος που συναντήθηκε μαζί του ο ΓΑΠ, ηγέτης τότε της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, το 2011, λίγους μήνες πριν τη λεγόμενη “αραβική άνοιξη”. Η επίσκεψη μάλιστα έγινε τότε αφορμή για μια δεξιόστροφη κριτική στον Παπανδρέου, περί “τριτοκοσμικού σοσιαλισμού τύπου Καντάφι”. Η κριτική αυτή βέβαια έχει τις ρίζες της σε μια διεθνή προσπάθεια παρουσίασης του καθεστώτος Καντάφι ως “σοσιαλιστικού”, όταν στην πραγματικότητα παρέμεινε από την αρχή ως το τέλος αστικό.
Στην εξωτερική πολιτική ακολούθησε τυχοδιωκτική τακτική, στην προσπάθειά του να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή του αραβικού κόσμου. Ενεπλάκη σε σειρά προσπαθειών για πραξικόπημα στο Σουδάν και την Αίγυπτο, ενώ επενέβη πολλές φορές στον μακροχρόνιο εμφύλιο του γειτονικού Τσαντ. Κατηγορήθηκε από τη δύση για χρηματοδότηση κινημάτων που η ίδια θεωρούσε συλλήβδην τρομοκρατικά, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες και το Έθνος του Ισλάμ στις ΗΠΑ, ο ΙΡΑ στην Β. Ιρλανδία, καθώς και για χτυπήματα παλαιστινιακών και άλλων αραβικών οργανώσεων. Όπως είναι αναμενόμενο, οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ ειδικά ήταν πολύ κακές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον Απρίλη του 1986 αμερικανικά αεροσκάφη να βομβαρδίσουν διάφορα σημεία στη Λιβύη, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας μεταξύ άλλων κάποια από τα παιδιά του Καντάφι, ο οποίος γλίτωσε από τύχη. Οι διάφορες εξωτερικές περιπέτειες του Καντάφι επενδύονταν με ανάλογες ιδεολογικές μεταστροφές, από τον “αραβικό εθνικισμό” στον “ισλαμισμό” και μετέπειτα στον “παναφρικανισμό”.
Ο τελευταίος προβλήθηκε ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο Καντάφι στράφηκε εκ νέου προς την υποσαχάρια Αφρική, πρωτοστατώντας στη δημιουργία της “Κοινότητας του Σάχελ και των χωρών της Σαχάρας”, η οποία διέθετε μια σειρά οργάνων και θεσμών, κυρίως την “Τράπεζα ανάπτυξης και εμπορίου”, που στόχευε σε μια σταδιακή πολιτικοοικονομική ενοποίηση των αστικών κρατών που συμμετείχαν. Η ηγεμονική αυτή διεκδίκηση της Λιβύης σε μια περιοχή με πλούσιους φυσικούς πόρους, λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην ευκολότερη διείσδυση ξένων κεφαλαίων, συνιστώντας μεσοπρόθεσμα έναν ακόμα λόγο για τον οποίο θεωρούνταν ανεπιθύμητος από τους παραδοσιακούς ή επίδοξους δυτικούς μεγάλους παίκτες στον ίδιο χώρο. Το 2009 έφτασε στο φαινομενικό απόγειο της εξουσίας του στην Αφρική, ως πρόεδρος της Αφρικανικής Ένωσης, δίδοντας με αυτή την ιδιότητα και την πρώτη του ομιλία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις όταν πέταξε ένα αντίτυπο της Χάρτας του Οργανισμού. Ωστόσο, η αποτυχία παράτασης της ενιαύσιας θητείας του 2010 λόγω αντίστασης από μια σειρά χωρών – μελών της Ένωσης έδειχνε ότι ακόμα και σε τοπικό επίπεδο τα πραγματικά όρια της εμβέλειάς του παρέμεναν ρευστά και πιο περιορισμένα από όσο οραματιζόταν. Αυτό ωστόσο δε σήμαινε πως η παρουσία του καθεστώτος του δεν αποτελούσε εμπόδιο για τα αμερικανικά σχέδια, ειδικά σε ό,τι αφορά την στρατιωτική παρουσία της διοίκησης του αμερικανικού Πενταγώνου μέσω της Africom, την οποία είχε ιδρύσει ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος το 2007 για να αντισταθμίσει την αυξανόμενη κινεζική επιρροή σε μια σειρά αφρικανικά κράτη.
Η σοβαρότερη πάντως κατηγορία που εκτοξεύτηκε εναντίον του καθεστώτος του ήταν εμπλοκή του στην καταστροφή του αεροσκάφους της Πολιτικής αεροπορίας στο Λόκερμπι της Σκωτίας το 1988, όταν και του επιβλήθηκαν κυρώσεις από τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Καντάφι παρέδωσε στις διεθνείς αρχές τους φερόμενους βομβιστές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το 2003 ο ΟΗΕ να άρει τις κυρώσεις κατά της Λιβύης. Η πορεία ενσωμάτωσης της χώρας ως συνομιλητή στις διεθνείς υποθέσεις επιταχύνθηκε με την άρση των περισσότερων κυρώσεων και από πλευράς ΗΠΑ. Εξάλλου, έχοντας πάρει το μάθημά του από την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, δέχτηκε λίγους μήνες μετά τη σύλληψη του τελευταίου την παρουσία επιθεωρητών του ΟΗΕ για όπλα μαζικής καταστροφής. Την επόμενη χρονιά ξεκινά μια περίοδος προσέγγισης με τη Ρωσία, που κορυφώνεται το 2008 με αμοιβαίες επισκέψεις των δύο ηγετών σε Λιβύη και Μόσχα, και την υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών κυρίως οικονομικού και ενεργειακού χαρακτήρα. Την ίδια χρονιά ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η προσέγγιση Ιταλίας – Λιβύης, που κορυφώθηκε με τη “συγγνώμη” του Σίλβιο Μπερλουσκόνι για την αποικιακή πολιτική της χώρας του το διάστημα 1911-1943, και την παραχώρηση προνομιακής εμπορικής και ενεργειακής αντιμετώπισης των ιταλικών επιχειρήσεων στην αφρικανική χώρα. Είναι ωστόσο ενδεικτικό ότι η αστική τάξη δεν είδε στο σύνολό της θετικά αυτό το άνοιγμα, κάτι που διαφαίνεται από δημοσιεύματα μεγάλων εφημερίδων της εποχής, φοβούμενη πρόκληση εντάσεων με τους νατοϊκούς της συμμάχους. Η ιδρυτική Σύνοδος της «Εθνικής Διάσκεψης της Λιβυκής Αντιπολίτευσης» πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 26/6/2005, με την παρουσία φιλελεύθερων, κοσμοπολιτών και ισλαμιστών Λίβυων «παραγόντων» του εξωτερικού. Η δεύτερη Σύνοδος της «αντιπολίτευσης» πραγματοποιήθηκε επίσης στο Λονδίνο (29 – 30/3/2008) με έντονη επικράτηση των «ισλαμιστών» στα ντοκουμέντα της Συνόδου.
Λίγα χρόνια μετά φάνηκε ότι τα εξωτερικά ερείσματα του Καντάφι δεν ήταν ικανά να αποτρέψουν την ανατροπή του, ενώ και στο εσωτερικό οι συσχετισμοί είχαν διαμορφωθεί σε βάρος του, βοηθούσας και της σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής που εφάρμοζε. Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν το 2011 εδράζονταν ακριβώς σε αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ήταν όμως σαφές από την πρώτη στιγμή ότι νήματα πολιτικά κινούσαν δυνάμεις κάθε άλλο παρά φίλιες προς τα λαϊκά συμφέροντα. Επρόκειτο για ένα πολυποίκιλο αντιδραστικό μωσαϊκό διασυνδεδεμένο με μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, με πρωταγωνιστική παρουσία ισλαμιστών, οι οποίοι ήδη από την Δεύτερη σύνοδο της “Εθνικής Διάσκεψης της Λιβυκής Αντιπολίτευσης” (που είχε συγκροτηθεί το 2005), το 2008 είχαν διαμορφώσει υπέρ τους τους συσχετισμούς έναντι των φιλοδυτικών αστών φιλελευθέρων. Την ίδια χρονιά όπως είναι γνωστό συνέβησαν κι άλλα γεγονότα που σηματοδότησαν την “αραβική άνοιξη”, όπως η ανατροπή του Μπεν Αλί από το στρατό και τμήμα της τυνησιακής αστικής τάξης και βέβαια τα γεγονότα με επίκεντρο την πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο, που οδήγησαν στην πτώτη του δικτάτορα Μουμπάρακ.
Στην περίπτωση της Λιβύης, η ανατροπή του Καντάφι δε φαινόταν να είναι εξίσου “εύκολη” υπόθεση, καθώς τα έντονα κατασταλτικά μέτρα και η αφοσίωση ισχυρών μισθοφορικών, στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στο καθεστώς οδήγησαν σε αντεπίθεση της λιβυκής κυβέρνησης, ανακτώντας πολλά εδάφη από τα χέρια των ανταρτών. Τότε το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, που είχε ήδη επιβάλει σειρά κυρώσεων κατά της χώρας μαζί με τις ΗΠΑ, ενέκρινε τη χρήση στρατιωτικής βίας για “την προστασία των αμάχων”. Οι αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ κατόρθωσαν μετά από κάποιους μήνες να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ των ισλαμιστών φυλάρχων που έκτοτε νέμονται τη χώρα. Ο Καντάφι κατέφυγε στη γενέτειρά του Σύρτη, ένα από τα τελευταία φιλοκυβερνητικά προπύργια. Εκεί συνελήφθη τον Οκτώβρη του 2011 και δολοφονήθηκε στις 20 του μηνός από δυνάμεις των ανταρτών με φρικιαστικό τρόπο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, θάβοντας τις παλιές φιλίες, συμμετείχε ενεργά στη νατοϊκή επέμβαση, καθώς υπολογίζεται πως το 40% των περίπου 7500 εξόδων αεροσκαφών προς τη Λιβύη έγιναν από ελληνικές βάσεις, μετακυλίοντας το κόστος 30 εκ. ευρώ το μήνα στον ελληνικό λαό. Η συμμετοχή αυτή στόχευε βέβαια στο άνοιγμα διόδων για την ελληνική αστική τάξη, με στόχο την “ανοικοδόμηση” της χώρας. Ο τότε αρχηγός του ΓΕΕΘΑ μάλιστα είχε εξάρει “την εξαιρετική τεχνογνωσία και τις δυνατότητες των κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας και τη σημασία του Πολυεθνικού Συντονιστικού Κέντρου Στρατηγικών Θαλασσίων Μεταφορών (ΠΟΣΚΕΣΘΑΜ) στη διακίνηση μέσων και υλικών προς και από τη Λιβύη”. Επιπλέον, δημοσιεύματα κατά καιρούς έκαναν λόγο για εμπλοκή ελληνόκτητων πλοίων τόσο σε λαθρεμπόριο πετρελαίου, όσο και μεταφορά τζιχαντιστών στη Λιβύη.
Αξίζει τέλος να γίνει μνεία στην τάση του μικρού τότε εκλογικά Σύριζα, ο οποίος από τη μια χαιρέτιζε ενθουσιωδώς την “αραβική άνοιξη” κι από την άλλη καταδίκαζε τη νατοϊκή επέμβαση, στάση που υιοθέτησαν με διάφορες αποχρώσεις επίσης σημαντικά τμήματα του εξωκοινοβουλίου. Ως κυβέρνηση βέβαια, ο Σύριζα σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ απεκδύθηκε και τα τελευταία “φύλλα συκής”, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με την νατοϊκή πολιτική και διεκδικώντας ακόμα μεγαλύτερη αναβάθμιση στα πλαίσια της εφαρμογής της. Δεν είναι τυχαία όσα κατά καιρούς ακούγονται αυτά τα χρόνια δι’ επισήμων χειλέων περί «υλοποίησης της ελληνικής πρωτοβουλίας για την προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής» και «προστασία όλων των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που απειλούνται από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και φανατισμό», με αποκορύφωμα περσινές δηλώσεις του ΥΠΕΘΑ Πάνου Καμμένου περί αναγκαιότητας δημιουργίας “χριστιανικού τόξου” από τη δύση με στόχο να “μην επεκταθούν οι εξτρεμιστικές ακραίες ομάδες”.